Πότε, γιαγιά μου, πότε;
Στο ποίημα του Γεώργιου Βιζυηνού, «Ὁ τελευταῖος Παλαιολόγος» (1882), ρωτάει το παιδάκι τη γιαγιά του: «Ἀπέθανε, γιαγιά;». Και η γιαγούλα απαντάει: «Ποτέ, παιδάκι μου, κοιμᾶται».
Το εγγονάκι επιμένει και λέει στη γιαγιά: «Καὶ τώρα πιὰ δὲν ἠμπορεῖ γιαγιάκα νὰ ξυπνήση;». «Ὤ, βέβαια!» λέει η γιαγιά, «Καιροὺς καιρούς, σηκώνει τὸ κεφάλι, καὶ βλεπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή, πὄχει ὁ Θεὸς ὁρίσει».
«Πότε, γιαγιά μου, πότε;» ξαναρωτάει το όμορφο εγγονάκι.
Όλο το ποίημα του Βιζυηνού είναι μια τέτοια κουβεντά συγκινητική για τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά που μέλλει να ξυπνήσει. Κι οι Έλληνες, νομίζω, έχουμε όλοι τη θέση του παιδιού σ’ αυτόν εδώ τον διάλογο: «Πότε, γιαγιά μου, πότε;».
Σαν το μικρό παιδάκι στο ποίημα του Βιζυηνού, έτσι ανυπόμονα ρωτούμε όλοι οι Έλληνες το πότε θα βαδίσουμε στην Πόλη, το πότε θα ξυπνήσει ο Βασιλέας. Το πότε, δηλαδή, θα έρθει για τους Έλληνες εκείνη η δοξασμένη μέρα.
Είναι αυτή η δοξασμένη μέρα που τη γράφει κι ο Κώστας Καρυωτάκης στο ποίημα του «Μαρμαρωμένε Βασιλιᾶ»:
Μαρμαρωμένε Βασιλιά, πολὺ δὲ θὰ προσμένεις
Ἕνα πρωὶ ἀπ᾿ τὰ νερὰ τοῦ Βόσπορου κεῖ πέρα
θὲ νὰ προβάλει λαμπερός, μιᾶς Λευτεριᾶς χαμένης,
ὁ ἀσημένιος ἥλιος. Ὤ, δοξασμένη μέρα!
Γράφει ο Κώστας Παναγόπουλος,
Πηγή: greecesaid.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου