Κυριακή ζ΄ από του Πάσχα
των Αγίων Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνόδου
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἶπε· πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱός σου δοξάσῃ σε, 2 καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. 3 αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. 4 ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελείωσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· 5 καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. 6 Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. 7 νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ ἐστιν· 8 ὅτι τὰ ρήματα ἃ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. 9 Ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ, ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, 10 καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστι καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. 11 καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ οὗτοι ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου ᾧ δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. 12 ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου· οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. 13 νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὐτοῖς. (Ιω. ιζ΄ 1-13)
Έβδομη Κυριακή από το Πάσχα, σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, και η Εκκλησία μας εορτάζει και τιμά τους αγίους θεοφόρους πατέρες της Πρώτης Οικουμενικής Συνόδου. Τους εορτάζει και τους τιμά με μία χορεία πνευματική, στην οποία μετέχουν ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο Άγιος Κωνσταντίνος, ο πολιούχος της ενορίας μας, οι 318 Πατέρες, που συνήλθαν στη Νίκαια, για να αντιμετωπίσουν την αίρεση του Αρείου, μα και όλοι εμείς, τα μέλη της Καθολικής Εκκλησίας, που κληρονομήσαμε την αγιοπατερική διδαχή και σοφία ως πολύτιμη και βαρειά παρακαταθήκη. Πώς μετέχουμε όμως όλοι όσοι προαναφέραμε στην πνευματική αυτή χορεία και πώς συμπλέκονται ένας ευαγγελιστής, ένας αυτοκράτορας, επίσκοποι, πρεσβύτεροι, διάκονοι και λαϊκοί, ζωντανοί και κεκοιμημένοι;
Αυτό, που δείχνει ακατανόητο για τον ανθρώπινο νου πραγματώνεται μυστηριακά μέσα στην Εκκλησία με την χάρι του Θεού. Με την προσκομιδή των προσώπων μας στην Θεία Ευχαριστία και την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του αναληφθέντος εν δόξη, πριν τρεις ημέρες, Ιησού Χριστού, περνάμε σε έναν άλλο χρόνο, τον λειτουργικό, μέσα στον οποίο βιώνουμε γεγονότα, που συνέβησαν πολλά πολλά χρόνια πριν. Μεταφερόμαστε στον Μυστικό Δείπνο, κατά τον οποίο μας παρέδωσε ο Χριστός το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, μα και μας δίδαξε την ταπείνωση πλένοντας τα πόδια των μαθητών Του. Εκείνη την ημέρα, λίγο πριν μεταβεί στον κήπο της Γεθσημανή και προδοθεί από τον Ιούδα, προσεύχεται στον Πατέρα του και δικό μας Πατέρα, με τα λόγια που ακούσαμε στο σημερινό ευαγγέλιο από τον αγαπημένο Του μαθητή, τον Ιωάννη. Προσεύχεται ο Ιησούς για τους μαθητές Του. Και μαθητές Του δεν είναι μόνο οι δώδεκα ή οι εβδομήκοντα ή οι μαθήτριες γυναίκες του ευαγγελίου, αλλά μαθητές Του είμαστε όλοι μας. Έχουμε την τιμή να ονομαζόμαστε Χριστιανοί, να ανήκουμε στον Χριστό, να είμαστε μέλη του Τιμίου και Ζωοποιού Σώματός Του. Η προσευχή αυτή, επομένως μας αφορά και πρέπει να προσέξουμε το νόημα της. Προσεύχεται, λοιπόν, να χαρίσει ο Θεός την αιώνια ζωή στους μαθητές του. Και ποιά είναι η αιώνια ζωή; Το λέει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στον τρίτο στίχο του δέκατου έβδομου κεφαλαίου. Να γνωρίζουν, λέει, Εσένα, ότι είσαι ο μόνος αληθινός Θεός και Αυτόν, τον οποίο απέστειλε, τον Ιησού Χριστό. Και μερικούς στίχους παρακάτω, παρακαλεί τον Πατέρα Του, όσοι πιστεύουν να είναι ένα, ενωμένοι με την ίδια ενότητα, που είναι ενωμένοι ο Πατήρ, ο Υιός, και το Άγιο Πνεύμα, τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Ο Χριστός, ως Θεός, προγνώριζε ότι οι πιστοί δεν θα παραμείνουν ενωμένοι, και θα δημιουργήσουν αιρέσεις. Ο Ιούδας, άλλωστε, ένας από τους δώδεκα μαθητές Του, μπορούμε να πούμε ότι ήταν ο πρώτος αιρετικός. Ξεχώρισε τον εαυτό του από το Σώμα του Χριστού, και, μάλιστα, μέχρι σήμερα υπάρχουν αιρέσεις, που θεωρούν αρχηγό τους τον Ιούδα. Αναφερόμαστε στις γνωστικές αιρέσεις, που αναζωογο-νήθηκαν με βιβλία και ταινίες σαν τον κώδικα Ντα Βίντσι, που έχουν σκοπό να ταλανίσουν τις συνειδήσεις και την πίστη μας. Αιρέσεις, που δεν μπορούν να δεχτούν την θεότητα του Ιησού και που εκφράστηκαν βροντερά μέσα στην ιστορία, ιδιαίτερα στο πρόσωπο του Αρείου. Ο Άρειος ήταν πρεσβύτερος, παπάς δηλαδή, στην Αλεξάνδρεια και αυτό δείχνει εξ αρχής ότι και εμείς οι ιερείς δεν ήμαστε αλάθητοι. Η πλάνη ελλοχεύει παντού και όλοι οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Αυτός ο παπάς, λοιπόν, αμφισβήτησε ευθέως την θεότητα του Χριστού και έλεγε ότι δεν ήταν άκτιστος και Θεός, αλλά κτίσμα, δημιούργημα του Θεού. Δεν δεχόταν, δηλαδή, την ενανθρώπηση του Θεού. Πώς έφτασε, όμως, στην αίρεση αυτή ο Άρειος; Έφτασε από την αλαζονεία του, από τη διάθεση να ξεχωρίσει αλλά και να χωρέσει στο μυαλό του τον Αχώρητο Θεό. Όμως, το μυστήριο της Θείας Οικονομίας δεν μπορεί να εξηγηθεί λογικά, παρά μόνο αποκαλύπτεται σε αυτούς, που έχουν καρδιά καθαρή, ταπεινή και συντετριμμένη.
