Τρίτη απόγευμα. Παράκληση του Αγίου Λουκά στο μοναστήρι. Άνθρωποι με μάτια χαμένα πλησιάζουν το λείψανό του. Ακουμπούν τα χείλη τους ψιθυρίζοντας παράκληση για βοήθεια, για ίαση. Άνθρωποι που πονούν. Καρκίνος, νευροπάθειες και χίλιες δυο ασθένειες που σπέρνουν όχι απλά τον θάνατο, αλλά πριν απ' αυτόν την δοκιμασία του πόνου, της λύπης, της απόγνωσης, της λιγοψυχίας...
Τους παρατηρώ...παρατηρώ το πως πλησιάζουν το λείψανο του Αγίου, πως κάνουνε τον σταυρό τους, πως δακρύζουν τα μάτια τους.
Σιλουέτες ετοιμόροπες από τις χημειοθεραπείες κάθονται στα στασίδια με κάποιο μικρό κομποσχοίνι στο χέρι τους. Δεν έχουν δύναμη να γυρίσουν τους κόμπους...ίσα ίσα που κουνούν τα χείλη τους λέγοντας την ευχή...
Και εγώ, γεμάτος δύναμη και υγεία, γεμάτος ενέργεια και νιότη...παρατηρώ.
Η παράκληση τελειώνει, η καρδιά μου γεμίζει στεναχώρια. Νιώθω οίκτο για τους ανθρώπους που πονούν, για τους συγγενείς τους που αγωνιούν για το μέλλον.
Βγαίνω από τον ναό. Έχει βραδιάσει. Ο κόσμος κατευθύνεται στα αυτοκίνητά τους για να απόχωρήση από την μονή.
Δεν έχω απομακρυνθεί πολύ από τον ναό. Περπατώ αργά, γεμάτος λογισμούς, γεμάτος "γιατί Θεέ μου, τόσο πόνος";
Αισθάνομαι μία παρουσία να με πλησιάζει. Ακούω μία ισχή φωνή: "Πάτερ, την ευχή σας..." Γυρνώ και βλέπω μία κοπέλα. Στο κεφάλι της φορά ένα πολύχρομο μαντίλι, δεν έχει μαλλιά. Τα μάτια της μεγάλα, κυριαρχούν σαν φωτεινά άστρα μέσα στο σούρουπο.
Σαστίζω από την μορφή της. Διστάζω να πω κάτι. Μου ασπάζεται το χέρι βάζοντας πριν μία μετάνοια.
Σκέφτομαι ότι εγώ πρέπει να βάλω την μετάνοια, εγώ να τις φιλήσω τα χέρια.
"Πάτερ,να εύχεστε για μένα....το όνομά μου είναι Ελπίδα".
"Ναναι ευλογημένο..." απαντώ διαπιστώνοντας ότι η Ελπίδα είναι έαν μικρό κορίτσι στην εφηβεία.
Μου χαμογελά. Και με σοκάρει λέγοντας: "Πάτερ μάλλον θα φύγω από εδώ μέσα στον επόμενο μήνα...να με μνημονεύεται στους κεκοιμημένους, σας παρακαλώ...". Μιλά με άνεση, με χαρά, χωρίς λύπη, χωρίς θυμό, χωρίς απελπισία....
Η φωνή της, τα μάτια της Ελπίδας, γεμάτα όχι ελπίδα για μια ζωή μετά τον θάνατο αλλά γεμάτα βεβαιότητα. Μιλά για τον θάνατό της σαν να μιλά για την ζωή που την περιμένει, όπως οι Άγιοι, όπως οι άνθρωποι οι οποίοι αν και πονούν πολύ, αγαπούν περισσότερο, αγκαλιάζουν τον σταυρό τους και ανασταίνονται πριν πεθάνουν.
Αν και φύγουν μέσα στην νιότη τους δεν οργίζονται, δεν λένε "γιατί σε μένα"; Λένε "Ναναι ευλογημένο" και αυτό μας πονά όλους εμάς περισσότερο. Γιατί; Διότι τελικά δεν είμαστε έτοιμοι και εμείς να το πούμε, δεν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε την δοκιμασία, τον πόνο, την ασθένεια, τον θάνατο για χάρη της Ζωής.
"Ελπίδα, μην με ξεχάσατε..." είπε και απομακρύνθηκε αργά αργά προς τους οικείους της.
Μα πως να ξεχάσω....
Τους παρατηρώ...παρατηρώ το πως πλησιάζουν το λείψανο του Αγίου, πως κάνουνε τον σταυρό τους, πως δακρύζουν τα μάτια τους.
Σιλουέτες ετοιμόροπες από τις χημειοθεραπείες κάθονται στα στασίδια με κάποιο μικρό κομποσχοίνι στο χέρι τους. Δεν έχουν δύναμη να γυρίσουν τους κόμπους...ίσα ίσα που κουνούν τα χείλη τους λέγοντας την ευχή...
Και εγώ, γεμάτος δύναμη και υγεία, γεμάτος ενέργεια και νιότη...παρατηρώ.
Η παράκληση τελειώνει, η καρδιά μου γεμίζει στεναχώρια. Νιώθω οίκτο για τους ανθρώπους που πονούν, για τους συγγενείς τους που αγωνιούν για το μέλλον.
Βγαίνω από τον ναό. Έχει βραδιάσει. Ο κόσμος κατευθύνεται στα αυτοκίνητά τους για να απόχωρήση από την μονή.
Δεν έχω απομακρυνθεί πολύ από τον ναό. Περπατώ αργά, γεμάτος λογισμούς, γεμάτος "γιατί Θεέ μου, τόσο πόνος";
Αισθάνομαι μία παρουσία να με πλησιάζει. Ακούω μία ισχή φωνή: "Πάτερ, την ευχή σας..." Γυρνώ και βλέπω μία κοπέλα. Στο κεφάλι της φορά ένα πολύχρομο μαντίλι, δεν έχει μαλλιά. Τα μάτια της μεγάλα, κυριαρχούν σαν φωτεινά άστρα μέσα στο σούρουπο.
Σαστίζω από την μορφή της. Διστάζω να πω κάτι. Μου ασπάζεται το χέρι βάζοντας πριν μία μετάνοια.
Σκέφτομαι ότι εγώ πρέπει να βάλω την μετάνοια, εγώ να τις φιλήσω τα χέρια.
"Πάτερ,να εύχεστε για μένα....το όνομά μου είναι Ελπίδα".
"Ναναι ευλογημένο..." απαντώ διαπιστώνοντας ότι η Ελπίδα είναι έαν μικρό κορίτσι στην εφηβεία.
Μου χαμογελά. Και με σοκάρει λέγοντας: "Πάτερ μάλλον θα φύγω από εδώ μέσα στον επόμενο μήνα...να με μνημονεύεται στους κεκοιμημένους, σας παρακαλώ...". Μιλά με άνεση, με χαρά, χωρίς λύπη, χωρίς θυμό, χωρίς απελπισία....
Η φωνή της, τα μάτια της Ελπίδας, γεμάτα όχι ελπίδα για μια ζωή μετά τον θάνατο αλλά γεμάτα βεβαιότητα. Μιλά για τον θάνατό της σαν να μιλά για την ζωή που την περιμένει, όπως οι Άγιοι, όπως οι άνθρωποι οι οποίοι αν και πονούν πολύ, αγαπούν περισσότερο, αγκαλιάζουν τον σταυρό τους και ανασταίνονται πριν πεθάνουν.
Αν και φύγουν μέσα στην νιότη τους δεν οργίζονται, δεν λένε "γιατί σε μένα"; Λένε "Ναναι ευλογημένο" και αυτό μας πονά όλους εμάς περισσότερο. Γιατί; Διότι τελικά δεν είμαστε έτοιμοι και εμείς να το πούμε, δεν είμαστε έτοιμοι να δεχτούμε την δοκιμασία, τον πόνο, την ασθένεια, τον θάνατο για χάρη της Ζωής.
"Ελπίδα, μην με ξεχάσατε..." είπε και απομακρύνθηκε αργά αργά προς τους οικείους της.
Μα πως να ξεχάσω....
π.Παύλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου