Χρόνος και ζωή κατά το Μέγα Βασίλειο
Ο Μ. Βασίλειος έζησε και παρουσίασε στα συγγράμματά του με τον διεισδυτικότερο τρόπο τη σχέση χρόνου και ζωής. Και η αντίστοιχη διδασκαλία του, που επηρέασε βαθύτατα τη μεταγενέστερη θεολογία και διανόηση, παραμένει εξαιρετικά επίκαιρη και σήμερα. Βέβαια ο μεγάλος αυτός ιεράρχης της Καππαδοκίας δεν έγραψε κανένα συστηματικό έργο για το θέμα αυτό. Ερμηνεύοντας όμως την Αγία Γραφή, και ιδιαίτερα την «Εξαήμερο»
της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και αποκρούοντας την αίρεση του Ευνομίου σχετικά με το πρόσωπο του Χριστού, αναφέρθηκε πολλές φορές στον χρόνο και τα σχετικά με αυτόν θέματα. Συνήθως διακρίνουμε τον χρόνο σε τρία μέρη: στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η τριμερής όμως αυτή διάκριση δεν φαίνεται να έχει κάποια αντικειμενική υπόσταση. Πράγματι, αν θελήσουμε να προσδιορίσουμε αντικειμενικώς το παρόν, θα διαπιστώσουμε ότι δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από μια διαχωριστική τομή ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Έτσι η τριμερής διάκριση του χρόνου γίνεται αυτομάτως διμερής. Γι’ αυτό και ο Αριστοτέλης μιλάει για δύο μόνο διαστάσεις του χρόνου, το παρελθόν και το μέλλον: «Του χρόνου», λέει, «τα μεν γέγονε, τα δε μέλλει… το δε νυν ου μέρος· μετρεί τε γαρ το μέρος, και συγκείσθαι δει το όλον εκ των μερών· ο δε χρόνος ου δοκεί συγκείσθαι εκ των νυν»[1].
Βέβαια η θέση αυτή φαίνεται καθαρώς θεωρητική, γιατί δεν είναι δυνατό να υπάρξει πραγματικός χρόνος χωρίς το νυν, δηλαδή το παρόν. Και όμως το παρόν δεν μπορεί να εκληφθεί ως χρονική διάρκεια, γιατί σε μια τέτοια περίπτωση πρέπει αναπόφευκτα να έχει και παρελθόν και μέλλον. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε ότι το παρόν δεν είναι χρόνος, αλλά η απειροστή ή η άτμητη εκείνη στιγμή, με την οποία διαχωρίζεται το παρελθόν από το μέλλον. Και η στιγμή αυτή του παρόντος, ενώ στην πραγματικότητα είναι η μόνη υπαρκτή, γίνεται ασύλληπτη, γιατί αυτόματα υποχωρεί στο παρελθόν.
Και ενώ το παρόν αποτελεί μία ασύλληπτη και φευγαλέα στιγμή, ούτε το παρελθόν ούτε το μέλλον ανήκουν στον άνθρωπο. Το παρελθόν είναι χαμένο, ενώ το μέλλον δεν βρίσκεται στη διάθεσή μας. «Η ουχί τοιούτος ο χρόνος», λέει ο Μ. Βασίλειος, «ου το μεν παρελθόν ηφανίσθη, το δε μέλλον ούπω πάρεστι, το δε παρόν πριν ή γνωσθήναι διαδιδράσκει την αίσθησιν»[2]; Ο άνθρωπος όμως δεν ζει τον χρόνο ως μεμονωμένες στιγμές αλλά ως ευρύτερη διάρκεια, που συνιστά το εκάστοτε παρόν του και αγκαλιάζει το παρελθόν και το μέλλον. Με τη μνήμη και την προσδοκία υπερβαίνει την κάθε στιγμή και ζει το παρόν ως σύνθεση και υπέρβαση του παρελθόντος και του μέλλοντος. Έτσι το παρόν της ανθρώπινης ζωής παρουσιάζεται ως υπέρβαση του χρόνου και παραπέμπει στην αιωνιότητα. Γι’ αυτό και η αρχαία ελληνική μυθολογία προσέδιδε στον χρόνο υπερβατικές διαστάσεις και τον έβλεπε προσωποποιημένο στον θεό Κρόνο, που εξαφάνιζε τα παιδιά του.
Κατά τον Μ. Βασίλειο ο χρόνος είναι το «συμπαρεκτεινόμενον τη συστάσει του κόσμου διάστημα»[3]. Το διάστημα εδώ είναι χρονική έννοια με ποιοτική ή ακριβέστερα ηθική σημασία. Δηλώνει την περίοδο της παρούσας ζωής σε αντιδιαστολή προς την μέλλουσα· την περίοδο της τρεπτότητας και του κινδύνου σε αντιδιαστολή προς τη σταθερότητα και την ασφάλεια της αιωνιότητας. Αλλά και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι η μόνη περίοδος προετοιμασίας του ανθρώπου για την αιώνια μακαριότητα[4]. Έτσι ο χρόνος γίνεται «καιρός», δηλαδή ευκαιρία για την εξαγορά της αιωνιότητας, ή, όπως γράφει ο Γέροντας Σωφρόνιος, «τόπος» συναντήσεως με τον Θεό και την αιωνιότητά του.
Ο χρόνος συνδέεται οργανικά με τον χώρο και δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς αυτόν. Η δημιουργία τους υπήρξε ακαριαία. Τόσο δηλαδή ο χρόνος, όσο και ο χώρος δημιουργήθηκαν αχρόνως με τη θέληση του Θεού. Έτσι ερμηνεύει ο Μ. Βασίλειος και το «εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην»[5]. Όπως η αρχή του δρόμου, παρατηρεί, δεν είναι ακόμα δρόμος, και η αρχή του σπιτιού δεν είναι σπίτι, έτσι και η αρχή του χρόνου δεν είναι χρόνος ούτε μέρος του χρόνου. Σε περίπτωση που θα υποστηρίξει κάποιος ότι και η αρχή είναι χρόνος, πρέπει να μπορέσει να διαιρέσει και αυτήν σε αρχή, μέσο και τέλος, πράγμα που είναι αδύνατο[6].
Στην ευθύγραμμη πορεία του ο χρόνος περιέχει ακατάπαυστους χρονικούς κύκλους, που εξεικονίζουν την αιωνιότητα. Έτσι η ροή του χρόνου προσλαμβάνει σπειροειδή μορφή, που παραπέμπει στην αιωνιότητα. Εξάλλου η πορεία του χρόνου είναι συμφυής με τον κόσμο και με τα πράγματα του κόσμου. Τα συνοδεύει διαρκώς, χωρίς ποτέ να διακόπτεται.
[Συνεχίζεται]
- Αριστοτέλους, Φυσικά 218α.
- Μ. Βασιλείου, Εις Εξαήμερον 5, PG 29, 13B.
- Μ. Βασιλείου, Κατά Ευνομίου 1, 21, PG 29, 560B.
- Μ. Βασιλείου, Εις Ψαλμόν 114, 5, PG 29, 492C. Πρβλ. και Δ. Τσάμη, Η πρωτολογία του Μ.Βασιλείου, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 32-33.
- Γέν. 1, 1.
- Μ. Βασιλείου, Εις Εξαήμερον 1, 6, PG 29, 16C-17A.
Πηγη : pemtousia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου