ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΖ΄ΛΟΥΚΑ
ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ
Λκ. Ιε΄,11-32
[10 οὕτω, λέγω ὑμῖν, γίνεται χαρὰ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ ἐπὶ ἑνὶ ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι.] 11 Εἶπε[ν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην] δέ· Ἄνθρωπός τις εἶχε δύο υἱούς. 12 καὶ εἶπεν ὁ νεώτερος αὐτῶν τῷ πατρί· πάτερ, δός μοι τὸ ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας. καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὸν βίον. 13 καὶ μετ' οὐ πολλὰς ἡμέρας συναγαγὼν ἅπαντα ὁ νεώτερος υἱὸς ἀπεδήμησεν εἰς χώραν μακράν, καὶ ἐκεῖ διεσκόρπισεν τὴν οὐσίαν αὐτοῦ ζῶν ἀσώτως. 14 δαπανήσαντος δὲ αὐτοῦ πάντα ἐγένετο λιμὸς ἰσχυρὰ κατὰ τὴν χώραν ἐκείνην, καὶ αὐτὸς ἤρξατο ὑστερεῖσθαι. 15 καὶ πορευθεὶς ἐκολλήθη ἑνὶ τῶν πολιτῶν τῆς χώρας ἐκείνης, καὶ ἔπεμψεν αὐτὸν εἰς τοὺς ἀγροὺς αὐτοῦ βόσκειν χοίρους· 16 καὶ ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν κερατίων ὧν ἤσθιον οἱ χοῖροι, καὶ οὐδεὶς ἐδίδου αὐτῷ. 17 εἰς ἑαυτὸν δὲ ἐλθὼν εἶπε· πόσοι μίσθιοι τοῦ πατρός μου περισσεύουσιν ἄρτων, ἐγὼ δὲ λιμῷ ὧδε ἀπόλλυμαι! 18 ἀναστὰς πορεύσομαι πρὸς τὸν πατέρα μου καὶ ἐρῶ αὐτῷ· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου· 19 οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου· ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν μισθίων σου. 20 καὶ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν πατέρα ἑαυτοῦ. ἔτι δὲ αὐτοῦ μακρὰν ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμὼν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. 21 εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ υἱὸς· πάτερ, ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου, καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου. 22 εἶπε δὲ ὁ πατὴρ πρὸς τοὺς δούλους αὐτοῦ· ἐξενέγκατε τὴν στολὴν τὴν πρώτην καὶ ἐνδύσατε αὐτόν, καὶ δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ὑποδήματα εἰς τοὺς πόδας, 23 καὶ ἐνέγκαντες τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν θύσατε, καὶ φαγόντες εὐφρανθῶμεν, 24 ὅτι οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη. καὶ ἤρξαντο εὐφραίνεσθαι. 25 Ἦν δὲ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὁ πρεσβύτερος ἐν ἀγρῷ· καὶ ὡς ἐρχόμενος ἤγγισε τῇ οἰκίᾳ, ἤκουσε συμφωνίας καὶ χορῶν, 26 καὶ προσκαλεσάμενος ἕνα τῶν παίδων ἐπυνθάνετο τί εἴη ταῦτα. 27 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἥκει, καὶ ἔθυσεν ὁ πατήρ σου τὸν μόσχον τὸν σιτευτόν, ὅτι ὑγιαίνοντα αὐτὸν ἀπέλαβεν. 28 ὠργίσθη δὲ καὶ οὐκ ἤθελεν εἰσελθεῖν. ὁ οὖν πατὴρ αὐτοῦ ἐξελθὼν παρεκάλει αὐτόν. 29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ πατρὶ· ἰδοὺ τοσαῦτα ἔτη δουλεύω σοι καὶ οὐδέποτε ἐντολήν σου παρῆλθον, καὶ ἐμοὶ οὐδέποτε ἔδωκας ἔριφον ἵνα μετὰ τῶν φίλων μου εὐφρανθῶ· 30 ὅτε δὲ ὁ υἱός σου οὗτος, ὁ καταφαγών σου τὸν βίον μετὰ πορνῶν, ἦλθεν, ἔθυσας αὐτῷ τὸν μόσχον τὸν σιτευτὸν. 31 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τέκνον, σὺ πάντοτε μετ' ἐμοῦ εἶ, καὶ πάντα τὰ ἐμὰ σά ἐστιν· 32 εὐφρανθῆναι δὲ καὶ χαρῆναι ἔδει, ὅτι ὁ ἀδελφός σου οὗτος νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησε, καὶ ἀπολωλὼς ἦν καὶ εὑρέθη.
Δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, ή αλλιώς Κυριακή του Ασώτου, όπως έχει ονομαστεί από την παραβολή, που ακούμε στο ευαγγέλιο. Η παραβολή, βέβαια, είναι γνωστή και πολλοί από εμάς συνηθίζουμε να ταπεινολογούμε λέγοντας ότι γιορτάζουμε σήμερα, καθώς συνειδητοποιούμε πόσο μοιάζουμε με τον άσωτο. Και μένουμε εκεί, ενώ μας δίδεται η ευκαιρία να ζήσουμε την αληθινή ταπείνωση. Την ταπείνωση του Τελώνη της προηγούμενης Κυριακής, αφού ελευθερωθούμε από το δαιμόνιο της αυτοδικαίωσης, που μας πολεμά αδιάλειπτα. Επειδή, όμως, όπως είπαμε, η παραβολή είναι γνωστή, είναι καλό και ωφέλιμο να σταθούμε στο σημείο εκείνο, που ο άσωτος ελθών εις εαυτόν αναλογίζεται και συνειδητοποιεί την κατάσταση του. Εμπνεόμενος ο ιερός υμνογράφος από αυτή τη συγκινητική στιγμή, βάζει τον ευατό του στη θέση του ασώτου και αναφωνεί τα παρακάτω λόγια.
Ω πόσων αγαθών, ο άθλιος εμαυτόν εστέρησα!
Ω ποίας βασιλείας εξέπεσα, ο ταλαίπωρος εγώ!
Τον πλούτον ηνάλωσα, όν περ έλαβον. Την εντολήν παρέβην,
Οίμοι τάλαινα ψυχή! Τω πυρί τω αιωνίω λοιπόν καταδικάζεσαι
διό πρό τέλους βόησον Χριστώ τω Θεώ.
Ως τον Άσωτον δέξαι με υιόν, ο Θεός, και ελέησόν με.
Ο ύμνος αυτός είναι το δοξαστικό των στιχηρών, που ψάλλαμε χθες στον εσπερινό, και μας δίνεται η ευκαιρία να επισημάνουμε με λύπη ότι δεν αγαπάμε και δεν συμμετέχουμε σε αυτές τις τόσο όμορφες λατρευτικές συνάξεις. Ιδιαίτερα, ο αναστάσιμος εσπερινός του Σαββάτου είναι μία ακολουθία, στην οποία είναι καλό και αναγκαίο, για την πνευματική μας άσκηση και πορεία ,να μάθουμε όλοι να συμμετέχουμε, αλλά ας επανέλθουμε στον ύμνο. Ακούμε λοιπόν, τον άσωτο, διά του υμνογράφου, να αναρωτιέται και να αναλογίζεται από πόσα αγαθά στέρησε ο άθλιος τον εαυτό του. Δεν ρίχνει αλλού την ευθύνη, την αναλαμβάνει εξολοκλήρου και αυτό είναι πολύ σπουδαίο να το μάθουμε και εμείς. Ο Θεός δεν θέλει τις δικαιολογίες μας αλλά τη μετάνοια μας. Ο Θεός σέβεται απόλυτα την ελευθερία μας να αποστατήσουμε από Αυτόν, και περιμένει υπομονετικά με πατρική αγάπη και αγωνία την επιστροφή μας κοντά Του. Δεν έρχεται να μας σώσει στη μακρινή χώρα της αμαρτίας, που ξενιτευόμαστε, ακριβώς για να μην αναιρέσει το αυτεξούσιο μας. Παράλληλα, δεν παύει στιγμή να μας αγαπά. Και η αγάπη αυτή, η άκτιστη και θεϊκή αγάπη είναι το σπουδαιότερο από όλα τα αγαθά, που στερούμε εμείς οι άθλιοι τον εαυτό μας, όποτε αποφασίζουμε να ζήσουμε μακριά Του. Χωρίς την αγάπη του Θεού η ζωή μας είναι άδεια. Γι’ αυτό ακούμε στην εποχή μας να πλεονάζουν δυσάρεστες ψυχικές καταστάσεις, όπως η μελαγχολία, η κατάθλιψη, η απελπισία ή ακόμα και η αυτοκτονία. Όλα αυτά ξεκινούν από μία ζωή μακριά από τη Χάρι και την ευλογία του Θεού.
Μια ζωή μακριά από τη Βασιλεία του. Αυτό λέει ο υμνωδός στον δεύτερο στίχο. Από ποια βασιλεία εξέπεσα ο ταλαίπωρος εγώ. Από τη Βασιλεία του Τριαδικού μας Θεού. Γεγονός και εμπειρία, που προγευόμαστε μυστηριακά στη Θεία Λειτουργία, την ευλογημένη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Οι πιστοί, που δεν λειτουργούνται και δεν κοινωνούν, επαναλαμβάνουν συνειδητά ή ασυνείδητα το προπατορικό αμάρτημα και την αποστασία του ασώτου. Επιλέγουν την απόσταση αντί της κοινωνίας, μια ζωή άχαρη, χωρίς την Θεία Χάρι, τους χοίρους αντί για τον Αμνό του Θεού. Συγχωρέστε με, αδελφοί μου, αν ακούγονται βαρειά και σκληρά τα λόγια αυτά, αλλά αυτή είναι η αλήθεια του ευαγγελίου και την απευθύνω αυτοκριτικά πρώτα πρωτα στον εαυτό μου. Γιατί αν βρισκόμαστε στη θέση του ασώτου είμαστε όντως αξιολύπητοι.
Τον πλούτον ηνάλωσα όνπερ έλαβον. Σπατάλησα τον πλούτο των χαρισμάτων που έλαβα ως παρακαταθήκη της Χάριτος με το Άγιο Βάπτισμα και το Άγιο Μύρο, και αντί να τα αυξήσω ως δούλος αγαθός, τα αμέλησα και τα έθαψα σαν τον πονηρό και κακό δούλο. Την εντολήν παρέβην. Ας θυμηθούμε, στο σημείο αυτό, τι λέει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας για την τήρηση και την παράβαση των εντολών του Θεού. Όλοι οι χριστιανοί έχουν ένα κοινό χρέος, να μην εναντιώνονται στο θέλημα του Χριστού, αλλά να ρυθμίζουν τη ζωή τους σύμφωνα με αυτό και να τηρούν με ακρίβεια τις εντολές Του. Οι εντολές του Σωτήρος είναι κοινές για όλους τους πιστούς και χωρίς την τήρηση τους δεν είναι δυνατό να ενωθούμε με τον Χριστό. Η τήρηση των εντολών δεν είναι ψυχικός καταναγκασμός αλλά ελεύθερη επιλογή μας, που στεφανώνεται με την ένωση με τον Χριστό. Μικρός ο κόπος, μεγάλη και μέγιστη η ένωση με τον Χριστό.
Αλοίμονο σου ταλαίπωρη ψυχή, καταδικάζεσαι λοιπόν στην αιώνια φωτιά. Και την εξαιρετικά κρίσιμη αυτή στιγμή, που εγγίζει τα όρια της απελπισίας, μια αχτίδα φωτός φωτίζει την καρδιά του ασώτου. Γιατί η απελπισία είναι κατάσταση δαιμονική. Αυτό φανέρωσε μυστηριακά ο Κύριος μας στον Όσιο Σιλουανό, όταν του είπε, έχε το νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι. Ένας χριστιανός δεν έχει ποτέ λόγο να απελπίζεται, καθώς η αγκαλιά του σπλαγχνικού πατέρα είναι διαρκώς ανοιχτή. Ό,τι κι αν κάναμε, όσο κι αν τον λυπήσαμε, όσο κι αν αμαρτήσαμε. Αν μετανοήσουμε σαν τον Ζακχαίο, αν προσευχηθούμε σαν τον τελώνη, αν έλθουμε εις εαυτόν και πούμε μέσα από την καρδιά μας ένα ιλάσθητι μοι ο Θεός, με την ταπείνωση του άσωτου, είναι βέβαιο ότι Θεός Πατέρας μας θα μας σώσει.
Όσο για το ότι ο Θεός είναι πατέρας όλων μας, αυτό δεν είναι μια όμορφη ή θεωρητική παραβολική εικόνα, αλλά οντολογία, που θεμελιώνεται μυστηριακά στο μυστήριο του βαπτίσματος. Το Βάπτισμα ανάμεσα σε όλες τις άλλες δωρεές είναι, όπως λέει μία ευχή, υιοθεσίας χάρισμα. Την ώρα που βαπτιζόμαστε γινόμαστε υιοί Θεού. Ερμηνεύοντας ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος το μυστήριο τούτο λέει, και θα ολοκληρώσουμε με την αναφορά αυτή: Καλούμαστε υιοί του Θεού, καταξιωνόμαστε να τον προσφωνούμε πατέρα, καθώς αναγεννηθήκαμε άνωθεν και κατά κάποιο τρόπο αναστοιχειωθήκαμε. Έτσι, επισημαίνει, γινόμαστε άγιοι με δύο κύριες προϋποθέσεις. Η πρώτη είναι εκ Θεού, η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, και η δεύτερη από τη δική μας πλευρά, η πολιτεία μας, που οφείλει να επιβεβαιώνει την χάρη του Θεού επιτελούντες την αγιωσύνη εν φόβω Θεού. Έπομένως, θα πρέπει να θυμόμαστε ότι όλοι σωθήκαμε διά της χάριτος, καθώς μας δόθηκε συγχώρεση αμαρτημάτων, δικαιοσύνη, αγιασμός, υιοθεσία και ο καρπός του Πνεύματος, δια του οποίου γινόμαστε ποθεινοί στον Θεό όχι μόνο ως δούλοι αλλά και ως υιοί και ως φίλοι.
Ωφελημένοι λοιπόν από τη σημερινή παραβολή, αδελφοί μου, ας μιμηθούμε τον άσωτο. Ας αφήσουμε πίσω μας τη μακρινή χώρα της αμαρτίας, στην οποία σπαταλήσαμε τις δωρεές του Θεού, τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, που λάβαμε σαν παρακαταθήκη της χάριτος όταν βαφτιστήκαμε, και να γυρίσουμε στην πρωτινή μας πατρίδα. Τον Παράδεισο. Στην αγκαλιά του σπλαγχνικού μας Πατέρα, που προσμένει την πνευματική μας ανάσταση. Και τότε μας περιμένει ουράνια ευφροσύνη, αγγελική γιορτή στον ουρανό επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι.