Ιερέως Γεωργίου Οικονόμου
Η ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΣΤΟΝ ΝΤΟΣΤΟΓΕΦΣΚΗ.
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ.
Αυτοκτονία ή αυτοχειρία είναι το να προκαλέσει κανείς συνειδητά τον ίδιο του το θάνατο. Η αυτοκτονία έχει απασχολήσει την ανθρώπινη σκέψη από την αρχαιότητα. Οι κυνικοί και οι στωικοί φιλόσοφοι έλαβαν θέση υπέρ αυτής. Αντίθετα, ο Πλάτων και ο μαθητής του Αριστοτέλης τοποθετήθηκαν αρνητικά και αποδοκίμασαν την αυτοχειρία ως πράξη δειλίας και ανανδρίας. Από τότε και ανά τους αιώνες θρησκευτικές διδασκαλίες και φιλοσοφικά συγγράματα τοποθετήθηκαν άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά ανάλογα με τις εκάστοτε κοινωνικοθρησκευτικές αντιλήψεις και κοσμοθεωρίες[1]. Εμείς θα εστιάσουμε την προσοχή μας στην ορθόδοξη θεολογική θεώρηση του θέματος, όπως αυτή αναπτύσσεται στην εργογραφία του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Τελικός σκοπός της εργασίας είναι μία εις βάθος θεολογική και ποιμαντική προσέγγιση, όπως προκύπτει από τη μελέτη και την εντρύφηση στο έργο του κλασικού λογοτέχνη και μεγάλου θεολόγου.
Η προσέγγισή μας όσον αφορά την ερευνητική της πλευρά είναι θεματολογική, καθώς πιστεύουμε ότι η εξέταση της κάθε περίπτωσης ξεχωριστά θα τεκμηριώσει συνθετικά τα τελικά μας συμπεράσματα. Για να προϊδεάσουμε τον αναγνώστη μπορούμε εκ των προτέρων να αναφερθούμε στην αγαπητική και συμπάσχουσα ένσταση του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι σε οποιαδήποτε απρόσωπη και ηθικολογική προσέγγιση. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά καθώς στο έργο του ελλείπουν παντελώς θεωρητικές απόψεις και κυριαρχεί λόγος πάθους και ζωής, με τον οποίο πάσχει τα θεία και ανθρώπινα πράγματα[2].
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
Ο ΈΦΗΒΟΣ
α) Ιδεολογική αυτοκτονία.
Κάποιοι από τους πιο αγαπημένους ήρωες του συγγραφέα είναι ο έφηβος, ο ηλίθιος και ο γελοίος. Ο λόγος, που επιλέγει τα συγκεκριμένα πρόσωπα είναι ότι μπορούν να ομολογούν άφοβα και με παρρησία την αλήθεια, χωρίς να προσελκύουν τη λογοκρισία, λόγω της φτωχής διανοητικής τους καταστάσεως. Με αυτόν τον τρόπο αντιτίθεται στο κάθε είδους κατεστημένο και θεολογεί με μια δυναμική, που συνδυάζει την πρωτοχριστιανική παράδοση και τα κοινωνικο-θρησκευτικά δεδομένα της εποχής του. Δεν τον ενδιαφέρει να κατοχυρώσει ένα σύστημα ηθικής βασισμένο στην εγωιστική ασφάλεια, που παρέχει η αυτοσυνειδησία του καλού χριστιανού. Αντίθετα, εργάζεται για τον επαναπροσδιορισμό της θεολογίας με βάση τη μετάνοια και, συγκεκριμένα, το Κυριακό «μετανοεῖτε ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν»[3]. Ωστόσο, να διευκρινίσουμε ότι η μετάνοια στον Ντοστογιέφσκι δεν είναι γεγονός ατομικό, όπως άλλωστε και η αμαρτία, αλλά εκκλησιαστικό και κοινωνικό. Για αυτό παρατηρούμε οι ήρωές του να προέρχονται από κάθε κοινωνική τάξη, από την τόσο διεφθαρμένη ρωσική αριστοκρατία μέχρι τον τελευταίο μουζίκο ή λακέ. Αυτό σημαίνει το όραμα του να μεταμορφωθεί η κοινωνία ολόκληρη στο φως της αγάπης και της μετάνοιας.
Παρ' όλα αυτά, δεν είναι εκτός πραγματικότητας αλλά ζει από κοντά την πολιτική - κοινωνική κατάσταση της χώρας του, την οποία αναλύει σε όλα της τα επίπεδα: πολιτικό, οικονομικό, φιλοσοφικό, ψυχολογικό, οικογενειακό, προσωπικό. Αυτό συμπεραίνεται από την επέκταση των διηγήσεων του σε όλους τους παραπάνω τομείς, οι οποίοι, βεβαίως, δεν αυτονομούνται αλλά θεωρούνται πάντοτε σφαιρικά. Μετά, λοιπόν, από αυτή τη μικρή εισαγωγή ας περάσουμε στην πρώτη περίπτωση αυτοκτονίας, που συναντάμε στον Έφηβο.
Ο πρίγκηπας Ντολγαρούκη, ο έφηβος πρωταγωνιστής του ομότιτλου έργου, κρυμένος από λάθος μιας υπηρέτριας σε μια κρεβατοκάμαρα μαθαίνει αναπάντεχα για την αυτοκτονία ενός φίλου του, ενός νέου παιδιού, του Γερμανού Κραφτ. Ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι δράττεται αμέσως της αφορμής, για να αναπτύξει το γεγονός σε σχέση με τη ρωσική κοινωνία και συγκεκριμένα τον κοινωνικό αντίκτυπο παρόμοιων ειδήσεων και να αναφερθεί ανάλογα στην ευαισθησία ή αναισθησία των ανθρώπων. Η είδηση λοιπόν πέφτει σαν κεραυνός την ώρα, που η Τατιάνα Πάβλοβνα και η Κατερίνα Νικολάγιεβνα διαφωνούσαν για τον συγκεκριμένο νέο αν είναι τίμιος ή ψεύτης, έμπιστος ή φλύαρος, για λόγους ευνοήτως ιδιοτελείς και, συγκεκριμένα, για κάποιο επικίνδυνο έγγραφο που είχε στα χέρια του. Άλλωστε, αν δεν ήταν στη μέση το χαρτί αυτό, που μπορούσε να τις βάλει σε μπελάδες, η είδηση θα τις άφηνε τελείως αδιάφορες. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο έφηβος, για να δικαιολογήσει και να ερμηνεύσει την πράξη του φίλου του ως την ακρότατη περιφρόνηση της ραδιουργίας, της ψευτιάς και της απάτης. Ο Κραφτ αυτοκτόνησε για μια ιδέα[4]! Μετά από αυτή την εκδήλωση ενθουσιασμού, ο έφηβος βασανίζεται σκεπτόμενος τον νέο, αίσθημα που εξελίσσεται σε πολύ βαθιά συγκίνηση και τελειώνεται σε πόνο.
Με αφορμή αυτές τις τελευταίες γραμμές μπορούμε να κάνουμε κάποια σχόλια. Κρίνεται λοιπόν απαραίτητο να διευκρινίσουμε ότι ο συγγραφέας σε καμιά περίπτωση δεν επαινεί την απόφαση του Κραφτ να αυτοκτονήσει αλλά η διήγησή του εκπληρώνει ένα διττό στόχο. Πρώτο, να περιγράψει με ευκρίνεια τις διαφορετικές αντιδράσεις και τοποθετήσεις των ανθρώπων απέναντι στο γεγονός. Δεύτερο, δεν τον ενδιαφέρει να ηθικολογήσει, να κρίνει και να καταδικάσει αλλά συμ-πονά και συμ-μετέχει αγαπητικά στη δυστυχία του αδελφού του. Εδώ εντοπίζουμε και τη βασικότερη διαφοροποίηση από τις απρόσωπες, αφιλάνθρωπες και καθαρά στατιστικές προσεγγίσεις των περισσοτέρων συγγραμάτων ηθικής, που αναφέρονται στο θέμα μας και θεωρούν αφ' υφηλού την ξένη δυστυχία. Τούτη την αναισθησία, τη γεμάτη έπαρση[5] προσωποποιεί στη διήγησή μας ο Βερσίλοβ.
Η ιστορία τελειώνει με τον σχετικό διάλογο ανάμεσα στον έφηβο και τον Βάσιν, όπου αναλύεται βαθύτερα το πρόβλημα με τελική αναφορά την αθεΐα. Ο Βάσιν ερμηνεύει την αυτοκτονία του Κραφτ σαν ένα είδος λογικού συμπεράσματος, ότι δηλαδή σαν Ρώσος δεν αξίζει να ζει κανείς. Το συμπέρασμα αυτό είναι βασισμένο στη φρενολογία και την κρανιολογία και συνοψίζεται στο ότι οι Ρώσοι είναι ράτσα ανθρώπων δεύτερης τάξης[6]. Το συμπέρασμα αυτό φανερώνει το αδιέξοδο της αθεϊστικής σκέψεως, αδιέξοδο που δημιουργείται από την έλλειψη ελπίδας, αγάπης και ανώτερων σκέψεων. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη διαπίστωση ότι οι τελευταίες σκέψεις πριν την αυτοκτονία είναι εντελώς μηδαμινές[7]. Τυχόν ανώτερες σκέψεις έστω και την τελευταία στιγμή, όπως θα δούμε σε άλλο έργο[8] θα τον απέτρεπαν από την αφαίρεση της ίδιας του της ζωής, να διαπράξει δηλαδή το φοβερότερο των αμαρτημάτων. Ωστόσο, ο Ντοστογιέφσκι δεν κρίνει σύμφωνα με το αγιογραφικό «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε»[9] ούτε έχει διάθεση σφετερισμού της κρίσεως, αποκλειστικού άλλωστε ιδιώματος του Θεού. Αντίθετα, γνωρίζει να λυπάται υπερβαίνοντας αγαπητικά τη δεοντολογία, κάτι που προϋποθέτει αναμφισβήτητα την προσωπική και έμπονη μετοχή στο πρόβλημα του πλησίονος αδελφού. Αυτή είναι η ορθόδοξη θεολογία, όπως βιώνεται στην εκκλησιαστική μας παράδοση και βιώθηκε αγωνιστικά από το συγγραφέα μας. Εδώ έγκειται και η μεγάλη προσφορά του στη θεολογία και την ποιμαντική, καθώς μας προσφέρει μια αυθεντικότερη θεώρηση του προβλήματος, πιο κοντά στην πατερική παράδοση αλλά και τα προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου.
β) Για λόγους τιμής και προσβληθείσας αξιοπρέπειας.
Σε άμεση συνέχεια της διήγησης για τον Κραφτ ακολουθεί η αναφορά στην Όλια, μια νεαρή κοπέλα, που τελικά οδηγείται και αυτή στην αυτοκτονία. Μπορούμε να πούμε ότι είναι πάλι αυτοκτονία για μια ιδέα, για μια ανώτερη ιδέα μάλιστα, η οποία όμως θα μείνει μόνο όνειρο για την ηρωίδα μας. Πρόκειται για την άρνηση συμβιβασμού με διεφθαρμένες κοινωνικές καταστάσεις και έναν αδιάλλακτο αγνό ιδεαλισμό, που θα την οδηγήσουν στην τρέλα και, ύστερα, στην αφαίρεση της ίδιας της ζωής της. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος, με τον οποίο προσεγγίζει και αναλύει ο Ντοστογιέφσκι την εν λόγω πράξη. Εμείς θα επικεντρώσουμε, κυρίως, το ενδιαφέρον μας στην αγάπη και τη συμπάθεια του τόσο προς την Όλια όσο και προς τη μητέρα της, για να εκμαιεύσουμε την ιδανικότερη ποιμαντική μεθοδολογία για το συγκεκριμένο πρόβλημα. Ας δούμε όμως την ιστορία από την αρχή.
Ο Βάσιν, ο οποίος πριν λίγο διαλεγόταν με τον έφηβο για το φίλο τους τον Κραφτ, του ανακοινώνει τώρα, τρεις η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, ότι η Όλια κρεμάστηκε μέσα στο δωμάτιο της, στο διπλανό διαμέρισμα. Η άμεση αντίδραση του εφήβου είναι πραγματικά συγκινητική, όταν ομολογεί ότι «είναι αδύνατο να σας περιγράψω πόσο βαθιά πόνεσε η ψυχή μου»[10]. Εδώ ο έφηβος κλαίει μετά κλαιόντων[11] συμμετέχοντας κυρίως στον πόνο της μάνας, πόνο τον οποίο περιγράφει αποφατικά ως εξής: «ποτέ μου δεν είδα πόνο πιο σκληρό και πιο βαθύ από κείνης της δυστυχισμένης»[12]. Με αφορμή αυτή την αναφορά εγείρεται αβίαστα το ερώτημα με ποιά ποιμαντική μέθοδο μπορεί η Εκκλησία να παρηγορήσει αυτόν τον πόνο και να συμπαρασταθεί σε κάθε μάνα, που χάνει το παιδί της με τέτοιο τρόπο. Δίδεται λοιπόν η ευκαιρία να θέσουμε και εμείς το ερώτημα για την εκκλησιαστική ή μη ταφή των αυτόχειρων. Στα πλαίσια βέβαια αυτής της εργασίας δεν μπορούμε να τοποθετηθούμε, απλώς να διαμαρτυρηθούμε για την αυστηρότητα και απολυτότητα, με την οποία ερμηνεύονται οι καθ' όλα σεβαστές σχετικές συνοδικές αποφάσεις[13].
Ας επανέλθουμε όμως στην Όλια, για να διερευνήσουμε τις αιτίες, που την οδήγησαν στη μοιραία πράξη. Η Όλια ασυμβίβαστη, υπερήφανη, φιλότιμη, με ανώτερες σκέψεις, ονειρεύεται για το μέλλον με το ζήλο καθενός νέου ιδεολόγου μέχρι να αρχίσουν οι απογοητεύσεις. Ο θάνατος του πατέρα στην αρχή και η άρνηση του εμπόρου να τους αποδώσει το χρέος στη συνέχεια, προκαλούν δίκαια την αγανάκτησή της. Όταν αποφασίζει να πάει η ίδια στον έμπορο να απαιτήσει το χρέος έρχεται αντιμέτωπη με έναν διεστραμένο άνθρωπο, που την προσβάλλει και θέλει να την ατιμάσει[14]. Υπερήφανη καταφέρνει να ξεφύγει και δημοσιεύει αγγελία για μαθήματα, τραγική αφετηρία της μετέπειτα καταστροφής της. Γιατί, όταν την καλούν σε ένα σπίτι να παραδώσει μαθήματα, πηγαίνει και ξαφνικά βρίσκεται μέσα σε έναν οίκο ανοχής, όπου ορμούν πάνω της διάφορες γυναίκες και δεν την άφηναν να φύγει με κανένα τρόπο[15]. Από κείνη τη στιγμή, όπως μαρτυρεί η μάνα της, θόλωσε η όψη της μέχρι το τέλος[16]. Τελευταία αχτίδα στο σκοτάδι της απελπισίας της ήταν η ανωτερότητα του Βερσίλοβ, ο οποίος θέλησε να τη βοηθήσει. Μετά όμως την προσβολή, που δέχτηκε σ'εκείνο το παλιόσπιτο θόλωσε το λογικό της κι η ψυχή της[17] και θεώρησε τη διάθεση του για βοήθεια ως πρόσχημα, για να την εκμεταλλευτεί.
Οι διαδοχικές αυτές απογοητεύσεις οδηγούν αυτή την τίμια και ανυπεράσπιστη κοπέλα στη μανία, την τρέλα. Πρόκειται λοιπόν για μια τυπική, ψυχιατρικά τουλάχιστον, περίπτωση αυτοκτονίας, που εγείρει όμως πολλά θεολογικά και ποιμαντικά ερωτήματα. Η Εκκλησία έχει εντάξει στο αγιολόγιό της γυναίκες, που αυτοκτόνησαν για να μην ατιμαστούν, όπως οι αγίες Δομνίνα, Βερίνη, Προσδόκη και Πελαγία. Θα τολμούσαμε να πούμε ότι και η περίπτωση της Όλιας ομοιάζει πολύ με το βίο αυτών των γυναικών, σε μια διαφορετική βέβαια εποχή, εφόσον αγωνίζεται με ανδρεία να κρατήσει την τιμή και την αγνότητά της παρά την απελπιστική φτώχεια που ταλαιπωρεί αυτή και τη μητέρα της. Ο Ντοστογιέφσκι δεν αναφέρεται βέβαια σε θρησκευτικά αισθήματα άμεσα μα είναι η χριστιανική ελπίδα που λείπει σε αυτή, όπως και στην προηγούμενη, περίπτωση αυτοκτονίας που είδαμε. Η πρώτη περίπτωση μολονότι είχε περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα, ενώ η δεύτερη κοινωνικό, και στις δύο όμως βαθύτερη αιτία είναι η έλλειψη αναστάσιμης προοπτικής και ελπίδας στο Θεό.[18] Συμπερασματικά, επιβάλλεται να τονίσουμε την αναγκαία διάκριση κάθε φορά που αντιμετωπίζουμε μια περίπτωση αυτοκτονίας και την ιδιαίτερη προσοχή, που χρειάζεται να επιδεικνύουμε αν θελήσουμε να εκφέρουμε άποψη. Στον έφηβο συναντάμε ακριβώς αυτή τη διάκριση, η οποία χαρακτηρίζεται από τον βαθύ πόνο και τη σιωπηλή συμπαράσταση. Η συμμετοχή στον πόνο της μάνας ή των οικείων είναι λοιπόν η αποτελεσματικότερη συμπαράσταση στη δοκιμασία τους και σαφώς όχι οι επικήδειοι λόγοι ή ρητορίες.
γ) Τύψεις.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει μία ακόμα περίπτωση αυτοκτονίας στον Έφηβο ενός στρατιώτη και κυρίως οι σκέψεις που ακολουθούν. Παρουσιάζεται λοιπόν ο συγκεκριμένος στρατιώτης, ο οποίος τέλειωσε τη θητεία του, το έριξε στο πιοτό και τελικά λήστεψε κάποιον. Στο δικαστήριο, που έγινε τα ομολόγησε όλα με κλάματα και μετάνοια και τελικά αθωώθηκε. Τον ίδιο ωστόσο τον κυρίεψε μελαγχολία και την πέμπτη μέρα πήγε και κρεμάστηκε.[19] Μετά τη συνοπτική παρουσίαση του γεγονότος αξίζει να εμβαθύνουμε στα σχόλια πρώτα του Μακάρ Ιβάνοβιτς και έπειτα του συγγραφέα.
Ο Μακάρ Ιβάνοβιτς αρκείται λοιπόν στην αποφθεγματική καταδίκη του νέου με τα λόγια «Να τί θα πει να ζει κανείς με την αμαρτία στην ψυχή». Πραγματικά, είναι τόσο εύκολο να σχολιάζεις και να κατακρίνεις τις πράξεις των άλλων αποδιώχνοντας παράλληλα τη δική σου άμεση ή έμμεση ευθύνη. Ο Ντοστογέφσκη, όμως, δεν ακολουθεί τούτη την εύκολη λύση αλλά για μια ακόμα φορά προσεγγίζει, με υπευθυνότητα και θεολογική συνέπεια συνάμα, την πράξη της αυτοκτονίας. Λέει λοιπόν ότι «η αυτοκτονία είναι η πιο μεγάλη αμαρτία μα κριτής της είναι μονάχα ο Κύριος, γιατί μονάχα εκείνος τα ξέρει όλα, το κάθε όριο και το κάθε μέτρο»[20]. Και συνεχίζει τονίζοντας την δική μας ευθύνη: «εμείς όμως πρέπει εξάπαντος να προσευχόμαστε για έναν τέτοιον αμαρτωλό. Κάθε φορά, όταν μαθαίνεις μια τέτοια αμαρτία, να παρακαλείς με κατάνυξη στην προσευχή σου την ώρα που θα πας να πλαγιάσεις, γι’ αυτόν τον αμαρτωλό ή και μονάχα ένα στεναγμό γι’ αυτόν στείλε στο Θεό κι ας μην τον γνώριζες τον άνθρωπο καθόλου. Η προσευχή ενός ζωντανού ανθρώπου που ζητά χάρη για έναν καταδικασμένο πραγματικά φτάνει ίσαμε το Θεό»[21].
Η παραπάνω μεστή θεολογικών νοημάτων και αληθειών τοποθέτηση περιέχει οπωσδήποτε πρακτικές εφαρμογές ιδιαίτερα χρήσιμες για την ποιμαντική αντιμετώπιση περιπτώσεων αυτοχειρίας. Η αναγνώριση ότι μοναδικός και τελικός κριτής της πράξεως είναι ο Κύριος και, επίσης, ο τονισμός της σπουδαιότητας της προσευχής των ζώντων εκπληρώνει ένα διπλό σκοπό. Πρώτα, την παρηγοριά των πενθούντων συγγενών και φίλων, καθώς δεν αποκλείει την αναστάσιμη ελπίδα και, δεύτερο, να θέσει το πρόβλημα σε μια βάση εκκλησιολογική. Η στρατευομένη εκκλησία, της οποίας μέλος ήταν ο αυτόχειρας, οφείλει να προσεύχεται με κατάνυξη και πόνο για τον πλησίονα αδελφό, ο οποίος διέπραξε το φοβερό όντως αυτό αμάρτημα, και σε καμιά περίπτωση να μην τον καταδικάζει. Εδώ πάλι εγείρεται ασφαλώς το ερώτημα για την εκκλησιαστική ή μη ταφή, αλλά το θέμα μας δεν επιτρέπει μια εκτενέστερη αναφορά στο θέμα[22]. Εμείς οφείλουμε απλώς να τονίσουμε την ανάγκη έγκαιρης πρόληψης, την ανάγκη ενημέρωσης και, φυσικά, καλύτερης γνώσης του θέματος σε όλες του τις διαστάσεις από τους ποιμένες και από τον κάθε χριστιανό.
δ) Φόβος.
Η περίπτωση, που πρόκειται αμέσως τώρα να μας απασχολήσει, είναι συγκινητική και συνάμα πολύ παράξενη. Ένα παιδάκι υιοθετημένο από έναν έμπορο, ο οποίος προηγουμένως είχε διώξει από το σπίτι τη χήρα μάνα του και τα ορφανά αδελφάκια του, για κάποιο ανεξόφλητο χρέος, μια μέρα, καθώς έπαιζε, έσπασε μια λάμπα, η οποία ήταν βεριτάμπλ πορσελάνη από τη Σαξονία. Ο Μαξίμ Ιβάνοβιτς, ο οποίος βασάνιζε το παιδάκι για να το κάνει άνθρωπο, έβαλε τις φωνές, αυτό τό' βαλε στα πόδια και τράβηξε ίσα κατά τον ποταμό. Έτρεχε, το είδαν πολλοί να χτυπάει τα χέρια του κι ύστερα να σταματάει άναυδο στην όχθη. Εκεί συνάντησε ένα κοριτσάκι με έναν πανέμορφο σκατζόχοιρο σε ένα κουτί και το παρακάλεσε να του τον χαρίσει. Μα νά σου ο Μαξίμ Ιβάνοβιτς πάνω του, το παιδί έμπηξε μια στριγκλιά και σφίγγοντας τις δυο μικρές του γροθιές πάνω στο στήθος και με τα μάτια στον ουρανό, όρμησε και ρίχτηκε μέσα στον ποταμό. Με την ολοκλήρωση της διήγησης προσθέτει ο συγγραφέας και τις πρώτες αυθόρμητες σκέψεις. «Ένα τόσο μικρό παιδάκι ν’ αποζητάει το θάνατό του! Τέτοιο αμάρτημα! Και τί μπορεί η μικρή αυτή ψυχούλα στον άλλο κόσμο να πει στο Θεό!»[23].
Τα ερωτήματα αυτά είναι εύλογα, ας αφήσουμε όμως να απαντηθούν πρώτα με τη συνέχεια της διήγησης και μετά να προσθέσουμε και τη δική μας θεώρηση. Ο έμπορος μετά την αναπάντεχη αυτή εξέλιξη, βλέπει καθημερινά το παιδάκι στον ύπνο του, νιώθει τύψεις και παραγγέλνει από τον δάσκαλο του παιδιού να του ζωγραφίσει έναν πίνακα με την εικόνα της αυτοκτονίας. Στο τέλος της περιγραφής του τονίζει: «Και ν’ανοίξεις πάνωθέ του από την απέναντι μεριά τον ουρανό, πάνω απ’ την εκκλησιά κι οι άγγελοι, μέσα στο ουράνιο φως, νά' ρχονται για να το προϋπαντήσουν». Ο δάσκαλος σκανδαλίζεται και λέει ότι δεν μπορεί να το ζωγραφίσει έτσι, γιατί αυτή η αμαρτία, η αυτοκτονία, είναι η πιο μεγάλη απ’ όλες τις αμαρτίες. Πώς λοιπόν μπορούν οι άγγελοι να το υποδεχτούν ύστερα από τέτοιο αμάρτημα! Άλλωστε ήταν πια οχτώ χρονώ και όσο νά' ναι κάποια ευθύνη πρέπει νά' χει. Τελικά προτείνει να μην ανοίξουν τα ουράνια κι ούτε αγγέλους να ζωγραφίσουν. Να αφήσουν μονάχα απ’ τον ουρανό σαν σε προϋπάντηση του μια ολόφωτη αχτίδα.[24]
Αυτός ο διάλογος παρουσιάζει συνοπτικά δύο διαφορετικές τοποθετήσεις πάνω στο θέμα[25]. Ωστόσο, αυτό που θέλουμε εμείς να επισημάνουμε είναι η ανάγκη της εξατομικευμένης αντιμετώπισης καθεμιάς περίπτωσης χωριστά, ανάλογα με τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις και τις απρόβλεπτες συγκυρίες, που ενδέχεται να οδήγησαν το εκάστοτε συγκεκριμένο πρόσωπο στην αυτοκτονία. Το ότι ένας γενικός κανόνας δεν έχει καθολική εφαρμογή γίνεται αντιληπτό με την αντίδραση του δασκάλου και την απορία του, πώς είναι δυνατό να υποδεχτούν άγγελοι στον ουρανό το οκτάχρονο παιδάκι, που όρμησε στο ποτάμι ν’αυτοκτονήσει. Αναμφίβολα θα δεχόταν με μεγάλη ευκολία να ζωγραφίσει δαίμονες με την ασφάλεια που του παρέχει η λογικά και θεολογικά βεβαίως κατοχυρωμένη αντίληψη περί αιώνιας καταδίκης των αυτοκτονούντων. Ο Ντοστογέφσκη, όμως, προκαλεί σκόπιμα με το σίγουρα ασυνήθιστο αυτό γεγονός, για να αναθέσει για μια ακόμα φορά την κρίση, όπως είδαμε και παραπάνω, στον Κύριο, γιατί μονάχα Εκείνος γνωρίζει το κάθε όριο και το κάθε μέτρο. Τέλος, κρίνεται αναγκαίο να επισημάνουμε ότι ο εκ των υστέρων στοχασμός πάνω στο πρόβλημά μας είναι κάτι πολύ ασφαλές. Το δύσκολο μα απαραίτητο είναι η έγκαιρη συνειδητοποίηση του προβλήματος και η προληπτική θεραπεία του. Αυτό θα το δούμε αναλυτικά στη συνέχεια σε περιπτώσεις, η αιτία των οποίων είναι κυρίως η ψυχασθένεια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
Ο ΗΛΙΘΙΟΣ
α) Κατάθλιψη
Στο έργο του Ντοστογέφσκη «Ηλίθιος» αυτό που ελκύει εξ αρχής την προσοχή μας είναι η ψυχογραφική ανάλυση των χαρακτήρων, η οποία προϋποθέτει ολοφάνερα τη βαθιά γνώση του ψυχικού κόσμου των ηρώων του. Οπωσδήποτε καταλυτική επίδραση προς τούτη την κατεύθυνση άσκησε η εμπειρία του ως εξόριστου στα κάτεργα της Σιβηρίας και η συναναστροφή εκεί με ένα ασφαλώς ετερόκλητο σύνολο συνεξορίστων. Από εκεί αντλεί άλλωστε την έμπνευση των περισσότερων έργων του. Από εκεί, επίσης, φαίνεται να αντλεί και τη διήγηση, με την οποία θα ασχοληθούμε αμέσως τώρα.
Αναφέρεται σε έναν άνθρωπο, που έκανε δώδεκα χρόνια στη φυλακή. Ήταν, λέει, ένας από τους αρρώστους του καθηγητή του (εννοεί του πρίγκηπα Μίσκιν, πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος) κι έκανε θεραπεία. Τον έπιαναν κρίσεις, ώρες ώρες ήταν ανήσυχος, έκλαιγε και μια φορά μάλιστα δοκίμασε ν’ αυτοκτονήσει. Η ζωή του στη φυλακή ήταν πολύ θλιβερή, όλες κι όλες οι γνωριμίες του εκεί ήταν μια αράχνη κι ένα δεντράκι, που μεγάλωσε κάτω απ’το παράθυρό του[26].
Η παραπάνω περίπτωση είναι πολύ κοντά στα σημερινά δικά μας δεδομένα, καθώς πρόκειται για μια τυπική ψυχιατρικά περίπτωση αυτοκτονίας, που ξεκινά από τη μελαγχολία, εξελίσσεται σε κατάθλιψη και τελειώνει στην αυτοκτονία. Η περιγραφή της μοναξιάς επισημαίνει από τη μία το αδιέξοδο, στο οποίο οδηγεί η έλλειψη επικοινωνίας, και από την άλλη την οντολογική φύση της ανάγκης συναντήσεως άλλων προσώπων. Όλα αυτά με την απαραίτητη διευκρίνιση ότι η εκούσια επιλογή της μοναξιάς, στον ερημιτισμό για παράδειγμα, είναι εντελώς άλλο πράγμα. Στην περίπτωση, που εξετάζουμε, βέβαια, υπάρχει και ένα ψυχιατρικό ιατρικό ιστορικό και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό.
Ο Ντοστογέφσκη αναγνωρίζει την ανάγκη ιατρικής υποστήριξης και αυτό φαίνεται από το τελικό αποτέλεσμα, καθώς αυτός ο άνθρωπος τελικά δεν αυτοκτόνησε. Έτσι και στη σύγχρονη ποιμαντική πράξη οφείλει ο ποιμένας να διακρίνει τα αίτια του προβλήματος, αν είναι καθαρά πνευματικά ή αν είναι κάποια ψυχασθένεια. Οι σύγχρονες βέβαια αντιλήψεις περί ολιστικής ιατρικής υποστηρίζουν ότι δεν μπορούν να αυτονομηθούν αυτά τα δύο[27]. Στην πρακτική, ωστόσο, αντιμετώπιση μιας περίπτωσης ανθρώπου, ο οποίος είναι λίγα βήματα πριν την αυτοκτονία είναι σίγουρα προτιμότερο η θεωρία να επιβεβαιώσει τις υποθέσεις της σε λιγότερο επικίνδυνες καταστάσεις και να εμπιστευτούμε την επιστημονική βοήθεια.
β) Ιδεολογική.
Ο Ιππόλυτος, ένας νέος φυματικός,ετοιμοθάνατος, είναι η επόμενη περίπτωση αυτοκτονίας, που συναντάμε στον «Ηλίθιο» και θα σταθούμε λίγο περισσότερο, καθώς πρόκειται για μια αυτοκτονία ιδεολογική, κάτι πολύ διαδεδομένο στη Ρωσία στα τέλη του περασμένου αιώνα. Ας αφήσουμε όμως να μιλήσει ο ίδιος ο Ιππόλυτος, σε ένα υπερήφανο ξέσπασμα, παραπονούμενος για την αδικία που γίνεται σε βάρος του, δηλαδή τη φυματίωση σαν θανατική καταδίκη. «Ήθελα να δράσω, είχα το δικαίωμα…ω, τί πολλά που λαχταρούσα! Τώρα δε θέλω να θέλω τίποτα πια, ας ψάξουν, ας γυρέψουν και χωρίς εμένα την αλήθεια! Ω, καλά που πεθαίνω! Μπορεί νά' λεγα και γω κανένα φρικτό ψέμα, εκεί θα με καταντούσε η φύση! Ήθελα να ζήσω για την ευτυχία όλων των ανθρώπων… και μήτε μια ιδέα δεν τα κατάφερα να διαδώσω! Το ξέρετε τάχα πως αν δεν έμπαινε στη μέση αυτή η φυματίωση θα αυτοκτονούσα!»[28].
Την αυτοκτονία για τη διάδοση μιας ιδέας ατομικής ή μιας επαναστατικής οργανώσεως τη συναντάμε και αλλού στον Ντοστογέφσκη[29]. Ο Ιππόλυτος στηρίζει την εφαρμογή της απόφασής του να αυτοκτονήσει στη θεωρία της τελευταίας του πεποίθησης[30], ωστόσο λέει ότι δεν είχε την αποφασιστικότητα να δώσει τη λύση και εννοεί να αυτοκτονήσει. Προκύπτει επομένως ένας νέος αξιοσημείωτος ανασταλτικός παράγοντας αυτοκτονίας, που είναι ο φόβος. Και ο φόβος όμως τελικά συνέβαλε στην τελειωτική του απόφαση ως έμπρακτη αποστροφή αυτού του φόβου, τον οποίο ορίζει σαν μια αόριστη σκοτεινή δύναμη. Προσπαθεί μάλιστα να κοροϊδέψει τον φόβο με έναν ιδιότυπο αυτοσαρκασμό «αποφάσισα να πεθάνω στο Παυλόβσκ, την ώρα που θ’ανατέλλει ο ήλιος, κατεβαίνοντας στο πάρκο, για να μην ανησυχήσω κανέναν στη βίλα».
Χωρίς την παραπάνω εκτενή αναφορά μας δε θα γινόταν κατανοητό το νόημα της εξήγησης που δίνει ο ίδιος για την αυτοκτονία του. «Δε δέχομαι να με κρίνει κανείς και ξέρω πως τώρα είμαι έξω από κάθε δικαστική εξουσία. Μα αν δεν παραδέχομαι κανέναν κριτή, ξέρω ωστόσο πως θα με κρίνουν όταν δεν θα μπορώ πια ν’ακούω ούτε να μιλάω. Βέβαια αν βρισκόμουνα στην άνθιση της υγείας μου κι έκανα μια απόπειρα να αυτοκτονήσω τη στιγμή που η ζωή μου θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη στον πλησίον μου και τα λοιπά τότε η ηθική θα μπορούσε να με κατηγορήσει από ρουτίνα γιατί διέθεσα τη ζωή μου χωρίς να ρωτήσω κανένα. Ποιά ηθική έχει ανάγκη εκτός από τη ζωή σας και τον τελευταίο σας ρόγχο, που μ’ αυτόν θα παραδώσετε και το τελευταίο μόριο της ζωής σας ακούγοντας τις παρηγοριές του πρίγκηπα, που θα φτάσει το δίχως άλλο με τις χριστιανικότατες αποδείξεις του στο ευτυχές συμπέρασμα πως ουσιαστικά είναι πολύ καλύτερο να πεθάνετε; (Κάτι χριστιανοί σαν κι αυτόν φτάνουν πάντοτε σ’αυτό το συμπέρασμα: είναι η αγαπημένη τους αδυναμία)[31]».
Η ιδιαίτερα καυστική εξήγηση του νέου είναι αναμφίβολα μια διακήρυξη δικαιωμάτων των αυτοκτονούντων, εάν μπορεί να σταθεί κάτι τέτοιο, περιέχει όμως παράλληλα αλήθειες ιδιαίτερα χρήσιμες για την ποιμαντική. Πρώτα, το ότι δεν δέχεται να τον κρίνει κανείς είναι κάτι, που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Και προχωράει ακόμα περισσότερο κρίνοντας αυτός τώρα μια ηθική, που αρέσκεται από ρουτίνα να κρίνει συστηματικά τις ανθρώπινες πράξεις, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις του κάθε προσώπου χωριστά. Επίσης, θίγει το θέμα της παρακλήσεως των ετοιμοθανάτων, όπου εντελώς αδιάκριτα προσπαθεί κάποιος να αποδείξει με χριστιανικότατα επιχειρήματα ότι είναι καλύτερο να πεθάνουν. Το χαρακτηρίζει μάλιστα σαν αγαπημένη αδυναμία των χριστιανών.
Τα συμπεράσματα, που προκύπτουν και ενδιαφέρουν την εργασία μας συνοψίζονται στην κορυφαία ανάγκη διάκρισης απέναντι σε κάθε ασθενή ψυχικά ή σωματικά ή και τα δύο. Ακόμη, η αναγκαιότητα ειλικρινούς διαθέσεως και υπεύθυνης τοποθετήσεως απέναντί τους χωρίς υποκρισία και εσχατολογικές υποσχέσεις, προπάντων όταν ο ασθενής δεν είναι έτοιμος να τις δεχθεί. Υπάρχει μάλιστα μεγάλη πιθανότητα να έχουν αντίθετο αποτέλεσμα, όπως βλέπουμε και στη συνέχεια της ιστορίας. Ο Ιππόλυτος, μολονότι έχει ακούσει τη χριστιανική διδασκαλία σε θεωρητικό επίπεδο, βλέποντας όμως ότι η φύση του δίνει πρακτικά τρεις εβδομάδες προθεσμία ζωής, σκέπτεται ότι η αυτοκτονία είναι το μόνο έργο, που μπορεί να προλάβει να αρχίσει και να τελειώσει με δική του θέληση[32].
Τελειώνοντας την αναφορά μας στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι απαραίτητο να δούμε μια τελευταία εξήγηση, που δίνει ο ίδιος ο συγγραφέας για την αυτοκτονία. Μας λέει, λοιπόν, ότι υπάρχει στις ακρότατες περιπτώσεις ένα σημείο τελευταίας κυνικής ειλικρίνειας, οπόταν ένας νευρικός άνθρωπος, ερεθισμένος και εκτός εαυτού, δε φοβάται πια τίποτα κι είναι έτοιμος για κάθε σκάνδαλο, χαίρεται μάλιστα δημιουργώντας το. Τα βάζει με τους ανθρώπους έχοντας τον αόριστο μα σταθερό σκοπό την άλλη κιόλας στιγμή να πέσει απ’το καμπαναριό και να δώσει έτσι μονομιάς μιαν εξήγηση σε όλες τις απορίες[33]. Είναι περιττό να προσθέσουμε δικά μας σχόλια στην παραπάνω εξήγηση, να επισημάνουμε μόνο τον τονισμό της ευθύνης του κοινωνικού περιγύρου για την τραγική απόληξη σε μια αυτοκτονία. Η πρόκληση κοινωνικού σκανδάλου από τον αυτόχειρα θέλει να δείξει την ευθύνη όλων, όσοι μετά την αυτοκτονία ασχολούνται με την ευθύνη του αυτόχειρα, με την αμαρτία του, με τον λόγο που θα δώσει στο Θεό και εθελοτυφλούν όσον αφορά την δική τους ενδεχομένως συνδρομή, συνειδητή ή όχι, προς τούτο το αποτέλεσμα.
γ) Κατάχρηση δημόσιου χρήματος.
Με έναν κυνικό τουλάχιστον τρόπο η Ναστάσια Φιλίποβνα αναγγέλει στον Ευγένιο Παύλοβιτς την αυτοκτονία ενός θείου του. Όπως φαίνεται και από τον τίτλο της παραγράφου μας, είχε ως αιτία της, φαινομενικά τουλάχιστον, την κατάχρηση χρημάτων του δημοσίου. Τις πραγματικές και βαθύτερες αιτίες, που οδηγούν έναν άνθρωπο σε τούτη την έσχατη διέξοδο από τα προβλήματά του, γνωρίζει ασφαλώς μόνο ο Θεός και ο ίδιος ο αυτόχειρας. Ο πλάγιος λόγος, που χρησιμοποιεί ο Ντοστογέφσκη στη διήγησή του δείχνει ακριβώς πως ούτε αυτός συμμερίζεται τα κοινωνικά σχόλια, που ακολουθούν το γεγονός. Αντιθέτως, φανερώνει την αγανάκτησή του.
Την αναγγελία της είδησης ακολουθεί η πληροφορία ότι «η μισή πολιτεία τό' χει μάθει»[34] και ότι τώρα διίστανται οι απόψεις σχετικά με το αν έχει καταχραστεί τριακόσιες πενήντα ή πεντακόσιες χιλιάδες. Βλέπουμε λοιπόν ξεκάθαρα την επικέντρωση του ενδιαφέροντος σε στοιχεία, τα οποία στο κάτω κάτω δεν ενδιαφέρουν άμεσα κανέναν, και παράλληλα την αδιαφορία για την ουσία του γεγονότος. Με την αυτοκτονία αυτή χάθηκε μια ανθρώπινη ζωή ή κατ’επέκτασιν ένα μέλος της εκκλησίας, και το καθήκον, που απορρέει για κάθε πιστό είναι να μετάσχει στο γεγονός και να προσευχηθεί για τον αδελφό. Το ακριβώς αντίθετο πράττει στη διήγηση μας η Ναστάσια Φιλίποβνα, η οποία ομολογεί την διάψευση ιδιοτελών προσδοκιών της: «και ’γώ που υπολόγιζα πάντα πως θα σ΄ άφηνε και καμιά κληρονομιά από πάνω! Όλα τα ξεκοκάλισε…».
Βλέπουμε λοιπόν ότι ο Ντοστογέφσκη, θεολογεί άλλοτε ευθέως, ωστόσο πάντα μέσα από τα λόγια των ηρώων του, σαλών, αθέων ή μετανιωμένων αμαρτωλών, και άλλοτε με έμμεσο αποφατικό τρόπο τονίζοντας τί δεν είναι γνήσιο, τί δεν είναι ορθόδοξο. Στην περίπτωση, που εξετάζουμε, επιλέγει το δεύτερο τρόπο, για να μας πει ποιά στάση είναι θεολογικά και ποιμαντικά απαράδεκτη στις περιπτώσεις αυτοκτονιών. Η στάση αυτή μπορεί να περιγραφεί πολύ συνοπτικά με την έλλειψη διάκρισης, τη διάδοση κοινωνικών σχολίων, το σφετερισμό του θεϊκού ιδιώματος της κρίσεως και, οπωσδήποτε την τελεσίδικη καταδίκη. Αντιθέτως, χρειάζεται διάκριση, αγαπητική διάθεση, έμπονη συμμετοχή στον πόνο του ίδιου του αυτόχειρα και των οικείων του και κυρίως προσευχή για την σωτηρία του. Ας θυμηθούμε πάλι αυτό που λέει αλλού ο Ντοστογέφσκη ότι η προσευχή ενός ζωντανού ανθρώπου που ζητά χάρη για έναν καταδικασμένο πραγματικά φτάνει ίσαμε το Θεό[35].
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ
α) Νεότατη αρχή της γενικής καταστροφής.
Στους «δαιμονισμένους» του Ντοστογέφσκη υπάρχει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα όσο και πρωτότυπη ερμηνεία του ιδεολογικού αθεϊσμού, καθώς αυτός ασυνεπής με τη διδασκαλία του ανάγεται τελικά στη λατρεία ενός άλλου Θεού, του ιδίου του αθεϊστή ή σε άλλες περιπτώσεις του διαβόλου. Ακόμα πιο ενδιαφέρουσα είναι η ερμηνεία της αυτοκτονίας ως μιας πράξεως, που έχει ως στόχο να αποδείξει τη θεϊκότητα αυτού, που αυτοκτονεί. Για να γίνουν, όμως, πιο κατανοητά όσα λέμε θα διερευνήσουμε τις συγκεκριμένες αναφορές στο θέμα μας, όπως τις προσεγγίζει θεολογικά και ποιμαντικά ο συγγραφέας και, παράλληλα, όπως τις ερμηνεύουμε εμείς με βάση τη δική μας σύγχρονη εμπειρία. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται φανερό πόσο επίκαιρος είναι ο προβληματισμός του, μολονότι το θέμα, που θα δούμε αμέσως τώρα ήταν μία συγκεκριμένη ιστορική έκφραση της προεπαναστατικής ριζοσπαστικής ιδεολογίας στη Ρωσία, στα τέλη του προπερασμένου αιώνα.
Ο Κυρίλοβ, ένας νεαρός μηχανικός, γράφει ένα άρθρο για τις αιτίες των αυτοκτονιών, που πληθύνανε στη Ρωσία, και γενικά για τις αιτίες που πολλαπλασιάζουν ή περιορίζουν τη διάδοση της αυτοκτονίας στην κοινωνία. Στο άρθρο του αρνείται την ηθική διάσταση του ζητήματος και αναφέρεται στη γενική αρχή της γενικής καταστροφής εν ονόματι του καλού τελικού σκοπού[36]. Όπως μάλιστα λέει ο ίδιος, ψάχνει τις αιτίες για ποιό λόγο οι άνθρωποι δεν τολμούν να σκοτώσουν τον εαυτό τους. Τελικά, καταλήγει ότι δυο προλήψεις είναι, που τους συγκρατούν και στην δική του ερμηνεία αυτών των προλήψεων θεμελιώνει την αθεϊστική ιδεολογία του[37]. H πρώτη πρόληψη μικρότερης κατ’ αυτόν σημασίας είναι ο πόνος και πάλι υπάρχουν δύο διαφορετικές περιπτώσεις. Εκείνοι που αυτοκτονούν από μεγάλη θλίψη ή από κακία ή από τρέλα και αυτοί, όπως λέει, ξεμπερδεύουν μεμιάς. Επίσης, υπάρχουν και εκείνοι, που αυτοκτονούν ύστερα από σκέψη και αυτοί το συλλογίζονται πολύ[38]. Η δεύτερη πρόληψη, η μεγάλη, είναι ο άλλος κόσμος και εδώ εννοεί την μετά θάνατον ζωή. Τούτο το συμπέρασμα το στηρίζει στο επιχείρημα ότι ο άνθρωπος αγαπάει τη ζωή, γιατί αγαπάει τον πόνο (αυτής της ζωής) και τον φόβο (της άλλης ζωής). Όποιος νικήσει τον πόνο και τον φόβο θα γίνει ο ίδιος Θεός! Και ολοκληρώνει το συλλογισμό του ότι κείνος ο άλλος Θεός δεν θα υπάρχει πια, γιατί όποιος ζητά την υπέρτατη ελευθερία, αυτός πρέπει να έχει την τόλμη να σκοτώσει τον εαυτό του και έτσι γίνεται ο ίδιος Θεός. Επομένως, ο καθένας μπορεί να κάνει να μην υπάρχει Θεός και να μην υπάρχει τίποτα[39].
Πριν προχωρήσουμε στην εξέλιξη της διήγησης και την ολοκλήρωση της σκέψεως του νεαρού μηχανικού, θα σταθούμε λίγο στις δύο προλήψεις, όπως τις ονομάζει ο ίδιος, τους δύο ανασταλτικούς παράγοντες, που εμποδίζουν κάποιον από την αυτοκτονία. Όταν αναφέρεται στον πόνο εννοεί μάλλον τον σωματικό πόνο την ώρα, που κάποιος σκοτώνει τον εαυτό του, γι’αυτό λέει ότι ξεμπερδεύουν μεμιάς όσοι αυτοκτονούν από μεγάλη θλίψη ή τρέλα, καθώς είναι απόφαση εκείνης της στιγμής. Σε αυτό το σημείο, οφείλουμε και εμείς να συμπληρώσουμε ότι εξ επόψεως ποιμαντικής σε τέτοιες περιπτώσεις χρειάζεται περισσότερη επιείκεια, καθώς είναι μία πράξη είτε ασυνείδητη είτε έξω από τη λογική. Για αυτούς τους λόγους, όμως είναι και δυσκολότερο να προβλεφθεί και να προληφθεί. Μπορούμε να παραθέσουμε και συγκεκριμένο σύγχρονο περιστατικό νέου, ο οποίος εξομολογήθηκε με συντριβή και δύο μέρες αργότερα σε στιγμή παραλογισμού αυτοκτόνησε. Όσον αφορά εκείνους, που το συλλογίζονται και αυτοκτονούν ύστερα από σκέψη σίγουρα πρόκειται για μία πράξη περισσότερο υπεύθυνη και η εκκλησία για παιδαγωγικούς λόγους χρειάζεται να τηρήσει μια πιο αυστηρή στάση. Επιπλέον, όταν αυτός που σκέπτεται να αυτοκτονήσει το κοινοποιήσει σε κάποιον είναι καθήκον του ποιμένα, εφόσον αυτός ενημερωθεί, να αναλάβει πρωτοβουλία εγκαίρως, ώστε να βοηθήσει ανάλογα με την περίπτωση αυτόν που έχει την όντως φοβερή αυτή σκέψη. Στις ημέρες μας άλλωστε δεν σπανίζουν στους ανθρώπους ψυχολογικά προβλήματα, τα οποία εάν καλλιεργηθούν οδηγούν συχνά σε σκέψεις αυτοκτονίας.
Σχετικά με τη δεύτερη «πρόληψη», τον φόβο της άλλης ζωής, είναι φανερό ότι πρόκειται για ένα προσχεδιασμένο και ιδεολογικό επιχείρημα, το οποίο αυτοεξυψώνοντας τον αυτόχειρα στη θέση του Θεού έχει ως στόχο να χρησιμοποιήσει όσους δεχτούν αυτή τη θεωρία για πολιτικές σκοπιμότητες! Κάτι παρόμοιο βλέπουμε στις μέρες μας στον ισλαμικό φονταμενταλισμό, όπου στο όνομα της τζιχάντ πολλοί πιστοί οδηγούνται οικειοθελώς (αν και χωράν πολλές αμφιβολίες σε αυτό το θέμα) στην αυτοκτονία. Η διαφορά είναι ότι στην πρώτη περίπτωση υπάρχει η έμπνευση από μία αθεϊστική ιδεολογία ενώ στη δεύτερη η εκπλήρωση ιερού καθήκοντος για την πίστη. Το κοινό είναι ότι και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι εκμεταλλεύονται εκ του ασφαλούς αυτές τις ιδεολογίες. Για να επανέλθουμε, όμως, στην αθεϊστική ιδεολογία, η οποία ονομάζεται αλλιώς και νεότατη αρχή της γενικής καταστροφής[40], καλεί τους ανθρώπους να αυτοκτονήσουν, για να γίνουν Θεοί. Ενώ εμείς συνειρμικά θυμόμαστε τις θελκτικές προτάσεις του διαβόλου στους πρωτόπλαστους, να γίνουν Θεοί από μόνοι τους, που είχαν ως αποτέλεσμα το προπατορικό αμάρτημα[41].
Ας έλθουμε τώρα στη συνέχεια της ιστορίας. Ο ίδιος ο Κυρίλοβ συνεπής στην ιδεολογία του έχει αποφασίσει να αυτοκτονήσει, ανήκει ωστόσο σε αυτούς, που το συλλογίζονται, όπως φαίνεται στο διάλογο του με τον Νικολάι Βσεβολόντοβιτς. Στην αρχή του δείχνει δύο πολύ ακριβά πιστόλια και ένα ρεβόλβερ, που αγόρασε παρά τη μεγάλη φτώχεια του για τούτο το σκοπό. Στην κυνική ερώτηση του δεύτερου «πότε λοιπόν;» απαντάει ότι δεν εξαρτάται από αυτόν αλλά περιμένει πότε θα τον προστάξουν. Ο Νικολάι Βσεβολόντοβιτς ομολογεί και αυτός ότι πολλές φορές το έβαλε στο νου του να αυτοκτονήσει με τη σκέψη ότι «μια σφαίρα στον κρόταφο και δεν υπάρχει τίποτα[42]». Η σκέψη αυτή ήταν η ολοκλήρωση ενός προηγούμενου συλλογισμού του, αν δηλαδή έκανε κανείς ένα έγκλημα ή, το κυριότερο, κάτι που φέρνει ντροπή, κάτι αισχρό, μα πολύ αισχρό και γελοίο, τόσο, που να το θυμούνται οι άνθρωποι χίλια χρόνια και μετά αυτοκτονεί και σβήνουν όλα. Η σκέψη αυτή μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητή, καθώς συμβαίνει και σήμερα ένας άνθρωπος να διαπράξει κάποιο φοβερό έγκλημα και μετά να αυτοκτονήσει και ο ίδιος. Τις περισσότερες φορές πρόκειται για προαποφασισμένη αυτοκτονία και την έμπρακτη κορύφωση ενός φοβερού εγωισμού. Ο Ντοστογέφσκη δεν σχολιάζει περισσότερο αυτή τη σκέψη, και με αυτή την επιλογή θέλει να δείξει την αποστροφή του.
Κρίνουμε αναγκαίο στο σημείο αυτό να κάνουμε μια παρέκβαση και να παραθέσουμε αυτούσιο έναν διάλογο των δύο ηρώων, καθώς παρουσιάζει ιδιαίτερο θεολογικό ενδιαφέρον. Ο Νικολάι Βσεβολόντοβιτς ρωτάει τον Κυρίλοβ:
- Αγαπάτε τα παιδιά;
- Τ’ αγαπάω.
- Ώστε λοιπόν αγαπάτε και τη ζωή;
- Ναι αγαπάω και τη ζωή.Γιατί;
- Αφού αποφασίσατε ν’ αυτοκτονήσετε…
- Ε, και; Η ζωή χωριστά και κείνο χωριστά. Ζωή υπάρχει μα θάνατος δεν υπάρχει καθόλου.
- Αρχίσατε να πιστεύετε στη μέλλουσα αιώνια ζωή;
- Όχι, όχι στη μέλλουσα αιώνια μα στην εδώ αιώνια. Υπάρχουν στιγμές κι ο χρόνος ξάφνου σταματάει και θα είναι αιώνια… Ο χρόνος δεν είναι αντικείμενο μα ιδέα. Θα σβήσει στο μυαλό.
- Πανάρχαιοι φιλοσοφικοί τόποι, οι ίδιοι πάντα απ’ την αρχή των αιώνων.
- Ο άνθρωπος είναι δυστυχισμένος επειδή δεν ξέρει πως είναι ευτυχισμένος. Όποιος το μάθει θα γίνει τώρα αμέσως ευτυχισμένος. Αυτοί δεν είναι καλοί, γιατί δεν ξέρουν πως είναι καλοί. Κείνος που θα τους μάθει πως είναι όλοι καλοί κείνος θα τελειώσει τον κόσμο.
- Οι άνθρωποι σταυρώσανε αυτόν που το δίδασκε.
- Θα’ ρθεί και το όνομά του θα είναι ανθρωποθεός.
- Θεάνθρωπος;
- Ανθρωποθεός, εδώ είναι η διαφορά.
Στο τέλος του διαλόγου με έναν ευφυέστατο τρόπο ο Ντοστογέφσκη αναστρέφει τον συλλογισμό του Κυρίλοβ περί ευτυχίας και καλωσύνης και του απαντά ότι δεν πιστεύει στο Θεό, επειδή δεν ξέρει ακόμα ότι τον πιστεύει, γιατί αν μάθαινε πως πιστεύει, θα πίστευε[43].
Από τον παραπάνω διάλογο διαπιστώνουμε ότι ο Κυρίλοβ θεμελιώνει την ιδεολογία του στον αθεϊσμό όχι βέβαια με την απόλυτη έννοια, καθώς αναφέρεται στην έλευση ενός ανθρωποθεού. Όπως θα δούμε παρακάτω, ως ανθρωποθεό εννοεί αυτόν, που έχει το θάρρος να σκοτώσει τον εαυτό του, αυτόν που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου[44]. Είναι, ωστόσο, αξιοσημείωτο ότι την προσωπική του απόφαση να αυτοκτονήσει τη συνδυάζει παράλληλα με την προσφορά του στην οργάνωση (πρόκειται για μια σοσιαλιστική επαναστατική οργάνωση), ώστε αναλαμβάνοντας αυτός την ευθύνη κάποιου εγκλήματος να παραπλανήσουν τη δικαιοσύνη και να μην υποπτευθούν τους πραγματικούς ενόχους. Αυτό τελικά συμβαίνει με τη δολοφονία του Σάτοβ και αφού προηγουμένως ο εγκέφαλος της οργάνωσης του υπαγόρεψε το σημείωμα της αυτοκτονίας. Έστω όμως και την τελευταία στιγμή ο Κυρίλοβ στο διάλογο του με τον εν λόγω πολιτικό απατεώνα και δολοπλόκο, όπως τον ονομάζει[45], τον Πέτρο Στεπάνοβιτς, διακηρύττει την ιδεολογία του, για την οποία ευχαρίστως αυτοκτονεί και όχι γιατί του το επιβάλλει η οργάνωση. Τέλος, για να έχουμε μία σφαιρική θεώρηση της αθεϊστικής ιδεολογίας του θα την παρουσιάσουμε συνοπτικά, όπως την αναλύει ο ίδιος τις τελευταίες ώρες πριν αυτοκτονήσει.
Στην αυτοκτονία τον οδηγεί η πάλη μέσα του δυο ιδεών. Η πρώτη ότι ο Θεός είναι απαραίτητος και για αυτό πρέπει να υπάρχει. Η δεύτερη ότι αυτός γνωρίζει πως Θεός δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει. Άρα, αν δεν υπάρχει Θεός, αυτός ο ίδιος είναι Θεός[46], είναι δική του ολόκληρη η εξουσία και είναι υποχρεωμένος να δηλώσει το αυτεξούσιο, το χαρακτηριστικό γνώρισμα της θεϊκότητας του στο πιο πλήρες σημείο του, που είναι να σκοτώσει μόνος του τον εαυτό του. Έτσι θα δείξει την ανυπακοή και την καινούρια τρομερή του ελευθερία. Θεωρεί υποχρέωση του να δηλώσει την απιστία του, την υψηλότερη ιδέα του. Λέει μάλιστα ότι η παγκόσμια ανθρώπινη ιστορία ως τα τώρα συνηγορεί και επιβεβαιώνει τούτη την ιδέα, καθώς οι άνθρωποι εφευρίσκουν το Θεό, για να μπορούν να ζουν χωρίς να σκοτώνουν τον εαυτό τους. Και κορυφώνει τη σκέψη του με την απορία πώς μπορούσαν μέχρι τώρα οι αθεϊστές να ξέρουν πως δεν υπάρχει Θεός και να μην αυτοκτονούν την ίδια στιγμή[47]. Αυτή η τελευταία σκέψη είναι ένας πανέξυπνος υπαινιγμός του συγγραφέα, για να καταδείξει την ασυνέπεια θεωρίας και πράξεως στον ιδεολογικό αθεϊσμό. Τελικά, όταν ζητάει να του υπαγορέψουν το σημείωμα αυτοκτονίας λέει ότι θέλει από πάνω του ένα μούτρο με τη γλώσσα βγαλμένη έξω, κάτι που επιβεβαιώνει ασφαλώς και τη δαιμονική συνέργεια σε μια τέτοια απόφαση. Αντί δικών μας συμπερασμάτων θα αναφερθούμε στον φόβο του Πέτρου Στεπάνοβιτς ότι ο Κυρίλοβ δε θα αυτοκτονήσει τελικά, γιατί η γουρουνιά του είναι ότι πιστεύει στο Θεό περισσότερο κι απ’ τους παπάδες[48].
β) Γλέντησε τετρακόσα ρούβλια.
Στη δεύτερη περίπτωση, που θα μας απασχολήσει, θα επιμείνουμε στην αίσθηση και τον κοινωνικό αντίκτυπο μιας ακόμα αυτοκτονίας, αυτό άλλωστε θέλει να τονίσει και ο Ντοστογέφσκη. Με μια ειρωνική διάθεση περιγράφει την εκκεντρική εκδρομή μιας μεγάλης παρέας προς τον Σεμιόν Γιακόβλεβιτς, τον μακάριο, που πρόλεγε τα μελλούμενα. Ελπίδα και σκοπός τους ήταν να διασκεδάσουν. Μπροστά λοιπόν στο ξενοδοχείο της πολιτείας άκουσαν την είδηση για έναν περαστικό, που αυτοκτόνησε. Τους ήρθε αμέσως η ιδέα να δουν τον αυτόχειρα και η ιδέα άρεσε σε όλους, συν τοις άλλοις οι κυρίες δεν είχαν δει ως τα τότε αυτόχειρες. Μάλιστα, μία από αυτές ομολόγησε ότι όλα καταντήσανε τόσο βαρετά, που δεν υπάρχει λόγος να πολυδιαλέγουνε τις διασκεδάσεις, φτάνει μονάχα νά' ναι ενδιαφέρουσες[49]. Προφητικός και εξαιρετικά επίκαιρος ο συγγραφέας αναρωτιόμαστε τί θα έλεγε άραγε στη σύγχρονη τεχνοκρατική κοινωνία του θεάματος και της δημοσιογραφικής αναισχυντίας, όπου η ανθρώπινη δυστυχία στις πιο φρικιαστικές της μορφές, γίνεται πηγή κέρδους στο βωμό της τηλεθέασης.
Στη συνέχεια περιγράφει με έναν πολύ τρυφερό τρόπο τον αυτόχειρα, ένα αγόρι το πολύ δεκαεννιά χρονώ, πολύ όμορφο, με σγουρά ξανθά μαλλιά, με κανονικό οβάλ πρόσωπο, με καθαρό και υπέροχο μέτωπο. Στο τραπέζι είχε αφήσει ένα σημείωμα, όπου έλεγε ότι αυτοκτόνησε, γιατί γλέντησε τετρακόσα ρούβλια. Τον νέο τον είχε στείλει η οικογένεια του, η χήρα μητέρα του, οι αδερφές του και οι θείες του από το χωριό στην πολιτεία για να αγοράσει διάφορα πράγματα για την προίκα της μεγάλης του αδελφής, που παντρευότανε και να τα πάει σπίτι. Ένα βράδυ λοιπόν μετά τη σπατάλη και των τελευταίων χρημάτων επέστρεψε μεθυσμένος στο ξενοδοχείο και κατά τα χαράματα αυτοκτόνησε. Σύμφωνα με τη διήγηση, όταν τον βρήκαν ήταν ήσυχος και ευγενικός, στο πρόσωπό του δεν είχε αποτυπωθεί καμιά επιθανάτια αγωνία και η έκφρασή του ήταν ήρεμη και σχεδόν ευτυχισμένη.
Η παρέα με τις κυρίες δράττεται της ευκαιρίας, να διασκεδάσει με το δικό της ιδιότυπο τρόπο. Λέει ο συγγραφέας ότι περιεργάζονταν τον αυτόχειρα με μια λαίμαργη περιέργεια, καθώς σε κάθε δυστυχία του πλησίονος υπάρχει πάντα κάτι, που δίνει χαρά στους άλλους. Αυτό αποδεικνύεται πέρα από τη στάση τους και από την σαρκαστική ερμηνεία του γεγονότος. Ένας έκανε την παρατήρηση πως αυτή ήταν η καλύτερη λύση και πως το αγόρι δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα πιο έξυπνο. Άλλος επιβράβευσε την γενναία πράξη του νέου βγάζοντας το συμπέρασμα ότι είναι καλύτερα να «ζήσεις» μια μέρα παρά να αργοπεθαίνεις σε όλη σου τη ζωή. Ο τελευταίος σχολιαστής εξέφρασε έναν προβληματισμό ρωτώντας ποιός ο λόγος που άρχισαν τώρα τελευταία να κρεμιούνται και να σκοτώνονται τόσο συχνά λες και ξεριζώθηκαν από το χώμα τους, αλλά εισέπραξε το επιτημιτικό βλέμμα όλων των παρευρισκομένων θεατών.
Εμείς ξεκινώντας από την αντίδραση των κυριών στον προβληματισμό αυτό, η οποία για την ποιμαντική αποτελεί ασφαλώς παράδειγμα προς αποφυγή, θα δούμε ποιά είναι η ορθή στάση θεολογικά και ποιμαντικά. Πάντως, ο Ντοστογέφσκη φαίνεται να λυπάται περισσότερο τις κοσμικές κυρίες παρά τον νέο, που αυτοκτόνησε. Προς αυτόν εκφράζει όλη τη συμπάθειά του και εμμέσως του βρίσκει και κάποια ελαφρυντικά, όπως για παράδειγμα ότι ήταν μεθυσμένος και ότι κατέβαινε για πρώτη φορά στην πολιτεία. Με άλλα λόγια σκέπτεται όπως θα σκέπτονταν οι οικείοι του νέου και σε καμιά περίπτωση δεν τον καταδικάζει. Αυτή η διακριτική στάση, η συμπάσχουσα και με αγαπητική διάθεση από τη μία, και απὀ την άλλη η θεολογικά θεμελιωμένη, δηλαδή η παρηγοριά των οικείων πενθούντων χωρίς βεβαίως ψευδείς επαγγελίες είναι η ενδεικνυόμενη σε αυτές τις περιπτώσεις. Πρώτα πρώτα, όμως, η υπευθυνότητα κάποιου, ο οποίος δε θα επιτρέψει γελοιότητες εκ μέρους τυχαίως ευρισκομένων είτε αυτές είναι πράξεις είτε εκφράσεις.
γ) Η σημασία της μετάνοιας.
Η τελευταία περίπτωση, που θα μας απασχολήσει από τους «Δαιμονισμένους», αφορά παράλληλα δύο πρόσωπα, τον Σταυρόγκιν και τη μικρή Ματριόσα. Τα γεγονότα μας γίνονται γνωστά μέσα από την εξομολόγηση του Σταυρόγκιν στον αρχιεπίσκοπο Τύχωνα, ο οποίος είχε αποσυρθεί σε ένα μοναστήρι. Ο Σταυρόγκιν ένας ακόλαστος άνθρωπος και ακατάδεκτος αριστοκράτης[50], σύμφωνα με τις σημειώσεις του συγγραφέα, καταδέχεται να διαβάσει τις εξομολογήσεις του στον Τύχωνα[51]. Αφορμή για αυτό στάθηκε η αυτοκτονία της μικρής Ματριόσας, την οποία αυτός είχε διαφθείρει. Δεν μας είναι γνωστές περισσότερες λεπτομέρειες, γιατί η δεύτερη σελίδα της εξομολόγησης λογοκρίθηκε και δεν εκδόθηκε ποτέ. Ξέρουμε, ωστόσο, ότι η μικρή αρρώστησε βαριά, την κυρίεψε μελαγχολία, ενώ στο στερνό της παραλήρημα πριν αυτοκτονήσει έλεγε συνεχώς «σκότωσα τον Θεό»[52].
Το γεγονός αυτό συγκλόνισε τον Σταυρόγκιν, και από τότε τον κυρίεψε ένας φόβος. Αναφερόμενος σε τούτο τον φόβο ομολογεί στην εξομολόγησή του: «Το κυριότερο ήταν που φοβόμουνα και είχα πλήρη συνείδηση του φόβου μου. Η έντονη συνείδηση του φόβου μου ήταν για μένα ταπεινωτική. Αν μπορούσα θά' δινα ένα τέλος στη ζωή μου, ένιωθα όμως τον εαυτό μου ανάξιο να πεθάνει. Ωστόσο, αν δεν αυτοκτόνησα, δεν ήταν αυτή η αιτία, μα πάλι γιατί φοβόμουνα. Οι άνθρωποι αυτοκτονούν από φόβο, όμως από φόβο επίσης μένουν ζωντανοί». Με αφόρμηση από αυτή την τελευταία σκέψη, την οποία με διάφορες παραλλαγές είδαμε και παραπάνω σε περιπτώσεις ιδεολογικής αυτοκτονίας, μπορούμε να επισημάνουμε ότι αυτός ο διπλός φόβος, δηλαδή της ζωής και του θανάτου παράλληλα, είναι αναμφισβήτητα το αποτέλεσμα μιας ζωής χωρίς νόημα. Είναι το επόμενο βήμα της συνειδητοποιήσεως της αμαρτίας και τότε δυο λύσεις υπάρχουν. Η μετάνοια και η αυτοκτονία. Ο Τύχων προσπαθεί να σώσει τον πρίγκηπα υποδείχνοντας του την πρώτη λύση με πολύ αγάπη και διάθεση να τον συγχωρήσει. Η μικρή Ματριόσα, της οποίας η ευθύνη είναι ασφαλώς ελάχιστη σε σχέση με του Σταυρόγκιν, οδηγείται τελικά στην αυτοκτονία. Η συντριβή της και ο πόνος της είναι σίγουρα πιο ειλικρινής και κορυφώνεται τραγικά στην φράση «σκότωσα τον Θεό». Ο υπερτονισμός της ενοχής και οι τύψεις μας οδηγούν στη σκέψη ότι πρόκειται για μια απογοήτευση δαιμονική, για να σπρώξει το κοριτσάκι στην αυτοκτονία, καθώς αμαρτία ασυγχώρητη δεν υπάρχει και η μετάνοια είναι έννοια οπωσδήποτε σημαντικότερη από την αμαρτία. Είναι χαρακτηριστικό ότι η πρώτη υπόθεση ενός ασκητικού βιβλίου της εκκλησίας μας, του Ευεργετινού, έχει ως θέμα και τίτλο «ὅτι οὐ δεῖ ἀπογνῶναι τινὰ ἑαυτόν ποτε, κἄν πολλά ἥμαρτεν, ἀλλὰ διὰ μετανοίας ἐλπίσαι την σωτηρίαν»[53].
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να συνοψίσουμε τα συμπεράσματα, που μπορούν να αξιοποιηθούν πρακτικά στην ποιμαντική σε ανάλογες περιπτώσεις. Το πρώτο, και κυριότερο, το οποίο είναι και γενικό συμπέρασμα από τη μελέτη όλων των έργων του Ντοστογέφσκη, είναι η σημασία της μετάνοιας. Η μετάνοια έχει τη δύναμη να εισάγει αυθημερόν τον ληστή στον παράδεισο και αυτή η αισιόδοξη προοπτική είναι αναγκαίο να τονίζεται σε κάθε έναν απεγνωσμένο διά τον βίον αδελφό. Η μετάνοια μπορεί να γίνει αρχή για να ανακαινιστεί η ζωή του ανθρώπου, ώστε να χαρεί πραγματικά αυτή τη ζωή εκπληρώνοντας τον λόγο και τον σκοπό της υπάρξεως του. Και όχι μόνο αυτό, αλλά «ἵνα καὶ περισσόν ἔχει»[54], δηλαδή να επιστρέψει και να ζήσει αιωνίως στην πρωτινή του πατρίδα, από την οποία αυτοεξορίστηκε. Ο Σταυρόγκιν πιστός στην ιδεολογία του δεν μπορεί να πιστέψει στην μετάνοια και τελικά αυτοκτονεί, επιλέγοντας αυτεξουσίως τον αιώνιο θάνατο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΑΡΑΜΑΖΟΒ
α) Από ρομαντισμό.
Προσεγγίζοντας θεματολογικά την αυτοκτονία στην εργογραφία του Φιόντορ Ντοστογέφσκη μας περιμένουν πολλές εκπλήξεις. Αυτό συμβαίνει και με το πρώτο γεγονός, που θα μας απασχολήσει από τους «Αδελφούς Καραμάζοβ». Πρόκειται για μια ιστορία πολύ παράξενη, με ηρωίδα μια κοπέλα της περασμένης «ρομαντικής» γενιάς[55]. Η κοπέλα αυτή ύστερα από μερικά χρόνια αμφιβόλου έρωτα με έναν κύριο πέθανε, γιατί σκαρφίστηκε μονάχη της αξεπέραστα εμπόδια και μια θυελώδικη νύχτα ρίχτηκε από έναν ψηλό όχτο, πού έμοιαζε με γκρεμό σ’ένα αρκετά βαθύ και ορμητικό ποτάμι και χάθηκε στα νερά του μόνο και μόνο από δικό της καπρίτσιο, για να μοιάσει με την Οφηλία του Σαίξπηρ. Και συνεχίζει ο συγγραφέας με μια διάθεση ελαφρώς ειρωνική, ότι κατά τη γνώμη του αν αυτός ο γκρεμός, που τον είχε από πολύν καιρό στο μάτι της και της είχε αρέσει δεν ήταν τόσο γραφικός, εκείνη η αυτοκτονία δεν θα γινόταν ποτέ.
Τα σημεία, που θέλουμε να επιμείνουμε εμείς είναι δύο, η ερωτική απογοήτευση και η καλλιέργεια των λογισμών, που μπορεί να φτάσει σε σοβαρά ψυχοπαθολογικά προβλήματα ή ακόμα και στην έσχατη έκφρασή τους με την αυτοκτονία. Όσον αφορά το πρώτο σημείο, η επίκληση αισθηματικών λόγων, ερωτικών αντιζηλιών ή απογοητεύσεων ύστερα από χωρισμούς είναι πολλές φορές η εξήγηση μιας αυτοκτονίας[56]. Είναι ένα θέμα, που απασχολεί πολύ συχνά τους πνευματικούς και ο χειρισμός του είναι ιδιαίτερα δύσκολος, γιατί η θέση του πνευματικού είναι πολύ λεπτή και πολύ υπεύθυνη, για αυτό προϋποθέτει εμπειρία, διάκριση και γεγυμνασμένα πνευματικά αισθητήρια. Επίσης, η εξατομικευμένη ποιμαντική είναι ασφαλώς η ενδεικνυόμενη, καθώς οι προϋποθέσεις αλλά και η δεκτικότητα καθενός προσώπου διαφέρουν και ανάλογα με αυτά ο πνευματικός χρειάζεται να τηρήσει την ανάλογη στάση. Σε άλλες περιπτώσεις υπερτερεί το μίσος και η εκδικητική διάθεση, ενώ σε άλλες οι ενοχές. Το δεύτερο φαίνεται να συνέβη και στην περίπτωση, που εξετάζουμε, με την κοπέλα, που σκαρφίστηκε μονάχη της αξεπέραστα εμπόδια.
Περνάμε, με αυτόν τον τρόπο, στο δεύτερο σημείο, που θέλουμε να τονίσουμε και είναι η καλλιέργεια των λογισμών. Η νηπτική παράδοση της εκκλησίας μας συμβουλεύει να μην πιάνουμε καν κουβέντα με τους λογισμούς αλλά να τους διώχνουμε αμέσως. Αν τα ψυχολογικά προβλήματα στην κοινωνία σήμερα τείνουν να γίνουν μάστιγα, αυτή ίσως να είναι η κυριότερη αιτία. Υπάρχουν λογισμοί πολλές φορές χωρίς βάση και κανένα αντίκρυσμα στην πραγματικότητα, ωστόσο αν δοθεί σε αυτούς υπερβολική σημασία, τελικά γίνονται βίωμα σε αυτόν που τους καλλιεργεί. Γίνονται μία τυραννία αβάσταχτη, για αυτό η εξαγόρευση των λογισμών στον πνευματικό είναι απαραίτητη, καθώς ο εξομολογούμενος εκτός από πνευματική βοήθεια έχει πολλές φορές ανάγκη και από ψυχολογική υποστήριξη. Χωρίς να αυτονομούνται βεβαίως οι δύο περιοχές οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι η δεύτερη βοήθεια σε ορισμένες περιπτώσεις έχει προτεραιότητα για τον πολύ απλό λόγο ότι διαφορετικά κινδυνεύει και η σωματική ακεραιότητα του ανθρώπου. Εμείς δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε αν ένας πνευματικός πρέπει να έχει και κάποιες γνώσεις ψυχολογίας ή ψυχιατρικής, ωστόσο είναι αδικαιολόγητο να τις αποκλείει. Σε μία ψυχασθένεια είναι αναντίρρητα αναγκαίο να υπάρχει συνεργασία της ποιμαντικής με την ψυχιατρική, παρ΄ εκτός αν αναφερθούμε στο χαρισματικό επίπεδο ασκήσεως της ποιμαντικής.
β) Ενθουσιασμός για μια καλή πράξη.
Ακολουθεί ακόμα μία περίπτωση εξίσου παράξενη, την οποία παραθέτουμε αν και δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα μας συγκεκριμένα. Ο Ντιμίτρι Φιοντόροβιτς κάνει μια γενναιόδωρη πράξη δίνοντας πέντε χιλιάδες ρούβλια στην Κατερίνα Ιβανόβνα, για να γλιτώσει ο αξιωματικός πατέρας της από τη φυλακή. Αργότερα εξομολογείται στον μικρό αδελφό του, τον Αλιόσα, ότι μόλις έφυγε αυτή, τράβηξε το σπαθί του και ήθελε να σφαχτεί και λέει ότι θα το έκανε από ενθουσιασμό[57]. Η αυτοκτονία δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να είναι εκδήλωση χαράς τουλάχιστον σε φυσιολογικές καταστάσεις. Επειδή όμως η ιστορία επιδέχεται πολλές ερμηνείες και εκδοχές, οπωσδήποτε υποκειμενικές, και επειδή ούτε ο συγγραφέας επιμένει περισσότερο στο γεγονός ούτε εμείς θα το αναλύσουμε εκτενέστερα.
γ) Αυτοκτονία ή μετάνοια.
Η ιστορία αυτή προέρχεται από τον βίο του εις Θεόν αποδημήσαντος ιερομονάχου Στάρετς Ζωσιμά. Το κεκρυμμένο νόημά της έχει, αναμφίβολα, πολύ σημαντικές θεολογικές και ποιμαντικές προεκτάσεις και τούτο θα γίνει ευθύς φανερό μέσα από τη διήγηση του ιδίου, του Στάρετς Ζωσιμά. Μιλάει για έναν άνθρωπο, ο οποίος ζούσε από καιρό στην πολιτεία, είχε σημαντική θέση, όλοι τον εκτιμούσαν, ήταν πολύ πλούσιος, γνωστός για τη φιλανθρωπία του έκανε μεγάλες δωρεές στο γηροκομείο και το ορφανοτροφείο και έκανε και κρυφά ευεργεσίες[58]. Μια μέρα λοιπόν ομολογεί σε αυτόν ότι πριν δεκατέσσερα χρόνια είχε σκοτώσει μια πλούσια κυρία από ερωτική αντιζηλία[59]. Στην αρχή τυφλωμένος από το πάθος δεν βασανίστηκε καθόλου από τύψεις και ρίχτηκε με μεγάλη ενεργητικότητα στη δουλειά και τη φιλανθρωπία. Μα τέλος έπεσε σε βασανιστική και ανυπόφορη συλλογή. Μετά το γάμο του άρχισαν οι τύψεις. Οι τύψεις του ενυποστασιάζονταν σε μια απειλητική και ζοφερή οπτασία της σκοτωμένης και του αίματος, που ζητούσε εκδίκηση. Με τον καιρό το μαρτύριο του γινόταν μεγαλύτερο και άρχισε να σκέφτεται να αυτοκτονήσει[60].
Αντί για αυτό καρφώθηκε στην καρδιά του μια άλλη σκέψη. Ονειρευόταν να βγει μπροστά σε όλον τον κόσμο και να πει σε όλους ότι έχει σκοτώσει. Τέλος, πίστεψε με όλη του την καρδιά πως όταν ομολογήσει δημόσια το έγκλημα θα θεραπεύσει και θα γαληνέψει την ψυχή του για πάντα. Με αυτήν την αισιόδοξη προοπτική η ιστορία παίρνει μια δραματική τροπή. Πρόκειται για την πάλη μέσα στην ψυχή αυτού του ανθρώπου ανάμεσα σε αυτήν την αγγελική επιθυμία του από τη μία, και στα δαιμονικά εμπόδια από την άλλη, που συναντά μέχρι να πραγματοποιήσει την απόφασή του. Ας δούμε όμως καλύτερα τί λέγει ο ίδιος: «Ξέρω πως μόλις ομολογήσω θα κερδίσω τον Παράδεισο. Δεκατέσσερα χρόνια βρισκόμουν στην Κόλαση. Θέλω να τιμωρηθώ, θα δεχτώ τη δυστυχία και θ’ αρχίσω να ζω. Με το ψέμα να διαβείς όλον τον κόσμο μπορείς, μα να γυρίσεις πίσω δεν μπορείς. Τώρα όχι μονάχα τον πλησίον μου μα ούτε και τα παιδιά μου δεν τολμώ να αγαπήσω. Δεν είναι μες τη δύναμη, που βρίσκεται ο Θεός μα μέσα στην αλήθεια[61]».
Η καλή εσωτερική διάθεση αυτού του ανθρώπου τον βοηθά να ταπεινωθεί, να γνωρίσει τον εαυτό του και να αντιμετωπίσει την δαιμονική απόγνωση, με την μετάνοια. Αξίζει να μείνουμε λίγο εδώ και να επισημάνουμε τη θεολογική θεώρηση της μετάνοιας από τον συγγραφέα. Ο Ντοστογέφσκη συνδυάζει πάντα τη μετάνοια με την ομολογία της πράξεως με συντριβή και δημόσια, σαν μια πράξη συμφιλίωσης με τους ανθρώπους αλλά και ολόκληρη την κτίση[62]. Μετάνοια δεν είναι απλώς και μόνο η εξομολόγηση στον πνευματικό. Είναι ένα γεγονός οντολογικό, στο οποίο συμμετέχει ο άνθρωπος ακέραιος, ψυχικά και σωματικά, και αυτό το νόημα έχουν οι εδαφιαίες μετάνοιες, ένα παιδαγωγικό επιτίμιο που δίδει ορισμένες φορές ο πνευματικός στον εξομολογούμενο. Αυτό το νόημα έχει και η γονυκλισία της παραπάνω παραπομπής.
Αυτήν την μετάνοια, την γνήσια και ειλικρινή, επιλέγει και ο άνθρωπος της ιστορίας, που αναλύουμε. Διαλέγει τη μέρα των γενεθλίων του, και στο εορταστικό γεύμα, όπου παρευρίσκονταν όλοι οι επίσημοι αλλά και οι αρχές της πολιτείας, ομολογεί το έγκλημά του. «Αποβάλλω τον εαυτό μου από την κοινωνία των ανθρώπων σαν τέρας, που είμαι. Ο Θεός με επισκέφτηκε. Θέλω να υποστώ το μαρτύριο[63]». Μετά το γεγονός αυτό και το σκάνδαλο που αυτονοήτως προκάλεσε στην τόσο κοινωνικά ευαίσθητη ρωσική αριστοκρατία, ο άνθρωπος αυτός αρρώστησε βαριά. Θεώρησε μάλιστα την αρρώστια του ως μεγάλη ευλογία του Θεού και δεν έπαυε να τον δοξολογεί.
Κλείνοντας, θεωρούμε απαραίτητο να μεταφέρουμε τους τελευταίους λόγους, που απηύθυνε στον Στάρετς Ζωσιμά πριν την κοίμησή του. «Ο Θεός με λυπήθηκε και με φωνάζει κοντά του. Ξέρω πως πεθαίνω μα νιώθω χαρά και γαλήνη ύστερα από τόσα χρόνια. Ένιωσα μεμιάς στην ψυχή μου τον Παράδεισο μόλις έκανα αυτό, που έπρεπε. Τώρα πια τολμάω να αγαπάω τα παιδιά μου και να τα φιλώ. Τώρα προαισθάνομαι το Θεό, η καρδιά μου είναι χαρούμενη σα να βρίσκεται στον Παράδεισο. Ο Κύριος νίκησε τον διάβολο στην καρδιά μου[64]». Θα ήταν περιττό να προσθέσουμε ο,τιδήποτε δικό μας. Άλλωστε αυτή η τελευταία φράση συγκεφαλαιώνει με άριστο τρόπο το βαθύτερο θεολογικό νόημα της ιστορίας. Ο Χριστός δεν είναι ο τιμωρός και αυστηρός Θεός, που ζητά την ικανοποίηση της προσβληθείσης δικής Του δικαιοσύνης. Αντίθετα, είναι ο Θεός της αγάπης, που σαρκώθηκε για αυτόν ακριβώς τον λόγο, να χαρίσει τη σωτηρία στους αμαρτωλούς. Σε αυτούς βεβαίως, που μετανοούν έμπρακτα και ζητούν τη δική Του βοήθεια, έχοντας συναίσθηση των πεπερασμένων τους ορίων και της αδυναμίας τους. Τότε ο Κύριος συγχωρεί ευχαριστιακά στο Σώμα του τον αδελφό και νικά οριστικά τον διάβολο στην καρδιά του.
δ) Έλλειψη νοήματος της ζωής.
Η αναφορά του συγγραφέα στην επόμενη περίπτωση είναι πολύ σύντομη, ενδεικτική ωστόσο, του ομότιτλου θέματος και προβλήματος. Η μικρή Λίζα, ένα ιδιαίτερα κακομαθημένο κοριτσάκι, μεγαλωμένη στα αριστοκρατικά σαλόνια, χωρίς να της έχει λείψει απολύτως τίποτα, σκαρφίζεται μόνη της διάφορα προβλήματα, που θα είχαν ένα διαφορετικό ενδιαφέρον για τη ζωή της. Μια μέρα φωνάζει τον Αλιόσα, τον μικρό αδελφό της οικογένειας Καραμαζόβ, για να του εκμυστηρευτεί όλα αυτά. Του περιγράφει λοιπόν μια επιθυμία της, η οποία για την ηλικία της μας φαίνεται τουλάχιστον διεστραμένη δείχνει όμως καθαρά το μεγάλο αδιέξοδο μιας κοσμικής ζωής χωρίς Θεό. Θέλω, λέει, κάποιος να με βασανίσει, να με παντρευτεί, κι ύστερα να με κατατυραννήσει, να με απατήσει και να με εγκαταλείψει. Δε θέλω να είμαι ευτυχισμένη[65]! Θα σκοτωθώ, γιατί τα σιχαίνομαι όλα[66]!
Ο κατηγορηματικός προσδιορισμός «όλα» υποθέτουμε ότι αναφέρεται σε όλα όσα έχει ζήσει και έχει γνωρίσει η Lise στην εξωστρεφή ενασχόλησή της με τα κοινωνικά θέματα και στην κοινωνικότητά της, η οποία κινείται αποκλειστικά στην οριζόντια κατεύθυνση. Η έλλειψη νοήματος στη ζωή προέρχεται από την έλλειψη κοινωνίας με Αυτόν, που δίνει τη ζωή. Αν λείπει η κοινωνία με Αυτόν, λείπει η ελπίδα της Αναστάσεως, λείπει ο λόγος να είναι κάποιος αληθινά ευτυχισμένος και να αγωνίζεται και για την ευτυχία των άλλων. Οι κοσμικές διασκεδάσεις, μέσα στις οποίες ανατράφηκε ουσιαστικά η Λίζα, δίδουν μια ψευδαίσθηση ευτυχίας και καθησυχάζουν προσωρινά τον άνθρωπο από τις υπαρξιακές του ανησυχίες. Αλλά αυτό δεν φτάνει, γιατί ο άνθρωπος έχει πνευματικές ανάγκες ψυχοσωματικά αδιαχώριστες και είναι αναγκαίο να στραφεί και στον εσωτερικό του κόσμο, για να δει ότι η χαρά δεν είναι απλώς ένα ψυχολογικό συναίσθημα. Για να νιώσει κάποιος την αληθινή χαρά οφείλει να την αναζητήσει εκεί, που πραγματικά υπάρχει, δηλαδή στην καθημερινότητα και να συμβάλλει από την πλευρά του για να την ομορφαίνει και να την κάνει καλύτερη. Η Λίζα δεν φαίνεται πρόθυμη να αγωνιστεί προς τούτη την κατεύθυνση και σκέπτεται την εύκολη λύση, να παραιτηθεί από την προσωπική κοινωνική της ευθύνη και να σκοτωθεί.
Ο Ντοστογέφσκη δεν ολοκληρώνει την ιστορία και δεν γνωρίζουμε την εξέλιξη της. Αν άλλωστε τελείωνε κάθε ιστορία, κάθε έργο του θα έπρεπε να ολοκληρωθεί σε δεκάδες τόμους. Πετυχαίνει όμως άριστα το στόχο του να προβλημα-τίσει με αυτή τη σύντομη αλλά μεστή νοημάτων διήγηση. Μπορεί να πει πολλά κάποιος με αυτή την αφορμή για την αχαριστία, την πλεονεξία, την κοινωνική αδιαφορία, τις έννοιες της ευτυχίας και της δυστυχίας, τις παράλογες επιθυμίες των ανθρώπων. Εμείς θα μείνουμε στο συμπέρασμα που ενδιαφέρει άμεσα την εργασία μας ότι η έλλειψη νοήματος της ζωής μπορεί να έχει ως τραγική της απόληξη ακόμα και την αυτοκτονία. Η επιθυμία της μικρής Λίζας μας θυμίζει την κοσμική κυρία, που είπε πιο πάνω ότι δεν χρειάζεται πια να πολυδιαλέγουμε τις διασκεδάσεις, τόσο βαρετά που γίναν όλα, αρκεί να είναι ενδιαφέρουσες. Ενώ, όταν λέει ότι δεν θέλει πια να είναι ευτυχισμένη, εκδηλώνει ένα δικαιολογημένο παράπονο, εφόσον η ευτυχία στην οποία αναφέρεται και την οποία έχει γνωρίσει είναι ψευδαίσθηση ευτυχίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ΄
ΈΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ
Στο «Έγκλημα και Τιμωρία», ένα μυθιστόρημα ιδιαιτέρως δραματικό και εξίσου θεολογικό, συναντάμε μόνο μία περίπτωση σχετικά με το θέμα μας, που αφορά πάλι δύο πρόσωπα παράλληλα. Ἐναν δολοφόνο, τον Ρασκολνικόβ και μία πόρνη, την Σόνια. Για να κάνουμε όμως μια σύντομη εισαγωγή και να μεταφερθούμε στο κλίμα του έργου, θα αναφερθούμε στη συνάντηση των δύο παραπάνω προσώπων, που γίνεται με την αμοιβαία συγχώρηση, και την αληθινή αγάπη στην κορυφαία έκφρασή της, να ακολουθήσει η Σόνια τον Ρασκολνικόβ στην εξορία στη Σιβηρία οικειοθελώς. Την κορυφαία συνάντηση των δύο προσώπων πληροφορούμαστε μέσα από μία συνάντηση δύο επί ίσοις κορυφαίων λογοτεχνών, καθώς για το έργο αυτό διαλέξαμε την παπαδιαμαντική μετάφραση. Όταν ο Ρασκολνικόβ αποφασίζει να ομολογήσει το έγκλημά του στη Σόνια την επισκέπτεται στο σπίτι της και της ζητά να του διαβάσει την ευαγγελική περικοπή για την ανάσταση του Λαζάρου[67]. Η συνειδητοποίηση του θανάτου του με την αμαρτία, που διέπραξε, τον φέρνει στη θέση του φίλου του Χριστού Λαζάρου και γίνεται αφετηρία να πιστέψει και στη δική του Ανάσταση μέσα από την μετάνοια.
Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα μας, για να δούμε την δυστυχία και την απελπισία σαν αιτία αυτοκτονίας. Ο Ρασκολνικόβ δένει και ταυτίζει τη δική του δυστυχία με της Σόνιας και για να πάρει ο ίδιος δύναμη και κουράγιο στην ύστατη προσπάθεια να ζήσει, της εκφράζει ως εξής την απορία του: «Τὸ πιστεύω βέβαια ὅτι εἶσαι δυστυχής! Νὰ ζῇς εἰς τὸν βόρβορον τοῦτον, τὸν ὁποῖον βδελύττεσαι καὶ συγχρόνως νὰ γνωρίζῃς ὅτι αὑτὸ δὲν χρησιμεύει εἰς τίποτε καὶ ἡ θυσία σου δὲν θα σώσῃ κανένα! Ἀλλ’εἰπέ μοι τέλος πῶς μὲ τὴν ἀβρότητα τῆς ψυχῆς σου ἐγκαρτερεῖς εἰς τοιοῦτον αἶσχος; Μυριάκις προτιμότερον νὰ πέσῃς νὰ πνιγῇς καὶ νὰ τελειώνῃς διὰ μιᾶς!». Και αυτή, ωστόσο, πολλές φορές στην υπερβολή της απελπισίας της είχε σκεφτεί το ίδιο, να τελειώσει μια και καλή. Εκείνο, όμως, το οποίο μέχρι τώρα την εμπόδισε «νὰ πέσῃ εἰς τὴν διώρυγα νὰ πνιγῇ εἶναι ὁ φόβος τῆς ἀνεπανορθώτου ἁμαρτίας καὶ ἡ στοργὴ ἥν τρέφει πρὸς αὑτούς (εννοεί την οικογένειά της, τη χήρα μητέρα της και τις μικρές της αδελφές)[68]».
Προτού αναλύσουμε τόσο τη σκέψη της αυτοκτονίας όσο και το τὶ εμπόδισε τη Σόνια, θα δούμε τί ανάλογο συνέβη στον Ρασκολνικόβ και στη συνέχεια θα προσεγγίσουμε και τις δυο περιπτώσεις παράλληλα. Σε μια συνολία του τελευταίου με την αδελφή του Δούνια, λίγο πριν εξομολογηθεί δημόσια το έγκλημά του[69], της ομολογεί την έντονη εσωτερική του πάλη να ζήσει ή να αυτοκτονήσει. «Βλέπεις ἀδελφή μου ἤθελα νὰ λάβῳ ὁριστικήν ἀπόφασι καὶ πολλάκις ἐπλησίασα εἰς τὸν Νεῦαν. Ὁ σκοπός μου ἤταν νὰ τελειώνω ἀλλὰ δὲν ἡδυνήθην νὰ τὸ ἀποφασίσω. Ἤθελα νὰ πνιγῷ διὰ νὰ φύγῳ τὴν ἀτιμίαν αὑτήν. Ἀλλὰ καθ’ ἥν στιγμήν ἔμελλα νὰ ῥιφθῷ εἰς τὸ ὕδωρ εἶπα ὅτι δυνατὸς ἄνθρωπος δὲν πρέπει νὰ φοβῆται τὸ αἶσχος[70]». Το φως της μετάνοιας και στις δύο περιπτώσεις νικάει το σκοτάδι της αμαρτίας και της δαιμονικής απελπισίας. Ο ένας στηρίζεται στον άλλο και οι δύο στον Θεό και γλιτώνουν το φοβερό αμάρτημα.
Η επιλογή των προσώπων από τον συγγραφέα δεν είναι τυχαία. Ο δολοφόνος και η πόρνη είναι πρόσωπα, που αναμφισβήτητα θα σκανδαλίσουν τους συγχρόνους του γραμματείς και φαρισαίους υποκριτές. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο και επιλέγει αυτούς ως πρωταγωνιστές του έργου του, για να διακηρύξει την σημαντικότερη ισότητα όλων των ανθρώπων, που είναι η σωτηριολογική. Για άλλη μια φορά και μάλιστα με ιδιαίτερη έμφαση τονίζει ο Ντοστογέφσκη την σπουδαιότητα της μετάνοιας και τη δύναμή της να αλλάξει τη ζωή του ανθρώπου. Αυτή η προοπτική εμφανίζεται στο σκοτεινό αδιέξοδο της αυτοκτονίας και στο μεταίχμιο ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Ο φόβος της ανεπανόρθωτης αμαρτίας, η αγάπη στην οικογένεια και η ιδέα ότι ένας δυνατός άνθρωπος δεν πρέπει να φοβάται τη ντροπή είναι οι λόγοι, που τελικά εμποδίζουν από την αυτοκτονία τους δύο ήρωες. Επιλέγουν τη ζωή, την παλιγγενεσία, την μετάβαση από τον κόσμο της αμαρτίας στον κόσμο της μετάνοιας. Εισάκουσαν την Κυριακή εντολή «μετανοεῖτε, ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεῖα τῶν οὐρανῶν[71]» και σπεύδουν να προλάβουν, για να μη κλεισθούν έξω από τον νυμφώνα. Όλα αυτά βέβαια δεν είναι κάτι απλό ή εύκολο. Η μετάνοια απαιτεί ηρωισμό και πολύ καλή ψυχική διάθεση. Κυρίως και προπάντων είναι δώρο του Θεού, χωρίς τη βοήθεια του οποίου καμία ανθρώπινη πρωτοβουλία – προς τούτη την κατεύθυνση – δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ΄
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΕΝΟΣ ΓΕΛΟΙΟΥ
Το όνειρο ενός γελοίου, είναι μια σύνοψη της ανθρώπινης ιστορίας με τα δύο πρόσωπα, το πρόσωπο το στραμμένο στο φως και το πρόσωπο το στραμμένο στο σκοτάδι, το ημίφως, την έλλειψη φωτός, τη στέρηση της όντως ζωής[72]. Ο πρωταγωνιστής του έργου κάνει ένα ταξίδι στην πατρίδα του, την πατρίδα όλων μας, τον Παράδεισο και μας μεταφέρει την εμπειρία του από αυτό το ταξίδι. Αφορμή για το ταξίδι του στάθηκε ένα κοριτσάκι. Για να μην προτρέχουμε όμως ας δούμε την ιστορία από την αρχή.
Ένας άνθρωπος γελοίος, όπως ονομάζει και ο ίδιος τον εαυτό του, μηδενιστής, έχει πάρει την απόφαση να αυτοκτονήσει. Ένα βράδυ επιστρέφοντας στο σπίτι του διακρίνει ξαφνικά ένα αστεράκι στον ουρανό και στυλώνει εκεί το βλέμμα του. Αυτό το αστέρι, λέει, ξύπνησε μέσα μου μια ιδέα. Αποφάσισα να σκοτωθώ τούτη τη νύχτα. Εδώ και δυο μήνες το είχα σχεδιάσει και όσο κι αν ήμουν φτωχός είχα αγοράσει γι’ αυτό το σκοπό ένα υπέροχο περίστροφο, που το γέμισα την ίδια μέρα. Δυο μήνες κύλησαν αλλά μου ήταν αδιάφορα όλα σε τέτοιο σημείο, που τελικά ήθελα να περιμένω τη στιγμή, που αυτό θα μου φαινόταν λιγότερο αδιάφορο[73]. Και τότε καθώς αγνάντευα τον ουρανό, αυτό το κοριτσάκι με έπιασε απ’τον αγκώνα. Θα ήταν ως οχτώ χρονώ. Άρχισε απότομα να με τραβά απ’το μανίκι και να με φωνάζει. Γύρισα και την κοίταξα αλλά δεν της είπα λέξη και συνέχισα το δρόμο μου. Έτρεξε πίσω μου τραβώντας το μπράτσο μου, ένωσε τα χεράκια της και λιώνοντας στο κλάμα, λαχανιασμένη, συνέχισε να περπατά δίπλα μου χωρίς να μ’αφήνει. Τότε την έβρισα χτυπώντας κάτω το πόδι μου… Ήξερα με κάθε βεβαιότητα πως τούτη τη νύχτα θα σκοτωνόμουν και σίγουρα θα είχα σκοτωθεί αν δεν έμπαινε στη μέση αυτή η συνάντηση με το κοριτσάκι[74].
Η συνάντηση αυτή αναστατώνει την αδιαφορία του πρωταγωνιστή και γεννά μια αμφιβολία στην ιδεολογία του. Σκέπτεται ότι, αν είναι άνθρωπος, δεν είναι μηδενικό και, όσο δεν θα μεταβάλλεται σε μηδενικό, θα ζει, ενώ αν αυτοκτονήσει, θα γίνει ένα απόλυτο μηδενικό. Νιώθει λοιπόν να εξαρτιώνται η ζωή αλλά και ο κόσμος ολόκληρος από αυτόν. Ερώτημα στο ερώτημα πάντως απέφευγε την πιστολιά, με άλλα λόγια το κοριτσάκι τον είχε σώσει. Τότε τον παίρνει ο ύπνος και βλέπει ένα όνειρο, το οποίο στάθηκε για αυτόν, όπως λέει ο ίδιος, ο προάγγελος μιας νέας ζωής, απέραντης, αναγεννημένης και δυνατής. Ονειρεύεται ότι αυτοκτονεί και αμέσως βρίσκεται σε ένα απαίσιο σκοτάδι. Όταν τελικά βρίσκεται στον τάφο απευθύνεται με όλο του το είναι στον ρυθμιστή του παιχνιδιού με τα εξής προκλητικά λόγια. «Όποιος κι αν είσαι, αν παραδεχτώ ότι υπάρχεις, ε! λοιπόν άφησε να συμβεί αυτό εδώ. Αν μου επιβάλλεις αυτό το χλευασμό και αυτή την παράλογη επιβίωση από εκδίκηση για την ανόητη αυτοκτονία μου, ποτέ, όποιο βασανιστήριο και να μου επιβάλλεις, δεν θα εξισωθεί με τη σιωπηλή περιφρόνηση, που θα νιώθω, ακόμα κι αν το βασανιστήριο κρατήσει χιλιάδες χρόνια[75]!».
Μέσα στο σκοτάδι αυτό αρχίζει να φαίνεται το ημίφως. Πρόσμενα κάτι, συνεχίζει, γεμάτος από μια νοσταλγική οδύνη, που μου έσφιγγε την καρδιά. Και ξαφνικά ένα αίσθημα πολύ γνωστό κι ένα βαθύ ξύπνημα μνήμης με δόνησε ολόκληρο. Ξανάβλεπα τον ήλιο μας[76]! Από το σημείο αυτό ξεκινά το ταξίδι του, το γυρισμό του στην πατρίδα, από την οποία ξενιτεύτηκε και την οποία μας περιγράφει ως τη χώρα της αγάπης και της ευτυχίας. Αν και έχει πολύ ενδιαφέρον η συνέχεια της ιστορίας, πώς τελικά κατάφερε να διαφθείρει τους κατοίκους εκείνης της χώρας μαθαίνοντας τους το ψεύδος, για να μην ξεφύγουμε από το θέμα θα σταθούμε στα σημεία εκείνα, όπου διαφαίνεται η θεολογική και ποιμαντική προσέγγιση του θέματος από τον συγγραφέα.
Κατ’ αρχήν, ο μηδενισμός και η πλήρης αδιαφορία για όλα ως αιτία αυτοκτονίας. Πραγματικά είναι άξιο απορίας ποιό είναι το νόημα να ζει κάποιος αν έχει χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή. Και η ζωή χάνει το ενδιαφέρον της όταν λείπει από αυτήν η έννοια της αγάπης. Η αγάπη είναι το κοριτσάκι, που έπιασε από το μπράτσο τον ήρωα και τον γλίτωσε από την αυτοκτονία. Η αγάπη είναι η λέξη, με την οποία χτίζεται ο παράδεισος, είναι αυτό το οντολογικό συναίσθημα, που αναστατώνει ολόκληρο το είναι του ανθρώπου, για να νιώσει τη νοσταλγική οδύνη για την εξορία του από τον παράδεισο της αγιότητας στον μεταπτωτικό κόσμο της κακίας και της αδιαφορίας. Αρκεί, λέει ο Ντοστογέφσκη, μια και μόνο μέρα, μια και μόνο ώρα, για να επανορθωθούν όλα. Η ουσία είναι να αγαπάς τον πλησίον σου ως εαυτό σου[77], αρκεί όλοι να το θελήσουν και όλα θα επανορθωθούν. Αυτή η προσέγγιση του θέματος, η θεμελιωμένη θεολογικά στην πτώση των πρωτοπλάστων, πέρα από την πρωτοτυπία της, τονίζει ακριβώς ότι όσο απομακρύνεται κανείς από τη ζωή και από την πηγή της όντως ζωής τόσο πλησιάζει προς τον θάνατο, ψυχικό και σωματικό.
Τέλος, η διαλεκτική αντίθεση ανάμεσα στην πλήρη αδιαφορία και την αγάπη προς τον πλησίον έχει να προσφέρει πολλα στην ποιμαντική, καθώς δεν αρκεί να καταδικάζει κάποιος μια θέση αλλά οφείλει να δείξει και να αποδείξει ότι η δική του θέση είναι σημαντικότερη. Από εκεί και πέρα είναι αυτεξούσια επιλογή του καθενός ο θάνατος ή η ζωή. Στη σύγχρονη κοινωνία,πάντως, έχει πολύ μεγάλη σημασία να μπορεί η εκκλησία να αρθρώνει λόγο αναστάσιμο. Η αλήθεια της Αναστάσεως, την οποία περιγράφει ο συγγραφέας ως νέα ζωή, απέραντη, αναγεννημένη και δυνατή και το νόημα της αγάπης είναι ίσως ο πιο αποτελεσματικός αντίλογος στα αδιέξοδα της σύγχρονης κοινωνίας. Αρκεί ο λόγος αυτός να είναι βαθειά βιωματικός, όπως του Φιόντορ Ντοστογέφσκη.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Μέσα από την εργασία μας προσπαθήσαμε να εντρυφήσουμε ευλαβικά και να μαθητεύσουμε στα έργα του Φιόντορ Ντοστογέφσκη. Είναι πάρα πολλά τα ωφέλιμα, που έχει να διδαχτεί κάποιος, εάν ενσκύψει στα κείμενα του συγγραφέα. Τα κείμενα αυτά γραμμένα στα τέλη του προπερασμένου αιώνα διατηρούν μέχρι σήμερα τη ζωντάνια τους και, οπωσδήποτε, έχουν πολλά να προσφέρουν τόσο στην θεολογία όσο και στην ποιμαντική. Μία παράλληλη μελέτη του Ντοστογέφσκη με συγχρόνους συγγραφείς, μας γεννά πολλές απορίες, για παράδειγμα πώς μπορεί να είναι πιο σύγχρονος αυτών, μολονότι έχει γράψει τουλάχιστον ένα αιώνα νωρίτερα. Ας επανέλθουμε, όμως, στο θέμα μας για να συνοψίσουμε τα κυριότερα σημεία.
Οι δεκαοκτώ συνολικά περιπτώσεις, που εξετάσαμε, παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον για την ψυχολογία, την ψυχιατρική, την κοινωνιολογία, τις πολιτικές επιστήμες και η μελέτη του θέματος από διαφορετικές οπτικές γωνίες έχει να προσφέρει μια διαφορετική θεώρηση. Η δική μας προσπάθεια εστιάζεται σε ένα μονάχα μέρος, την θεολογική και ποιμαντική προσέγγιση. Από αυτή την πλευρά το πρώτο πράγμα που θέλουμε να τονίσουμε είναι η τόλμη του συγγραφέα να αγκαλιάσει την ανθρώπινη φύση ακόμα και στην ακρότατη δυστυχία της. Καταφέρνει να δει πέρα από την δικανική πλευρά του θέματος, που κρίνει τον αυτόχειρα ως παραβάτη, και να μπει μέσα στην καρδιά του. Μοιράζεται τη δυστυχία του, συμμετέχει στον πόνο των οικείων και συγγενών και επικρίνει σφοδρά την αδιακρισία.
Στις περιπτώσεις ιδεολογικής αυτοκτονίας τονίζει την ασυνέπεια θεωρίας και πράξεως και, ακόμη, την συστηματική εκμετάλλευση της ιδεολογίας για την εξυπηρέτηση άνομων συμφερόντων. Η ιδεολογία ταλαιπώρησε και τον ίδιο τον συγγραφέα, κυρίως αν ευσταθεί η υπόθεση ότι το έργο «’Ονειρο ενός Γελοίου» είναι αυτοβιογραφικό, άλλωστε είναι ολόκληρο γραμμένο σε πρόσωπο πρώτο ενικό. Επομένως, κρίνει κάτι το οποίο γνωρίζει πολύ καλά και έχει ζήσει. Πρόκειται για την ιδεολογία, που ζητάει εκατό εκατομμύρια κεφάλια (εννοεί αυτόχειρων) για τη σταθεροποίηση του ορθολογισμού στην Ευρώπη[78]. Πρόκειται για τη νεότατη αρχή της γενικής καταστροφής εν ονόματι του καλού τελικού σκοπού και, βεβαίως, σαφή αναφορά στον αθεϊσμό. Αυτό ακριβώς επιβεβαιώνει ο φόβος του Πέτρου Στεπάνοβιτς ότι ο Κυρίλοβ δεν πρόκειται να αυτοκτονήσει ποτέ, γιατί πιστεύει στο Θεό περισσότερο κι απ’τους παπάδες.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ιδιαίτερα ότι δύο πράγματα μπορούν να γλιτώσουν αυτόν που το σκέπτεται από την αυτοκτονία. Στην ιδεολογική αυτοκτονία η αγάπη. Στην αυτοκτονία λόγω τύψεων για κάποιο φοβερό έγκλημα ή ο,τιδήποτε άλλο η μετάνοια. Η αγάπη και η μετάνοια είναι οι λέξεις κλειδιά, που μπορούν να ξαναχτίσουν τον παράδεισο. Με αυτήν την αισιόδοξη προοπτική τελειώνουν όλα τα έργα του Ντοστογέφσκη και με αυτήν θα κλείσουμε και εμείς την εργασία μας. Ευχόμαστε, επίσης, ο Κύριος να νικά πάντα το διάβολο στην καρδιά όσων σκέπτονται τη φοβερή αυτή λύση των προβλημάτων τους και η εργασία αυτή να είναι ένα πολύ μικρό λιθαράκι για την αναθεώρηση της στάσεως μας απέναντι στο πολύ λεπτό αυτό θέμα. Κλείνοντας, παραθέτουμε τί λέει σχετικά ο γέροντας Παΐσιος για την παρηγορία των πενθούντων, που κάποιο δικό τους πρόσωπο αυτοκτόνησε. Λέει, λοιπόν, ότι αυτοί που αυτοκτόνησαν μπορεί την ώρα που ξεψυχούσαν να μετάνιωσαν, να ζήτησαν συγχώρεση από το Θεό και να έγινε δεκτή η μετάνοιά τους, οπότε την ψυχή τους να την παρέλαβε άγγελος Κυρίου[79]. Αυτή είναι ακόμα μία αγαπητική προσέγγιση του θέματος μας, διαμετρικά αντίθετη προς επισημάνσεις εγχειριδίων ηθικής περί αποτρόπαιου εγκλήματος[80] με απαίσια όψη, το οποίο κλονίζει τα βάθρα της κοινωνίας[81].
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ανδρούτσου,Χρ., Σύστημα Ηθικής,Θεσσαλονίκη,1964
Βουλγαράκη Ηλ., Αυτοκτονία και Εκκλησιαστική Ταφή, εκδ.Αρμός, Αθήνα, 2000
Μαντζαρίδη,Γ., Χριστιανική Ηθική,εκδ.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη,1995
Ντοστογέφσκη, Φ., Δαιμονισμένοι,μετ.Άρη Αλεξάνδρου, εκδ.Γκοβόστη, Αθήνα
Ο Έφηβος, μετ.Κοραλία Μακρή, εκδ.Γκοβόστη, Αθήνα
Ο Ηλίθιος, μετ.Άρη Αλεξάνδρου,εκδ.Γκοβόστη, Αθήνα
Αδελφοί Καραμαζόβ, μετ.Άρη Αλεξάνδρου, εκδ.Γκοβόστη, Αθήνα
Το Όνειρο Ενός Γελοίου,μετ. Σωτήρη Γουνελά, εκδ.Αρμός, Αθήνα,1996
Έγκλημα και Τιμωρία,μετ.Αλεξ. Παπαδιαμάντη, εκδ.Ιδεόγραμμα,Αθήνα,1992
Ο Αιώνιος Σύζυγος,μετ.Αθηνά Σαραντίδου, εκδ.Γκοβόστη, Αθήνα
Ταπεινωμένοι και Καταφρονεμένοι, μετ. Κοραλία Μακρή, εκδ.Γκοβόστη, Αθήνα
Αναμνήσεις Απ’το Σπίτι των Πεθαμένων,μετ. Άρη Αλεξάνδρου, εκδ.Γκοβόστη, Αθήνα
Ο Παίκτης,μετ. Αθηνά Σαραντίδη, εκδ.Γκοβόστη, Αθήνα
Νιέτοτσκα Νιεσβάνοβα, μετ. Αθηνά Σαραντίδη, εκδ.Γκοβόστη,Αθήνα
Το υπόγειο,μετ.Κοραλία Μακρή, εκδ.Γκοβόστη,Αθήνα
Το χωριό Στεπαντσίκοβο,μετ.Άρη Αλεξάνδρου, εκδ.Γκοβόστη,Αθήνα
Τσίλκου,Ηλ., Το κατά Χριστόν Ηθικόν Ιδεώδες, Αθήνα, 1967
Δημητρόπουλου Π.,Ορθόδοξος Χριστιανική Ηθική, Αθήνα, 1970
Παϊσίου Γερ. Αγιορείτου, Λόγοι Δ΄, Οικογενειακή Ζωή,εκδ.Ι.Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιω. ο Θεολόγος», Θεσσαλονίκη, 2002
Παπαγιώργη Κ., Ντοστογέφσκη, εκδ.Καστανιώτη, Αθήνα, 1990
Παπαδιαμάντη Αλ., Απαντα, εκδ.Δόμος, Αθήνα, 1985
[2] Βλ. Μ. Καρδαμάκη (Πρωτοπρ.), Σοφία και Λόγος στο Έργο του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Περ. «Πεμπτουσία», Τεύχος 6, σελ.89
[8] Και σίγουρα, θα είχα σκοτωθεί, αν δεν έμπαινε στη μέση αυτή η συνάντηση με το κοριτσάκι» Φ.Ντοστογιέφσκι, Το Όνειρο Ενός Γελοίου (εκδ.Αρμός), Αθήνα, 1996, σελ.21
[13] Ο Ανδρούτσος τονίζει ότι πρέπει να τηρούνται αυστηρώς οι εκκλησιαστικές απαγορεύσεις για τους αυτόχειρες, βλ. Χ.Ανδρούτσου, Σύστημα Ηθικής, Θεσσαλονίκη, 1964, σελ.185. Ενώ ο Ηλίας Τσίλκος κρίνει τελεσίδικα ότι η αυτοκτονία συνεπάγεται τον αιώνιο θάνατο, επομένως η Εκκλησία δίκαια αρνείται την εκκλησιαστική ταφή, βλ. Η.Τσίλκου, Το Κατά Χριστόν Ηθικόν Ιδεώδες, Αθήνα, 1967, σελ.182. Οι άγνωστες, ωστόσο, προϋποθέσεις και αιτίες, όπως επίσης και οι τελευταίες στιγμές στη ζωή, όταν δηλαδή υπάρχει ακόμα η δυνατότητα μετάνοιας, δεν μας επιτρέπουν να καταδικάζουμε -σωτηριολογικά τουλάχιστον- κανέναν, κάτι άλλωστε που δεν είναι δική μας απόφαση. Και η άρνηση της εκκλησίας να κηδεύει τους αυτόχειρες έχει αποκλειστικά παιδαγωγική εφαρμογή, ως παράδειγμα προς αποφυγή, και σε καμιά περίπτωση τη μορφή τιμωρίας.
[14] Φ.Ντοστογιέφσκι, ό.π., σελ. 278
[16] Φ.Ντοστογιέφσκι, ό.π.,σελ. 280. Η περιγραφή της τρέλας εδώ από τον Ντοστογιέφσκι θυμίζει αντίστοιχη αναφορά στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη: «Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι να ψηλώνει ο νους της. Είχε παραλογίσει επιτέλουςï Βλ. Αλ.Παπαδιαμάντη, «Η Φόνισσα», Άπαντα,τ.Γ, σελ.447
[17] Φ.Ντοστογιέφσκι, ό.π., σελ.283
[18] Ο ίδιος ο έφηβος ομολογεί σε άλλο σημείο: «Η συναίσθηση πως μέσα μου, οσοδήποτε ταπεινωμένος και γελοίος κι αν φαινόμουν, υπήρχε εκείνος ο θησαυρός της δύναμης, που θ’ ανάγκαζε όλους αυτούς ν’αλλάξουν κάποια μέρα γνώμη για μένα αποτελούσε – απ’τα παιδικά μου ταπεινωμένα χρόνια – τη μοναδική πηγή της ζωής μου, τον κόσμο μου και την αξιοπρέπεια μου, το όπλο μου και την παρηγοριά μου. Γιατί αλλιώς ασφαλώς θ’ αυτοκτονούσα από παιδί ακόμα».
[22] Ειδικά για το θέμα αυτό υπάρχει στη βιβλιογραφία ένα εμπεριστατωμένο θεολογικό δοκίμιο, γραμμένο με σύνεση, διάκριση και υπευθυνότητα. Βλ.σχετικά: Η.Βουλγαράκη, Αυτοκτονία και Εκκλησιαστική Ταφή (εκδ.Αρμός), Αθήνα, 1992
Μια ζωγραφιά παρήγγειλα
Να κλαίει το ποτάμι
Στις εκβολές του νήπιο
Το λόγο να θαυμάζει
Έναν σκαντζόχοιρο μικρό
Μες το κουτί να κλαίει
Τα όμορφα ματάκια του
Εδιάβασαν τη θλίψη
Τρέχει ο αφέντης με θυμό
Αγάπη οργισμένη
Να το σκοτώσει άνθρωπος
Δε θέλησε να γίνει!
Ορμά αυτό στον ποταμό
Τί σκάνδαλο αλήθεια;
Άγγελοι την ψυχούλα του
Ευθύς παραλαμβάνουν
Το ντύνουν φως, του τραγουδούν,
Κι αυτό δεν το αντέχει.
Τόσην αγάπη ξαφνικά
Ραγίζει η καρδιά του.
Μια ηλιαχτίδα έστειλε
Παρηγοριά στη μάνα.
Εσάστισε ο έμπορος
Εσάλεψε ο νους του
Σταύρωσε είπε
Τον μικρό Χριστό!
[41] « Ἐψεύσθη πάλαι Ἀδάμ καὶ Θεὸς ἐπιθυμήσας οὐ γέγονεν», ἀπό τὸ Δοξαστικό τῶν Αἴνων τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, Μηναῖον Μαρτίου (ἔκδ.Ἀποστολικῆς Διακονίας), Ἀθήνα 1987, σελ.111
[53] Ευεργετινός, Τόμος Α΄, Αθήνα, 2001, σελ.23-64
[56] Την ώρα, που δακτυλογραφούσαμε την εργασία (3/4/03) πληροφορηθήκαμε την αυτοκτονία ενός κινέζου ηθοποιού, του Λέσλι Τσενγκ ο οποίος υποδύθηκε πολλές φορές σε ταινίες τον ρόλο του αυτόχειρα. Στην περίπτωσή του, η ζωή μοιάζει να αντιγράφει την τέχνη, καθώς σε δύο ταινίες υποδυόταν αυτόχειρες. Στην ταινία Inner Senses ο πρωταγωνιστής την τελευταία στιγμή αποφασίζει να μην πηδήξει στο κενό, ωστόσο, ο ίδιος έλαβε διαφορετική απόφαση. Με ένα σύντομο σημείωμά του εξήγησε ότι αυτοκτόνησε για αισθηματικούς λόγους. Πηγή, Associated Press, http://www.in.gr/news/ article.asp?lngEntityID=448918
[62] Στο «Έγκλημα και τιμωρία» ο Ρασκολνικόβ, δολοφόνος δύο ηλικιωμένων κυριών με κίνητρα ιδεολογικά, τελικά μετανοεί και όταν αποφασίζει ακολουθώντας τη συμβουλή της Σόνιας να ομολογήσει το έγκλημά του πηγαίνει στην αγορά στο πιο κεντρικό σημείο…«ἄφατος συγκίνησις τον κατέλαβεν, οἱ ὁφθαλμοί του ἐπληρώθησαν δακρύων, ἐγονυπέτυσεν ἐν μέσῳ τῆς πλατείας, ἔκυψε μέχρι τῆς γῆς καὶ ἠσπάσθη μετὰ χαρᾶς τὸ βορβορῶδες ἔδαφος καὶ ἡ λέξις ἐφόνευσα ἐξέπνευσε ἀπὸ τῶν χειλέων αὑτοῦ». Μετά πήγε και παραδόθηκε μόνος του στην αστυνομία. Βλ. Φ.Ντοστογιέφσκι, Έγκλημα και Τιμωρία (μετάφρ. Αλεξ.Παπαδιαμάντη), εκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα, 1992, σελ. 477
[67] «Τὸ ἄκρον τοῦ κηρίου, ὅπερ μετὰ μικρὸν ὁλοσχερῶς κατηναλίσκετο, ἐφώτιζεν ἀμυδρῶς τὸν θάλαμον τοῦτον, ὅπου εἶς δολοφόνος καὶ μία πόρνη εἶχον ἀναγνώσει ὁμοῦ τὸ ἱερὸν βιβλίον». Φ.Ντοστογιέφσκι, Έγκλημα και Τιμωρία (μετάφρ. Αλεξ.Παπαδιαμάντη), εκδ.Ιδεόγραμμα, Αθήνα, 1992, σελ. 311
[68] Φ.Ντοστογιέφσκι,Έγκλημα και Τιμωρία(μετάφρ.Αλεξ.Παπαδιαμάντη),εκδ.Ιδεόγραμμα, Αθήνα, 1992, σελ. 305-306
[70] Φ.Ντοστογιέφσκι,Έγκλημα και Τιμωρία(μετάφρ.Αλεξ.Παπαδιαμάντη),εκδ.Ιδεόγραμμα, Αθήνα, 1992, σελ. 469-470
[72] Από το προλογικό σημείωμα του Σωτήρη Γουνελά, μεταφραστή του έργου. Βλ. Φ.Ντοστογέφσκη, Το όνειρο ενός γελοίου,εκδ.Αρμός, Αθήνα, 1996
[73] Φ.Ντοστογέφσκη, Το όνειρο ενός γελοίου,εκδ.Αρμός, Αθήνα, 1996, σελ.16
[74] Φ.Ντοστογέφσκη, Το όνειρο ενός γελοίου,εκδ.Αρμός, Αθήνα, 1996, σελ.17-21
[75] Φ.Ντοστογέφσκη, Το όνειρο ενός γελοίου,εκδ.Αρμός, Αθήνα, 1996, σελ.29-31
[76] Φ.Ντοστογέφσκη, Το όνειρο ενός γελοίου,εκδ.Αρμός, Αθήνα, 1996, σελ.34
[77] Φ.Ντοστογέφσκη, Το όνειρο ενός γελοίου,εκδ.Αρμός, Αθήνα, 1996, σελ. 60
[79] Παϊσίου Γέροντος Αγιορείτου, Λόγοι Δ΄,Οικογενειακή Ζωή, εκδ.Ι.Ησυχαστήριον «Ευαγγελιστής Ιω. ο Θεολόγος», Θεσσαλονίκη, 2002, σελ.263