Η πλάνη όμως του Αρείου διαδιδόταν, οι συνειδήσεις σκανδαλίζονταν και η Εκκλησία κομματιαζόταν. Για αυτό φώτισε ο Θεός τον Άγιο μας, τον Μέγα Κωνσταντίνο, που πανηγυρίσαμε, πριν δέκα ημέρες, να δώσει λύση τέτοια, που ταίριαζε στην Εκκλησία. Λύση συνοδική. Όπως οι ίδιοι οι Απόστολοι όταν διαφώνησαν για ένα θέμα συγκάλεσαν την Αποστολική Σύνοδο και όλοι έκαναν υπακοή στις αποφάσεις της, έτσι και τότε, το 325 μ.Χ., 318 Πατέρες από την Οικουμένη ολόκληρη συγκεντρώθηκαν στη Νίκαια της Βιθυνίας και καταδίκασαν την αίρεση του Αρείου. Ταυτόχρονα κήρυξαν ότι ο Ιησούς είναι ομοούσιος με τον Πατέρα, άκτιστος, καθώς γεννήθηκε από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων.
Βέβαια, η αίρεση αυτή δεν έπαψε να υφίσταται εντελώς αλλά μέχρι και σήμερα αιμοδοτεί με τη διδασκαλία της πολλές αιρέσεις, με κυριότερη τους χιλιαστές, που επίσης αμφισβητούν την θεότητα του Χριστού.
Αφού, λοιπόν, είδαμε τον ευαγγελιστή Ιωάννη, τον Μέγα Κωνσταντίνο και τα μυρίπνοα άνθη του Παραδείσου, όπως ονομάζονται οι άγιοι Πατέρες στο θαυμάσιο δοξαστικό των αίνων, που ψάλλαμε σήμερα, ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για τη δική μας μετοχή στην εορτή. Μετοχή προσευχητική, λατρευτική και ευχαριστιακή. Μετοχή γνώσεως της πίστης μας και των δογμάτων της. Μετοχή ευχαριστίας προς τους Πατέρες για τους αγώνες και τα μαρτύρια τους, για να παραλάβουμε εμείς ανόθευτη την πίστη της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Στο σημείο αυτό, όμως, επισημαίνου-με με λύπη ότι αντί για ευχαριστία αντιπροσφέρουμε αχαριστί-α προς τους Πατέρες. Η εποχή μας και η θεολογία μας διακρίνεται κάποιες φορές από ένα πνεύμα έντονα αντιπατερικό. Θεωρούμε τους Πατέρες παρωχημένους, ότι είπαν στην εποχή τους ό,τι είχαν να πουν και ότι σήμερα δεν τους έχουμε ανάγκη. Βέβαια οι αντιλήψεις αυτές είναι ξεκάθαρα επηρεασμένες και εισαγόμενες από τον Προτεσταντισμό και από θεολόγους, που τους γοητεύει ιδιαίτερα. Αντί όμως έντιμα να τον ασπαστούν, προσπαθούν να τον εισάγουν στην ορθοδοξία και για αυτό οφείλουμε να έχουμε γνώση και εγρήγορση. Οι ίδιοι, που εκφράζουν αυτές τις αντιπατερικές αντιλήψεις, εμμένουν και στα λόγια από την αρχιερατική προσευχή του Κυρίου, που ακούσαμε στο σημερινό ευαγγέλιο, ἵνα ὦσιν ἓν, και επιδιώκουν την ένωση με τους ρωμαιοκαθολικούς, προτεστάντες και μονοφυσίτες χριστιανούς, με έναν τρόπο που περιφρονεί το αισθητήριο και την πίστη του λαού. Όχι ότι δεν επιθυμούμε την ένωση. Η Εκκλησία πονά, αγωνιά και προσεύχεται για τα σχίσματα, τις διαιρέσεις και τις αιρέσεις. Θα λέγαμε ότι επιθυμεί και τον διάλογο, όταν αυτός γίνεται με ειλικρίνεια και ανιδιοτέλεια. Όχι όμως όταν η ένωση γίνεται αυτοσκοπός και παραβλέπουμε την αλήθεια της πίστεως, όπως την κήρυξε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, οι Απόστολοι, οι Πατέρες και συνεχίζουν να τη διδάσκουν όσοι, κληρικοί και λαϊκοί, τους εμπιστεύται ο Χριστός και η Εκκλησία τη διακονία της κατήχησης. Αυτά, ας τα έχουμε στο νου μας χωρίς φανατισμούς αλλά με γνήσια και καρδιακή αγάπη προς τον Τριαδικό μας Θεό και με τον οφειλόμενο σεβασμό στους Πατέρες της Πρώτης, αλλά και όλων των επόμενων Οικουμενικών Συνόδων.