Όσιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
του π. Γεωργίου Οικονόμου
Ο
Όσιος Παΐσιος καταγόταν από τα Φάρασα της Καππαδοκίας και ήταν ανηψιός και
βαφτισιμιός ενός άλλου μεγάλου αγίου, του Οσίου Αρσενίου του Καππαδόκη. Ο Όσιος
Αρσένιος είδε προφητικά την Χάρη του Θεού στο μικρό παιδί και ζήτησε να το
βαπτίσουν με το δικό του όνομα ως διάδοχό του. Και πραγματικά ο μικρός Αρσένιος
με την Χάρη του Θεού ανδρώθηκε πνευματικά και ο Θεός πλημμύρισε την καρδιά του
με πολλά χαρίσματα. Ας γνωρίσουμε, όμως, λίγα βιογραφικά στοιχεία.
Ο Όσιος Παΐσιος γεννήθηκε στις 25
Ιουλίου 1924 στα Φάρασα της Καππαδοκίας και γονείς του ήταν ο Πρόδρομος και η
Ευλογία, άνθρωποι πιστοί και ευλογημένοι από τον Θεό. Νεογέννητο βρέφος πήρε μαζί
με την οικογένειά του τον δρόμο της προσφυγιάς λόγω της ανταλλαγής των
πληθυσμών και τελικά εγκαταστάθηκαν στην Κόνιτσα. Οι γονείς του τον ανέθρεψαν εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου και
καλλιέργησε από μικρός ένα έντονα ασκητικό φρόνημα. Ήταν ταπεινός, εγκρατής στο
φαγητό, απλός, εργατικός, νοικοκύρης και πρόσεχε πολύ την συμπεριφορά του.
Αγαπούσε την προσευχή και μελετούσε καθημερινά το ευαγγέλιο και τους βίους των
αγίων.
Σε ηλικία δεκαπέντε ετών αξιώθηκε να
δει τον ίδιο τον Χριστό, όπως διηγείται χαρακτηριστικά ο ίδιος: «Από ένδεκα
χρονών διάβαζα βίους Αγίων και έκανα νηστείες και αγρυπνίες. Ο αδελφός μου ο
μεγαλύτερος έπαιρνε και έκρυβε τους βίους. Δεν κατάφερε τίποτε. Πήγαινα στο
δάσος και συνέχιζα. Κάποιος φίλος του τότε, ο Κώστας, του είπε: «Θα σου τον
κάνω να τα παρατήση όλα».
»Ήρθε και μου ανέπτυξε την θεωρία του
Δαρβίνου. Κλονίστηκα τότε και είπα: «Θα πάω να προσευχηθώ, και, αν ο Χριστός
είναι Θεός, θα μου παρουσιαστή να πιστέψω. Μιά σκιά, μια φωνή, κάτι θα μου
δείξει». Τόσο μούκοβε. Πήγα και άρχισα μετάνοιες και προσευχή για ώρες, αλλά
τίποτε. Στο τέλος τσακισμένος σταμάτησα. Μού ήρθε τότε στην σκέψη κάτι που
μούχε πει ο Κώστας: «Παραδέχομαι ότι ο Χριστός είναι ένας σπουδαίος άνθρωπος,
δίκαιος, ενάρετος, τον οποίο εμίσησαν από φθόνο για την αρετή του και τον
καταδίκασαν οι συμπατριώτες του». Τότε είπα: «Αφού είναι τέτοιος, και άνθρωπος
να ήταν, αξίζει να τον αγαπήσω, να τον υπακούσω και να θυσιασθώ γι Αυτόν. Δεν
θέλω ούτε παράδεισο, ούτε τίποτε. Για την αγιότητά του και την καλωσύνη του
αξίζει κάθε θυσία». (Καλός λογισμός και φιλότιμο).
»Ο Θεός περίμενε την αντιμετώπισή μου.
Ύστερα από αυτό παρουσιάσθηκε ο ίδιος ο Χριστός μέσα σε άφθονο φως. Φαινόταν
από την μέση και πάνω. Μέ κοίταξε με πολλή αγάπη και μου είπε: «Εγώ ειμι η
ανάστασις και η ζωή. Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσεται». Τα λόγια αυτά
ήταν γραμμένα και στο Ευαγγέλιο που κρατούσε ανοικτό στο αριστερό χέρι Του».
Το γεγονός αυτό διέλυσε στον δεκαπενταετή Αρσένιο τους λογισμούς αμφιβολίας, που τάραζαν την παιδική του ψυχή, και γνώρισε με την χάρι του Θεού τον Χριστό ως Θεό αληθινό και Σωτήρα του κόσμου. Βεβαιώθηκε για τον Θεάνθρωπο, όχι από άνθρωπο ή από βιβλία, αλλά από τον ίδιο τον Κύριο, που του αποκαλύφθηκε και μάλιστα σε τέτοια ηλικία. Στερεωμένος πλέον στην πίστη μονολογούσε: «Κώστα, άμα θέλης τώρα, έλα να συζητήσουμε».
Το γεγονός αυτό διέλυσε στον δεκαπενταετή Αρσένιο τους λογισμούς αμφιβολίας, που τάραζαν την παιδική του ψυχή, και γνώρισε με την χάρι του Θεού τον Χριστό ως Θεό αληθινό και Σωτήρα του κόσμου. Βεβαιώθηκε για τον Θεάνθρωπο, όχι από άνθρωπο ή από βιβλία, αλλά από τον ίδιο τον Κύριο, που του αποκαλύφθηκε και μάλιστα σε τέτοια ηλικία. Στερεωμένος πλέον στην πίστη μονολογούσε: «Κώστα, άμα θέλης τώρα, έλα να συζητήσουμε».
Έτσι, μεγάλωνε και προέκοπτε ως προς τη
σοφία, την ηλικία και την Χάρη του Θεού και προσέχοντας ιδιαίτερα τη ζωή του.
Έλεγε χαρακτηριστικά ότι όταν ήταν νέος, για να μην σκανδαλίζεται με τις κοπέλες,
όταν βάδιζε στο δρόμο, κοιτούσε συνέχεια κάτω, σε σημείο μάλιστα συγγενείς και
φίλοι να παρεξηγούνται επειδή δεν τους χαιρετούσε.
Υπηρέτησε την πατρίδα ως στρατιώτης
για τέσσερα χρόνια και, μάλιστα, σε περίοδο πολέμου με ζήλο, ανδρεία, αυτοθυσία
και αυταπάρνηση. Το σπουδαιότερο βήμα, όμως, στη ζωή του ήταν όταν έγινε
μοναχός στο Άγιον Όρος εκπληρώνοντας τον βαθύ πνευματικό του πόθο. Στην Ιερά
Μονή Στομίου στην Κόνιτσα, όπου ασκήτεψε, τάιζε άγριες αρκούδες με τα χέρια
του. Η άσκησή του, η καθαρή καρδιά και η ταπείνωση ευαρέστησαν τον Θεό, ο
Οποίος τον έκανε μέτοχο των ενεργειών Του δίνοντάς του πολλά χαρίσματα.
Διορατικό, προορατικό, θαυματουργικό, θεολογικό και το σπουδαιότερο, ίσως, όλων
την αγάπη.
Με την αγάπη του παρηγορούσε τους πονεμένους
ανθρώπους, αγάπη που εκφραζόταν με την προσευχή του και τα φωτισμένα λόγια του.
Λόγια απλά και διακριτικά, με πηγαίο και αγνό χαριτωμένο ύφος, με βαθύ πόνο άλλες
φορές, μα πάντα λόγια αληθινά, όπως φώτιζε ο Θεός. Για τον λόγο αυτό
προσέρχονταν χιλιάδες άνθρωποι από όλη την Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό να ζητήσουν
την ευχή, τη νουθεσία, την προσευχή. Αυτός τους άκουγε με άκρα υπομονή, τους μιλούσε
με χαρά και τους αποχαιρετούσε δίνοντάς τους πάντα κάποια ευλογία, συνήθως
σταυρουδάκια, που έφτιαχνε ως εργόχειρο ο ίδιος. Ως υπερβολή της αγάπης του
ερμηνεύεται και η απόφασή του να απαρνείται την αγαπημένη του ησυχία και άσκηση
και τον μοναχικό κανόνα, για να «βγαίνει» στον κόσμο και να συναντά όσους δεν
μπορούσαν να τον επισκεφθούν στο Άγιον Όρος.
Η ίδια αγάπη τον έκανε να ενσυναισθάνεται
και τον πόνο των ασθενών αντιμετωπίζοντας και ο ίδιος πολλές και σοβαρές
ασθένειες από τα νεανικά του χρόνια. Συνέπασχε με τον τρόπο αυτό με όλους τους ασθενείς
και προσευχόταν βαθειά για την εκ Θεού παρηγοριά τους. Ο ίδιος, ενώ είχε
απόλυτη εμπιστοσύνη στην θεία αγάπη ποτέ δεν αρνήθηκε την συνεισφορά της ιατρικής
επιστήμης και έκανε με διάκριση υπακοή στις ιατρικές εντολές, ακόμα και όταν
έπρεπε να παραβεί τον μοναχικό του κανόνα περί κρεοφαγίας. Εκοιμήθη με
μαρτυρικό τρόπο λόγω των αφόρητων πόνων του καρκίνου, που αντιμετώπιζε πάντα με
δοξολογία και ψαλμωδίες, την 12η Ιουλίου 1994. Ετάφη στο Ησυχαστήριο
της Σουρωτής, του οποίου είχε την πνευματική ευθύνη, δίνοντας παρηγοριά σε
χιλιάδες χιλιάδων προσκυνητών, οι οποίοι και μετά θάνατον προσέρχονται να
προσκυνήσουν ευλαβικά τον τάφο του, να ζητήσουν τη βοήθειά του και να φύγουν
πάντα παρηγορημένοι. Ας έχουμε τις αγίες του πρεσβείες και ας ενθυμούμαστε ότι
ο μακαριστός άγιος γέρων Παΐσιος ουσιαστικά τήρησεμε την ζωή του την εντολή του
Θεού: ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι (Α΄
Πε. 1, 16), εντολή η οποία αφορά όλους τους χριστιανούς. Προσκαλούμαστε να
γίνουμε άγιοι και ο ασφαλέστερος δρόμος, για να επιτύχουμε κάτι τέτοιο είναι η μελέτη
και η μίμηση της ζωής των αγίων, οι οποίοι προσείλκυσαν την Θεία Χάρη με την
ταπείνωση, τον φιλότιμο ασκητικό αγώνα και την εργασία των θείων εντολών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου