ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4ο.
«Συ ει Πέτρος...»
Οι πιο αντικειμενικοί από τους δικούς μου ανθρώπους με συμβούλεψαν να μελετήσω τις βιβλικές βάσεις της παποσύνης, δηλαδή τα ευαγγελικά χωρία που επικαλείται ο παπισμός προς απόδειξη και δικαίωση του ονομαζομένου «Πρωτείου του Πέτρου»
[1].
[1].
Θεώρησα δίκαιη την συμβουλή αυτή και ήταν και πολύ της αρεσκείας μου, εφόσον μου προσφερόταν μία νέα ευκαιρία να εξετάσω το ζήτημα με βάση τις Άγιες Γραφές. Όπως είναι φυσικό, διάλεξα ως αντικείμενο των ερευνών μου την κυριότερη από τις ευαγγελικές αυτές περικοπές, στο 16ο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του Ματθαίου, πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε η διδασκαλία περί του Πρωτείου: «Συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν»[2].
Για τον Ρωμαιοκαθολικισμό οι φράσεις αυτές του Κυρίου προς τον Σίμωνα Πέτρο αποτελούν την θεία σύσταση της παπικής εξουσίας του[3]. Ο Ιησουίτης Bernardino Llorca γράφει: «Ως αμοιβή της θαυμάσιας ομολογίας του για την θεότητα του Ιησού Χριστού, Εκείνος ανακοίνωσε στον Πέτρο ότι θα ήταν ο θεμέλιος λίθος, δηλαδή η κεφαλή και η ανώτατη αρχή του οικοδομήματος της Εκκλησίας Του»[4]. Δηλαδή, «η μεταφορά αυτή (Πέτρος = Πέτρα) για τον Απόστολο, που δείχνει ότι είναι το θεμέλιο της Εκκλησίας, αποδεικνύει επίσης σαφώς ότι καθίσταται ανώτατος άρχοντάς της. Η έννοιά της είναι ότι εκείνος οφείλει να είναι για την Εκκλησία ό,τι είναι το θεμέλιο για ένα οικοδόμημα. Και όπως σε κάθε οικοδόμημα το θεμέλιο είναι ακριβώς εκείνο που στερεώνει και δίνει αληθινή ενότητα στο σύνολο, έτσι και στην Εκκλησία αυτός είναι που δίνει την σταθερότητα και την αληθινή ενότητα»[5].
Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία της ευαγγελικής περικοπής, η ρωμαϊκή Εκκλησία διδάσκει ότι ο άγιος Πέτρος, πρώτος Πάπας, «είναι το θεμέλιο και ο ακρογωνιαίος λίθος της Εκκλησίας, ο άρχοντας και η κεφαλή της και ο αλάθητος διδάσκαλος της οικουμένης»[6]. Και πράγματι, η διδασκαλία αυτή καθίσταται επίσημη και υποχρεωτική και «είναι προφανές ότι σύμφωνα με την θέληση και την διαταγή του Θεού, η Εκκλησία στηρίζεται πάνω στον μακάριο απόστολο Πέτρο, όπως ακριβώς ένα οικοδόμημα πάνω στα θεμέλιά του»[7].
Ωστόσο, αυτή η τόσο εσφαλμένη διδασκαλία, απαιτεί να συμφωνεί, κατά την Σύνοδο του Βατικανού, «με την απολύτως σαφή και προφανή έννοια των Αγίων Γραφών, όπως την εννοούσε πάντοτε η καθολική Εκκλησία»[8]. Και παρ’ όλα αυτά, κατά την κρίση μου, «η προφανής και απολύτως σαφής έννοια των Αγίων Γραφών, όπως την εννοούσε πάντοτε η καθολική Εκκλησία», ήταν ακριβώς η τελείως αντίθετη. Γιατί λίγα πράγματα στις Άγιες Γραφές είναι τόσο προφανή και τόσο σαφή όσο το ότι «θεμέλιον γαρ άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ος εστιν Ιησούς Χριστός»[9]. «Ο Ιησούς Χριστός είναι το μόνο αληθινό θεμέλιο της Εκκλησίας», λέει ο άγιος Αθανάσιος[10]. Ο Κύριος είναι το μοναδικό θεμέλιο, για το οποίο ο απόστολος Παύλος είναι υπερήφανος που το έθεσε, όταν μαζί με τον ίδιο τον απόστολο Πέτρο «οικοδόμησε την Εκκλησία της Ρώμης»[11]· διότι «μόνον ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι το θεμέλιο όλων των τμημάτων της Εκκλησίας Του»[12]. «Όποτε στις Άγιες Γραφές γίνεται λόγος για θεμέλιο», λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Μέγας, «δεν λέγεται για κανέναν άλλον παρά για τον Κύριο»[13]. Φαίνεται απίστευτο το να μπορεί κανείς να αρνείται ότι ο Ιησούς Χριστός είναι η Πέτρα και το θεμέλιο της Εκκλησίας, αν αναγνώσει έστω και για μία μόνο φορά τα κανονικά βιβλία της Παλαιάς[14] και της Καινής Διαθήκης[15].
Τα λόγια του Κυρίου «Συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν», τα οποία αναφέρονται στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, δεν επαναλαμβάνονται από κανέναν άλλον Ευαγγελιστή. Στον Ιωάννη, παρ’ όλο που ήταν αυτόπτης μάρτυς της ομολογίας του Πέτρου, δεν βρίσκεται ούτε ο ελάχιστος υπαινιγμός για αυτά, ούτε στον Λουκά ούτε στον Μάρκο, ο οποίος μάλιστα ήταν μαθητής, σύντροφος και ερμηνευτής του ιδίου του Πέτρου και έγραψε το Ευαγγέλιό του σύμφωνα με το πνεύμα και την διδασκαλία του Αποστόλου αυτού.
Όλα αυτά φανερώνουν ότι οι Ευαγγελιστές δεν ήταν οπαδοί και υποστηρικτές του παπικού πρωτείου, δεδομένου ότι λησμόνησαν να σημειώσουν στα ιερά έργα τους εκείνο που κατά την ρωμαϊκή διδασκαλία, αποτελεί «το σημαντικότερο στοιχείο του χριστιανισμού»[16], «την σύνοψη και την ουσία του»[17]. Η μήπως θα ήταν σωστότερο να αποδώσουμε την ευθύνη της αδικαιολόγητης αυτής παραλείψεως στο ίδιο το Άγιο Πνεύμα, υπό την καθοδήγηση του οποίου «φερόμενοι ελάλησαν»[18]; Ομοίως, στους άμεσους μαθητές των Αποστόλων, κατά την δεύτερη γενιά του χριστιανισμού, δεν βρίσκουμε ούτε ίχνος υπαινιγμού για το συγκεκριμένο χωρίο. Πράγματι, στα έργα των αποστολικών Πατέρων, στα οποία εμπεριέχονται 412 παραπομπές της Αγίας Γραφής, απουσιάζει τελείως κάτι σχετικό με την ομολογία του Πέτρου, η οποία αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο από τον Ματθαίο. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα άλλα ευαγγελικά χωρία που οι ρωμαιοκαθολικοί επικαλούνται για να υποστηρίξουν το παπικό πρωτείο.
Ούτε στην Διδαχή (Διδασκαλία των Δώδεκα Αποστόλων) ούτε στον Κλήμη ούτε στον Ιγνάτιο ούτε στον Πολύκαρπο ούτε στον Βαρνάβα ούτε στην προς Διόγνητο επιστολή ούτε στα αποσπάσματα του Παπία ούτε ακόμη και στον Ποιμένα του Ερμά, όπου γίνεται λόγος μόνο για την οργάνωση και την συγκρότηση της Εκκλησίας, μπορεί κανείς να βρει το ελάχιστο ίχνος για το διαφημιζόμενο από τους ρωμαιοκαθολικούς «Συ ει Πέτρος...».
Σαφέστατα λοιπόν φαίνεται ότι οι δύο πρώτοι αιώνες αγνοούν το στοιχείο εκείνο «πάνω στο οποίο στηρίζεται ολοκληρωτικά ο χριστιανισμός»[19]!
Η σημαντική αυτή παράλειψη είναι περισσότερο αισθητή στον Ποιμένα του Ερμά, ο οποίος ήταν αδελφός του Πίου, Επισκόπου Ρώμης, και ο οποίος, όπως γνωρίζουμε από τον κανόνα του Μουρατόρι, έγραψε επιπλέον το έργο αυτό κατά την διάρκεια της επισκοπείας του αδελφού του. Εκεί ο Ερμάς περιγράφει την θέση των Αποστόλων, των επισκόπων, των διδασκάλων και διακόνων[20], των ηγουμένων[21], των πρωτοκαθεδριτών και των προεδρευόντων στην Εκκλησία πρεσβυτέρων[22].
Ωστόσο, στον Ποιμένα, τον πληρέστατο από εικόνες και συμβολισμούς για την οργάνωση και την ιεραρχία της Εκκλησίας, δεν συναντούμε πουθενά ούτε μία μαρτυρία για την μοναδική θέση ενός επισκόπου, ως γενικού αρχηγού ολοκλήρου του χριστιανισμού.
Είναι λοιπόν εξαιρετικά σημαντικό το ότι και αυτός ακόμη ο αδελφός του Επισκόπου Ρώμης φαίνεται να αγνοεί τελείως τα περί του παπικού πρωτείου! Η πρώτη ένδειξη του ευαγγελικού χωρίου για την ομολογία, δεν εμφανίζεται παρά μόλις στο δεύτερο μισό του 2ου αιώνα, οπότε, περί το 160, γράφτηκε ο προς τον Ιουδαίο Τρύφωνα Διάλογος από τον μάρτυρα Ιουστίνο.
Το αδιάφορο ύφος με το οποίο ο Ιουστίνος εξιστορεί την ομολογία του Αποστόλου είναι σαφές: «Έναν από τους μαθητές του, ο οποίος, μέσω αποκαλύψεως από τον Πατέρα, τον ομολόγησε Υιό του Θεού, ενώ πριν ονομαζόταν Σίμων, τον ονόμασε Πέτρο»[23].
Περί το τέλος του ιδίου αιώνα εμφανίζεται για πρώτη φορά στην εκκλησιαστική γραμματολογία, αν και όχι πολύ αξιόπιστη, μία παραπομπή του συγκεκριμένου χωρίου. Το κείμενο στο οποίο αυτή περιέχεται ανήκει στο Διατεσσάρων Ευαγγέλιον του σύρου κληρικού Τατιανού. Το έργο αυτό είναι τέτοιας σημασίας, ώστε στην συριακή Εκκλησία αντικατέστησε σχεδόν πλήρως τα κανονικά Ευαγγέλια, τουλάχιστον μέχρι το μισό του 4ου αιώνα. Η παραπομπή είναι η εξής: «Μακάριος είσαι, Σίμωνα. Και οι θύρες του Άδη δεν θα σε νικήσουν»[24].
Από την σημασία της ανατολικής εκφράσεως «οι θύρες» μπορούμε μόνο να συμπεράνουμε την νίκη του Πέτρου πάνω στον θάνατο[25], κατά την ίδια έννοια με εκείνην που ο αναστάς Κύριος χρησιμοποίησε λέγοντας για τον Ιωάννη: «Ο μαθητής εκείνος ουκ αποθνήσκει»[26].
Από τον Ιουστίνο πρέπει να μεταπηδήσουμε στον χρυσό αιώνα της Εκκλησίας για να βρούμε άλλες παραπομπές του χωρίου μας. Κατ’ αρχήν, το πρώτο που παρατήρησαν οι άγιοι Πατέρες, είναι ότι ο Κύριος ονόμασε τον Απόστολό του «Πέτρο», σε αρσενικό γένος, ενώ είπε ότι θα οικοδομήσει την Εκκλησία «επί τη πέτρα», σε θηλυκό γένος.
Η διάκριση είναι προφανής, αποκλείοντας έτσι εντελώς την ταύτιση του Πέτρου με την Πέτρα. Η διάκριση αυτή οδήγησε τους Πατέρες και τους υπολοίπους εκκλησιαστικούς συγγραφείς στο να πιστέψουν ότι η πέτρα πάνω στην οποία χτίστηκε η Εκκλησία δεν ήταν η προσωπικότητα του αποστόλου Πέτρου, γιατί σε αυτήν την περίπτωση ο Κύριος θα χρησιμοποιούσε την έκφραση «επ’ αυτώ τω Πέτρω»[27].
Συνεπώς, οι περισσότεροι από τους αγίους αυτούς συγγραφείς έκλιναν προς την ερμηνεία της πέτρας ως ομολογίας πίστεως στον Υιό του Θεού, ερμηνεία την οποίαν προ πολλού είχε ήδη χαράξει ο άγιος Ιούδας, συμβουλεύοντας να οικοδομούμε «εαυτούς τη αγιωτάτη ημών πίστει»[28].
Κάποιοι άλλοι ερμήνευσαν την πέτρα ως τον ίδιο τον Χριστό, τον οποίον οι Προφήτες προανήγγειλαν ως την αναμενόμενη Πέτρα του Ισραήλ[29], πράγμα το οποίο ο ίδιος ανάγει στον εαυτό Του[30].
Τέλος, άλλοι, πλην ελάχιστοι, συγγραφείς, όπως ο Τερτυλλιανός, μολονότι ορισμένες φορές ταυτίζουν την πέτρα με τον Απόστολο, αποδίδουν στην μεταφορική αυτήν ερμηνεία μία πνευματική μόνο σημασία, χωρίς να θεωρούν αυτήν ιδιαίτερο προνόμιο του Αποστόλου σε σύγκριση με τους άλλους, και πολύ περισσότερο διαδοχικό[31]. Ο μέγας άγιος Αυγουστίνος γράφει στις Retractationes του ότι διαβάζοντας το ευαγγελικό αυτό χωρίο κατ’ αρχάς επιφανειακά, νόμισε ότι η πέτρα μπορεί να ταυτιστεί με τον Απόστολο. Αργότερα όμως, μελετώντας το με προσοχή, κατάλαβε ότι η σωστή ερμηνεία είναι ότι η πέτρα πάνω στην οποίαν η Εκκλησία είναι κτισμένη, δεν είναι παρά Εκείνος, τον οποίον ο απόστολος Πέτρος ομολόγησε ως Υιό του Θεού[32].
Ο ιερός Αυγουστίνος δίδασκε πάντοτε την διδασκαλία αυτήν, όπως συνάγεται από αναρίθμητα σημεία των έργων του. Και αναφέρει τους λόγους αυτής της ερμηνείας: «Διότι η Πέτρα είναι το κύριο όνομα και γι αυτό ο Πέτρος παίρνει το όνομα αυτό από την Πέτρα κι όχι η Πέτρα από τον Πέτρο· όπως κι εμείς οι ίδιοι οι χριστιανοί παίρνουμε το όνομα τούτο από τον Χριστό και όχι ο Χριστός από τους χριστιανούς. “ Εσύ”, λέει ο Χριστός, “είσαι Πέτρος, και πάνω σε αυτήν την Πέτρα την οποίαν ομολόγησες λέγοντας ‘Συ ει ο Χριστός ο Υιος του Θεού’, θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου· δηλαδή πάνω σε Εμένα τον ίδιο, τον Υιό του Θεού του ζώντος”»[33].
Το ίδιο επαναλαμβάνει ο ιερός Αυγουστίνος, σχεδόν με τις ίδιες λέξεις, στην 1η του ομιλία για την εορτή των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου[34].
Επίσης στην 5η ομιλία του, της Πεντηκοστής, λέει ακόμη πιο σαφώς: «Πάνω σε αυτήν την Πέτρα θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου· όχι πάνω στον Πέτρο (Petrum), ο οποίος είσαι εσύ, αλλά στην Πέτρα (Petram), την οποίαν ομολόγησες»[35]. Και προσθέτει στο 124ο Tractatus για τον ευαγγελιστή Ιωάννη: «Πάνω σε αυτήν την Πέτρα την οποίαν ομολόγησες θα οικοδομήσω την Εκκλησία μου· επειδή ο ίδιος ο Χριστός ήταν η Πέτρα» [36].
Ο ίδιος άγιος Πατήρ ειρωνευόταν κάποιους ετεροδόξους, οι οποίοι, όπως σήμερα οι παπικοί, ταύτιζαν τον απόστολο Πέτρο με την Πέτρα. Ερμηνεύοντας τα χωρία της αποστασίας του Πέτρου, τους ρωτά σκωπτικά με το πύρινο ύφος που τον χαρακτηρίζει: «Και που είναι τώρα η Πέτρα σας; Που η στερεότητά της; Ο ίδιος ο Χριστός ήταν η Πέτρα, ενώ ο Σίμων δεν ήταν παρά μόνον ένας Πέτρος ...πέτρινος. Η αληθινή Πέτρα σηκώθηκε για να ενδυναμώσει τον Πέτρο, ο οποίος είχε κλονιστεί εγκαταλείποντας την Πέτρα»[37].
Πάνω σε αυτήν την θεία Πέτρα, τον αληθινό Υιό Του, ο Θεός έθεσε «τα σχετικά θεμέλια», δηλαδή τα πρώτα ανθρώπινα υλικά της Εκκλησίας. Τα θεμέλια αυτά είναι όλοι οι Απόστολοι μαζί, μεταξύ των οποίων ο Σίμων Πέτρος δεν κατέχει καμία ειδική θέση εξουσίας. Αυτό διδάσκουν ο απόστολος Παύλος[38] και ο ευαγγελιστής Ιωάννης, ο οποίος σε ένα από τα θαυμαστά προφητικά οράματά του είδε ότι το οικοδόμημα της Εκκλησίας, το οποίο θεμελιώθηκε πάνω στην «Πέτρα», είχε «θεμελίους δώδεκα, και επ’ αυτών τα δώδεκα ονόματα των δώδεκα Αποστόλων του Αρνίου»[39].
Γι' αυτό ο άγιος Ιγνάτιος ο Αντιοχεύς γράφει στους Τραλλιανούς ότι «εκτός αυτών [των Αποστόλων], δεν υπάρχει ούτε το όνομα της Εκκλησίας»[40]· και ο άγιος Κυπριανός διακηρύττει το ίδιο με άλλες λέξεις, διδάσκοντας ότι η Εκκλησία στηρίζεται «super episcopos», δηλαδή πάνω στους Αποστόλους και τους διαδόχους τους[41], οι οποίοι οικοδομήθηκαν πάνω στον αμετακίνητο βράχο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού[42].
Το να παραδεχθούμε ότι η Εκκλησία οικοδομήθηκε μόνο πάνω στον απόστολο Πέτρο, εξαιρώντας όλους τους άλλους, όπως ισχυρίζεται το παπικό σύστημα[43], ισοδυναμεί με το να συγκρίνουμε τον Σωτήρα με εκείνον τον «μωρό άνδρα» της παραβολής, «όστις ωκοδόμησεν αυτού την οικίαν επί την άμμον», η οποία οικία «έπεσεν, και ην η πτώσις αυτής μεγάλη»[44].
«Εσύ λες ότι η Εκκλησία στηρίχθηκε πάνω στον απόστολο Πέτρο», γράφει ο άγιος Ιερώνυμος στον αιρετικό Iovinianus, «αλλά η αλήθεια είναι ότι στηρίχθηκε πάνω σε όλους τους Αποστόλους· και η δύναμη της Εκκλησίας αποκαταστάθηκε πάνω σε όλους αυτούς»[45].
Η μελέτη των διδασκαλιών των Πατέρων σχετικά με το θέμα αυτό των Αγίων Γραφών ήταν ιδιαιτέρως ωφέλιμη για μένα. Γιατί, όπως γράφει ο άγιος Βικέντιος, «είναι ανάγκη, για να αποφύγουμε τις δυσκολίες και τους λαβυρίνθους της πλάνης, ο τρόπος της ερμηνείας των Αγίων Βίβλων να είναι σύμφωνος με τον τρόπο που έχει οριστεί από την κατά παράδοση εκκλησιαστική έννοια»[46].
Μετά την πατρολογική αυτή έρευνα, δεν είχα πλέον καμία αμφιβολία ότι η ρωμαιοκαθολική διδασκαλία που αναφερόταν στο παπικό πρωτείο του αποστόλου Πέτρου ήταν παντελώς αντίθετη με το «προφανές και σαφέστατο νόημα» των Αγίων Γραφών, τις διδασκαλίες των Αποστόλων, τις ερμηνείες των αγίων Πατέρων και γενικά με την σταθερή και οικουμενική κατά παράδοση διδασκαλία της Εκκλησίας του Χριστού[47].
Σημειώσεις
[1] Τα χωρία αυτά είναι τα εξής: Ματθ. 16, 18-19: «Συ ει Πέτρος, και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής· και δώσω σοι τας κλείς της βασιλείας των ουρανών, και ό εάν δήσης επί της γης, έσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ό εάν λύσης επί της γης, έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς». Ιω. 21, 15-17: «Λέγει τω Σίμωνι Πέτρω ο Ιησούς· Σίμων Ιωνά, αγαπάς με πλείον τούτων; λέγει αυτώ· Ναί, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ· Βόσκε τα αρνία μου. λέγει αυτώ πάλιν δεύτερον· Σίμων Ιωνά, αγαπάς με; λέγει αυτώ· Ναι, Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ· Ποίμαινε τα πρόβατά μου. λέγει αυτώ το τρίτον· Σίμων Ιωνά, φιλείς με; ελυπήθη ο Πέτρος ότι είπεν αυτώ το τρίτον, φιλείς με, και είπεν αυτώ· Κύριε, συ πάντα οίδας, συ γινώσκεις ότι φιλώ σε. λέγει αυτώ ο Ιησούς· Βόσκε τα πρόβατά μου». Λουκ. 22, 31-32: «Σίμων Σίμων, ιδού ο σατανάς εξητήσατο υμάς του σινιάσαι ως τον σίτον· εγώ δε εδεήθην περί σου ίνα μη εκλίπη η πίστις σου· και συ ποτε επιστρέψας στήριξον τους αδελφούς σου».
[3] Βλ. π.χ., Knabenbauer, S.I., Cursus Scripturae Sacrae, Paris 1903, Comment. in. Ev. Matthaeum, pars altera, σ. 60 κ.ε. Οι Π. Knabenbauer, Cornely και Hummelauer του τάγματος των Ιησουιτών, έχουν το θράσος να υποστηρίζουν στο «Cursus Scripturae Sacrae» τους ότι εκείνοι από τους αγίους Πατέρες που δεν αναγνωρίζουν με βάση το προαναφερθέν χωρίο το παπικό πρωτείο, είναι γιατί έσφαλαν, καθώς δεν πρόσεξαν καλά την πραγματική έννοια του όλου κειμένου: «Si Sanctus Doctor recogitasset –γράφει ο Knabenbauer μιλώντας περί του αγ. Αυγουστίνου– Christum locutum esse aramaice, vel si hane et totum conteaum perpendiset, profecto priore sua interpretatione stetisset» (Αυτόθι, σ. 61).
[7] Λέοντος ΙΓ΄, Εγκύκλιος «Satis Cognitum» (το κείμενο στο Jose Madoz, S. I., Enquiridion sobre el Primado Romano, 361).
[8] Concil. Vatic. Constitut. Dogmat., I. De Ecclesia Christi, κεφ. 1 (Denyinger, Enquiridion, σ. 396). Βλ. επίσης: The Conversations at Malines, που δημοσιεύθηκαν από τονΛόρδο Halifax, ΙΙΙ. Conv. London, 1930.
[14] Ήδη στην Παλαιά Διαθήκη, ο Θεός και ο Χριστός συμβολίζονται πολλάκις με την Πέτρα: Γέν. 49, 24· Δευτ. 32, 4· 32, 15· Β΄ Σαμ. 23, 3· Ψαλμ. 18, 2, 46· 19, 14· 28, 1·31, 3· 73, 26· 89, 26· 118, 22· Ησ. 8, 14· 28, 16· Ζαχ. 3, 8-9 (πρβ. Αποκ. 5,6) [σημ. εκδ.· οι ανωτέρω παραπομπές ισχύουν με βάση το εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης].
[15] Στην Καινή Διαθήκη το σύμβολο της Πέτρας αναφέρεται πάντοτε στον Ιησού Χριστό: Ματθ. 21, 42-44· Μάρκ. 12, 10· Λουκ. 20, 17· Πράξ. 4, 11· Ρωμ. 9, 33· Εφεσ. 2, 20·Α΄ Κορ. 3, 1012· Κολ. 2, 7· Α΄ Πέτ. 2, 4-8.
[25] Η ανατολική έκφραση «οι θύρες» σημαίνει «δυνάμεις», επειδή σε περιπτώσεις πολέμου η άλλου εξωτερικού κινδύνου, αυτές συγκεντρώνονταν στις θύρες των οχυρωμένων πόλεων, όπου και επιδεικνυόταν οριστικά η πραγματική δύναμη εναντίον του εχθρού. Η έννοια αυτή, περισσότερο γενικευμένη, χρησιμοποιείται μέχρι των ημερών μας· εξ ου οι εκφράσεις όπως «Υψηλή Θύρα», κ.α. Αυτή η μεταφορά ήταν βέβαια συνηθισμένη μεταξύ των Εβραίων, λαού κατ’ εξοχήν ανατολικού, και μέσω εκείνου μπήκε στα κείμενα των Αγίων Γραφών.
[27] Βλ. π.χ. αγ. Αυγουστίνου, In concione II super Psalmum XXX· In Psalm. LXXXVI· Epistola CLXV ad Generosum· Tractati VII, CXXIII et CCXXIV in Ioannem· Sermo CCLXX in die Pentecostes, V· Sermo CCXLIV· Sermo CCXIV· in Psalm. LXIX· Sermo XXIX De Sanctis De Baptism., II, 1. Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Ομιλία 55η εις τον Ευαγγ.Ματθαίον· Ομιλία 51η εις Ματθ. 16, 18· Ομιλία 65η· Ομιλία 4η· Ομιλία 83η· Ομιλίαι 4η, 51η, 55η, 65η και 83η. Αγ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, εις Ησαΐαν, Βιβλ. 4ον, Λόγος 2ος· Περί Παναγίας Τριάδος, 4· Εις το κατά Ιωάννην Ευαγγ. 21, 42. Αγ. Ιερωνύμου, In Setum. Matthaeum, liber VI· Adversus Iovinianum, lib. 1· In Psalmum LXXXVI·Epistola XV ad Damasum, 2. Αγ. Κυπριανού, Epist. XXVII De Lapsis· Epist. XXXIII, in initio· Epist. LXXIII ad Iubaianum· De Unitate Ecclesiae, IV. Αγ. Αμβροσίου, De Incarnatione Domin. Sacrament, 5· Liber VI Comment. In Evang. Lucae, 9· Comment. In Ephes., 2· Epist. ad Damasum.Αγ. Ιωάννου του Δαμασκηνού, Ομιλία περί τηςΜεταμορφώσεως. Τερτυλλιανού, De Pudicitia, 21· De Prascriptionibus Hareticorum, XVI et XXII. Αγ. Αθανασίου, κατά Αρειανών, 3. Αγ. Γρηγορίου Ναζιανζηνού, Ομιλία 32α, 18. Αγ. Γρηγορίου Νύσσης,Εγκώμιον εις τον άγ. Στέφανον, 2· Περί της Ελεύσεως του Κυρίου. Αγ. Βασιλείου, Εις το 2ον κεφ. τούΗσαΐου· Κατά Ευνομίου, 2, 4. Αγ. Επιφανίου, Κατά Αιρέσεων, 59. Αγ. Ιλαρίου, De S. S. Trinitate, liber II et VI. Αγ. Γρηγορίου του Μεγάλου (Ρώμης), Moralia in Iob, XXVIII, 14· Comment. in Psalm. CI, 27. Αγ.Ισιδώρου του Ισπάλεως, De Officiis, lib. II, 5. Αγ. Βέδα, In quaest. super Exodum, cap. XLII, in recapitulatione · Homil. de Feria III Palmarum in cap. XXI Ioannem. ΒασιλείουΣελευκείας, Λόγος 25ος. Αγ. Πέτρου Χρυσολόγου, Ομιλία 55η, Περί του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου· Ομιλία 74η. Ωριγένους, εις Ιερεμίαν, Ομιλία 16η· Κατά Κέλσου, Βιβλ. 3ον, 28· Σχόλια εις την προς Ρωμ. επιστ., 5· Ομιλία 7η εις Ησαΐαν. Αγ. Ευσεβίου Αλεξανδρείας (επίσκοπος Λαοδικείας), Ομιλία περί Αναστάσεως. Θεοδωρήτου, Επιστολή 77η εις την A΄ Κορ. 3, 10, προς Ευλάλιον, επίσκοπον Περσίας. Αγ. Ισιδώρου του Πηλουσιώτου, Επιστολή 235η, 1. Θεοφυλάκτου, εις Ματθ. 16, 18. Αγ. Hinemari της Reims, in Opusculi XXXIII adversus Hinemarum Laudunensis episcopum, Vet. XIV. Αγ. Ιππολύτου, εις τα Άγια Θεοφάνεια, 9. Αγ. Παυλίνου, Epist. XXVII ad Severum, 10.
[43] «[ο Κύριος] προτιμώντας τον Πέτρον μεταξύ όλων των άλλων Αποστόλων, τον κατέστησεν ως αρχήν της ενότητας της Εκκλησίας, και ως το ορατό θεμέλιο, πάνω στην στερεότητα του οποίου έκτισε το αιώνιον οικοδόμημα της Εκκλησίας». Bulla Paster Aeternus, Constit. I, Introduct. (Denzinger, Enquiridion, 1667).
[47] Αυτή αποτελούσε την κύρια αντίρρηση εναντίον του παπικού πρωτείου, την οποία ανέφερε ο αρχιεπίσκοπος Strossmayer στην Σύνοδο του Βατικανού. Κατά την διάρκεια του λόγου του διακόπηκε πολλές φορές από τους άλλους Καρδιναλίους, μέλη της Συνόδου, με τις εκφράσεις: «Συντρίψετε το στόμα του αιρετικού!», «Να σιωπήσει ο βλάσφημος!» κ.λπ. (Βλ. Kolnische Zeitung, 13-7-1881). Επίσης, ο ρωμαιοκαθολικός αρχιεπίσκοπος Kenrick (San Louis, U.S.A.) δημοσίευσε στην Νεάπολη το 1870 έναν λόγο που είχε ετοιμάσει για να απαγγείλει στην Σύνοδο του Βατικανού. Σε αυτό το έγγραφο ομολογούσε ότι το Πρωτείο του Πάπα είναι αντίθετο με την ορθή ερμηνεία των Αγίων Γραφών, με τις πράξεις των Οικουμενικών Συνόδων και με την διδασκαλία των αγίων Πατέρων. Για άγνωστες αιτίες, τις οποίες όμως κανείς δεν είναι δύσκολο να μαντέψει, ο λόγος αυτός δεν απαγγέλθηκε στην σύνοδο. Ανεπίσημα δικαιολογήθηκε αυτή η παράλειψη με την πρόφαση ότι «ο Σεβασμιώτατος Kenrick έχασε τον χαρτοφύλακά του όταν έφθασε στην πόλη του Βατικανού»! Εδώ ταιριάζουν καλά οι φράσεις του αγίου Αθανασίου σε σχέση με τους οπαδούς του Απολλιναρίου: «Αβλεπτούντες δε εκ του μίσους, προδίδουσι των προφητών τα μηνύματα και των Αποστόλων τα διδάγματα, και των Πατέρων τα παραγγέλματα, και αυτάς δη τας εναποδέκτους του Δεσπότου φωνάς» (Περί Σαρκώσεως, κατά Απολλιναρίου, Ι, 1).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5ο.
Η αρχή της φιλονικίας
Όταν οι ιδέες μου άρχισαν να γίνονται γνωστές, άρχισε επίσης να κυκλοφορεί η φήμη ότι ήμουν ένας επικίνδυνα ύποπτος για αίρεση μοναχός.
«Αν ζούσαμε λίγους αιώνες πριν», μου έγραψε αυστηρά ένας σεβάσμιος επίσκοπος, νυν καρδινάλιος, «οι θεωρίες τις οποίες η Αιδεσιμότητά σας αναπτύσσει θα είχαν αποτελέσει υπέρ αρκετό αίτιο για να σάς οδηγήσουν στο πυρ της Ιεράς Εξετάσεως».
Δεν άργησε επίσης να διαδοθεί ότι οι ανώτεροί μου εκκλησιαστικοί παράγοντες ήταν διατεθειμένοι να μεσολαβήσουν στην υπόθεση προκειμένου να ματαιωθεί η χειροτονία μου σε διάκονο[1].
Έφθασαν να επικαλεσθούν την μοναχική ευχή της υπακοής και της πειθαρχίας, για να με υποχρεώσουν να εγκαταλείψω ενσυνείδητα τις πεποιθήσεις μου. Κατ’ αυτούς, όφειλα να υπακούω τυφλά και να μην ασχολούμαι με τίποτα περισσότερο, εφόσον δικαίωμα εξετάσεως των ζητημάτων της πίστεως είχε μόνο η υψηλή ιεραρχία της Εκκλησίας.
Αν πίστευα στην Αποστολική Εκκλησία, μου έλεγαν, όφειλα να ακολουθώ σε όλα τους κανονικούς διαδόχους των Αποστόλων. Αλλά η χάρις του Κυρίου επέτρεψε να μείνω ακλόνητος στις πεποιθήσεις μου, έχοντας μπροστά μου τα αποφθέγματα του αγίου Ειρηναίου σχετικά με τους ετεροδόξους: «Από το γεγονός και μόνο ότι έχουν την αποστολική διαδοχή δεν μπορούν να έχουν απαίτηση να είμαστε οπαδοί τους. Πρέπει να ακολουθούμε τους καλούς και να χωριστούμε από τους κακούς διαδόχους των Αποστόλων»[2].
Πράγματι, η ρωμαϊκή Εκκλησία μπορεί να έχει την τυπική αποστολική διαδοχή λόγω των διαδοχικών επιθέσεων των χειρών των επισκόπων, αλλά όχι την αληθινή διαδοχή της πίστεως και της αποστολικής διδασκαλίας· αυτήν την οποίαν ο άγιος Παπίας εγκωμίαζε στους χριστιανούς της Ρώμης κατά τον δεύτερο αιώνα λέγοντας: «Σε κάθε διαδοχή και σε κάθε τόπο τηρούνται ό,τι απαιτούν ο Νόμος, οι προφήτες και ο Κύριος»[3].
Τίποτα δεν μπορούσε πια να με κάνει να αλλάξω γνώμη. Γι' αυτό, όταν ένας ιερέας, ο οποίος από τότε δεν έπαψε να μου μιλά με κακία, με ονόμασε δημοσίως «αγνώμονα υιό της καθολικής Εκκλησίας», εξέφρασα τις αμφιβολίες μου στο αν ο τίτλος του «καθολικού» ταίριαζε πραγματικά στον παπισμό, τον οποίο χαρακτήρισα «ασεβή καινοτομία»[4], καθώς «η αληθινή καθολική πίστη είναι εκείνη του παλαιού και οικουμενικού χριστιανισμού»[5].
Και πράγματι, εγώ ο ίδιος θεωρούσα τον εαυτό μου περισσότερο καθολικό από την ίδιά μου την Εκκλησία: «Καθολικός είναι στην πραγματικότητα εκείνος που αγαπά την αλήθεια του Θεού, την Εκκλησία, το σώμα του Χριστού [...] εκείνος που δεν προτιμά τίποτα άλλο, παρά μόνο την θεία θρησκεία, και δεν θέτει υπεράνω της την εξουσία ενός ανθρώπου, σεβόμενος μόνο την αρχαία και μοναδική πίστη· και περιφρονώντας την εξουσία αυτήν και μένοντας σταθερά και ακλόνητα συνδεδεμένος με την αληθινή πίστη, είναι αποφασισμένος να μην πιστεύει τίποτα άλλο εκτός από εκείνο που γνωρίζει ότι θέσπισε η Εκκλησία από την αρχή της πορείας της»[6].
Όταν με ρωτούσαν αν εγώ, ο τελευταίος και ελάχιστος από τους μοναχούς του τάγματος του αγίου Φραγκίσκου, τολμούσα να κρίνω και να ονομάζω πλανεμένη ολόκληρη την Εκκλησία μου με όλους τους Πάπες, τις συνόδους και τους θεολόγους της, απαντούσα απλώς επαναλαμβάνοντας τους λόγους του Τερτυλλιανού: «Κάθε διδασκαλία που αντιτίθεται στην αλήθεια που έχει διδάξει η Εκκλησία, οι Απόστολοι, ο Χριστός και ο Θεός Πατήρ, πρέπει να κρίνεται ως λανθασμένη»[7].
Σημειώσεις
[1] Κάθε υποψήφιος προς χειροτονία στην ρωμαιοκαθολική Εκκλησία οφείλει απαραιτήτως να ορκίζεται επισήμως, μεταξύ των άλλων, και τα εξής: «Πιστεύω ακράδαντα ότι η Εκκλησία κτίσθηκε πάνω στον Πέτρο, αρχηγό της αποστολικής ιεραρχίας, και στους διαδόχους του» (Motu Proprio Sacrorum Antistitum, Pii X. Actae Sanctae Sedis, II. 1910, 669-672).
[4] Η ετυμολογία του όρου «καθολικός» δεν αρμόζει σε εκείνους που αποσχίσθηκαν ακριβώς από την καθολικότητα της Εκκλησίας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6ο.
«Έξελθε ο λαός μου εξ αυτής...»
Παρά ταύτα, μπορεί να μην έκανα το παραμικρό βήμα για να εγκαταλείψω την Εκκλησία μου, αν ήμουν βέβαιος ότι, παρά την τερατώδη αυτή δογματικήν εκτροπή, θα μπορούσα τουλάχιστον να καταφύγω στην αποκλειστικά πνευματική ζωή που μου προσέφερε το τάγμα μου και το μοναστήρι μου, αφήνοντας στην ιεραρχία την ευθύνη της αιρέσεως και την υποχρέωση να την αναγνωρίσουν και να την διορθώσουν.
Σε μία θρησκεία όμως στην οποίαν η απλή ιδιοτροπία ενός Πάπα που θεωρείται αλάθητος μπορεί να εισαγάγει τόσα νέα δόγματα, διατάγματα και λανθασμένες διδασκαλίες όσα εκείνος θέλει σχετικά με την πίστη, την λατρεία και τα μυστήρια, θα παρέμεναν άραγε ασφαλή τα συμφέροντα της ψυχής μου και η ακεραιότητα της πνευματικής μου ζωής; «Αποτελεί μεγάλο πειρασμό», έγραφε ο άγιος Βικέντιος ο εκ Λειρίνου ήδη τον 5ο αιώνα, «αν αυτός τον οποίον εσύ θεωρείς ως προφήτη, ερμηνευτή των προφητών, διδάσκαλο και στήριγμα της αλήθειας, και τον οποίον ακολουθείς με τον μεγαλύτερο σεβασμό και με πολλή αγάπη, ξαφνικά αρχίσει να εισαγάγει υπογείως επικίνδυνες πλάνες, τις οποίες δεν θα μπορείς να ανακαλύψεις εύκολα, θαμπωμένος από την προκατάληψη της προγενέστερης διδασκαλίας και από την τυφλή υπακοή σου»[1].
Επιπλέον, ήταν εύκολο για μένα να διαπιστώσω ότι, πράγματι, και η ίδια η πνευματική ζωή του ρωμαιοκαθολικισμού εμφανίζει βαριά και εμφανή δείγματα επιδράσεως από την θεολογική εκτροπή της.
Δόγματα όπως το καθαρτήριο πυρ, πρακτικές όπως η μετάδοση στην Θεία Κοινωνία ενός μόνο στοιχείου, υπερβολές όπως η λατρεία προς την Παρθένο, αποτελούν σαφέστατα συμπτώματα θεολογικού εκφυλισμού, εμφανή στα μάτια εκείνων που θέλουν να τα κοιτούν χωρίς μεροληψία.
Πράγματι, έχοντας ήδη βεβηλώσει την αρχική καθαρότητα της ευαγγελικής και αποστολικής πίστεως με την καινοτομία της παποσύνης και την αίρεση του αλαθήτου και εγκαταλείποντας έτσι ένα τμήμα της ορθής περί ανθρώπου διδασκαλίας, παρέκκλιναν με τον ίδιο τρόπο και σε άλλα σημεία.
Έτσι, όπως σε όλες τις άλλες περιπτώσεις ετεροδοξίας που εμφανίζονται στην εκκλησιαστική ιστορία, «αργότερα επεκτείνουν την διαστροφή και σε άλλες διδασκαλίες, κατ’ αρχάς από συνήθεια και έπειτα σαν να έχουν αποκτήσει δικαίωμα προς την διαστροφή. Και έτσι, διαστρέφοντας τελικά όλες τις πλευρές της ορθής διδασκαλίας, παραμορφώνουν τα πάντα με τον ίδιο τρόπο»[2].
Δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι προσωπικότητες από πνευματικής απόψεως διακεκριμένες στην Ρωμαϊκή Εκκλησία άρχιζαν να δίνουν το σύνθημα του συναγερμού, αν και ήδη αργά, με δημόσιες εκφράσεις τόσο εκφραστικές όσο οι ακόλουθες: «Ποιος γνωρίζει αν τα “μικρά μέσα σωτηρίας” που μας πολιορκούν μας οδήγησαν στο να λησμονήσουμε τον μοναδικό Σωτήρα, τον Ιησού..!»[3] «Σήμερα η ευσέβειά μας παρουσιάζεται σαν ένα δένδρο με τόσο περιπλεγμένα κλαδιά και πυκνό φύλλωμα, ώστε οι ψυχές φτερουγίζουν με κίνδυνο να μην ξέρουν πια που βρίσκεται ο κορμός, ο οποίος συγκρατεί το παν, και που βρίσκονται οι ρίζες, οι οποίες αγκαλιάζουν την γη»[4].
Και αυτή η περισσότερο ακόμη πιεστική φράση: «Έχουμε διακοσμήσει και υπερπληρώσει το κάδρο με τέτοιον τρόπο, ώστε η εικόνα Εκείνου που είναι ο μόνος αναγκαίος, εξαφανίστηκε κάτω από τα κοσμήματα»[5].
Η διόρθωση είναι απλή και δυνατή και οι πιο ειλικρινείς και τολμηροί πιστοί αυτής της Εκκλησίας το αναγνωρίζουν. Αλλά δυστυχώς, η ευκαιρία να εφαρμοσθεί είναι ακόμη πολύ μακριά: «Ας μη γευόμαστε άλλον χριστιανισμό από αυτόν των αποστολικών χρόνων», αναφωνεί ένας σοφός σεβάσμιος ρωμαιοκαθολικός, ο Mgr. Le Camus. «Ας μην επιτρέπουμε να ταράζουν την θρησκευτική μας ζωή, να μας αφαιρούν την καλή θέληση και να μειώνουν τις ενέργειές μας αυτοί που μας προτείνουν άλλες, διαφορετικές ιδέες»[6].
Τα λόγια αυτά είναι πραγματικά μία ηχώ των επιπλήξεων του αγίου Πολυκάρπου προς τους Φιλιππησίους: «Ας εγκαταλείψουμε τις κενοδοξίες των ανθρώπων και τις ψευδείς διδαχές και ας επιστρέψουμε στην διδασκαλία που μας δόθηκε εξ αρχής»[7].
Και οι παρατηρήσεις του αγίου Κυπριανού προς τον Καικίλιο: «Όταν από την συνήθεια και την παράδοση λείπει η αλήθεια, αυτό δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά την αρχαιότητα της πλάνης. Υπάρχει ένας πολύ ασφαλής τρόπος μέσω του οποίου οι πνευματικές ψυχές μπορούν να διακρίνουν ό,τι είναι αληθινό από ό,τι δεν είναι· αρκεί να φθάσουν στην αρχή της θείας διδασκαλίας, εκεί όπου τερματίζεται η ανθρώπινη πλάνη. Ας επιστρέψουμε εκεί, στην ευαγγελική αρχή, την πρωταρχική διδασκαλία η οποία δόθηκε από τον Κύριό μας, και στην αποστολική παράδοση, από όπου πηγάζει ο λόγος των σκέψεων και των πράξεών μας»[8].
Και ακόμη τα λόγια αυτά του μεγάλου Προφήτου: «Στήτε επί ταις οδοίς και ίδετε και ερωτήσατε τρίβους Κυρίου αιωνίους και ίδετε ποία εστίν η οδός η αγαθή και βαδίζετε εν αυτή και ευρήσετε αγνισμόν ταις ψυχαίς υμών»[9].
Πείσθηκα λοιπόν ότι ακόμη και η πνευματική ζωή στην Ρωμαϊκή Εκκλησία μπορούσε να αποβεί πολύ επικίνδυνη. Γιατί «στην Εκκλησία του Θεού αποτελεί μεγάλο πειρασμό για τους πιστούς η πλάνη εκείνων που τους οδηγούν στην πίστη. Και είναι μεγαλύτερος και σοβαρότερος ο πειρασμός όταν οι πλανώντες βρίσκονται σε πολύ υψηλές θέσεις»[10].
Όποιος εμπιστεύεται την ψυχή του σε μία Εκκλησία που διευθύνεται και κυβερνάται από ετεροδόξους, διατρέχει τον κίνδυνο να συμβεί σε αυτόν ό,τι συνέβη στους πιστούς που βρίσκονταν υπό την ποιμαντική εξουσία του Ωριγένη, για τον οποίον οι Πατέρες λένε: «Πράγματι, όχι απλός αλλά πολύ μεγάλος πειρασμός υπήρξε η κακή επίδραση του διδασκάλου αυτού στους πιστούς που η Εκκλησία του είχε εμπιστευθεί [...] οι οποίοι ούτε υποπτεύονταν ούτε ένοιωθαν ότι κινδυνεύουν από αυτόν και οδηγήθηκαν έτσι λίγο λίγο και ασυναίσθητα από την παλαιά θρησκεία σε έναν ασεβή νεωτερισμό»[11].
Δεν ήθελα πια να μένω στους κόλπους ενός ψευδούς χριστιανισμού, ο οποίος εκμεταλλευόταν το Ευαγγέλιο για να υπηρετεί τους ιμπεριαλιστικούς σκοπούς του καισαροπαπισμού. Δεν ήθελα να είμαι από εκείνους οι οποίοι «δεν μπορούν να έχουν τον αληθινό Θεό ως Πατέρα, εφόσον περιφρόνησαν την αληθινή Εκκλησία ως Μητέρα»[12]. Γιατί, όπως λέει ο άγιος Κυπριανός, όσοι παρεκτράπηκαν από την αληθινή διδασκαλία και την πρώτη εκκλησιαστική ενότητα, «δεν έχουν τον Νόμο του Θεού, δεν έχουν την πίστη του Πατρός και του Υιού, δεν έχουν την ζωή και την σωτηρία»[13].
Είχα την πεποίθηση ότι τίποτα άλλο δεν μου έμενε πια, παρά να πάρω την τελική απόφαση και να κάνω το οριστικό βήμα, δίνοντας τέλος στην δεινή μου θέση μέσα στους κόλπους του παπισμού· θέση η οποία είχε ήδη κλονιστεί από κάθε άποψη.
Η χάρις του Κυρίου με συγκράτησε αναμφίβολα εκείνες τις ημέρες της τόσο σοβαρής αποφάσεώς μου, ώστε να διερωτώμαι ακόμη με απορία πως μπόρεσα να αντισταθώ σε τόσες ικεσίες και τόσα δάκρυα των αγαπητών αδελφών μου της μονής και στις τόσες επιπλήξεις και απειλές των ανωτέρων.
Με αποκάλεσαν αγνώμονα και αποστάτη της Εκκλησίας των προγόνων μου και της θρησκευτικής παραδόσεως της πατρίδας μου. Στους λίγους που ήθελαν ακόμη να με ακούν, ηρκούμην να απαντώ με τα λόγια αυτά του αγίου Ιερωνύμου, στα οποία τόση δύναμη και παρηγοριά έβρισκα ανά πάσα στιγμή: «Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθούμε τις πλάνες των προγόνων και των οικείων μας, αλλά το κύρος των Γραφών και τις εντολές του Θεού»[14].
Ως προς την υποτιθέμενη «προδοσία» στην παράδοση της πατρίδας μου ήμουν ήσυχος: «Κάθε τι που αντιτίθεται στην αλήθεια, έστω και αν πρόκειται για παράδοση η παλιά συνήθεια, είναι αίρεση»[15].
Και όταν, μετά από μήνες, έγραψα το πρώτο κεφάλαιο του έργου μου «Ιστορία της Ισπανικής Ορθοδοξίας», στο οποίο καταγινόμουν επιστημονικά με την ίδρυση των πρώτων Ιβηρικών Εκκλησιών από τον απόστολο Παύλο[16], διαπίστωνα ότι ήμουν ακριβώς ο μόνος που δεν είχε προδώσει ακόμη την αληθινή και παλαιά ισπανική παράδοση, δεδομένου ότι η Εκκλησία της πατρίδας μου ήταν πράγματι ορθόδοξη κατά τους τέσσερεις πρώτους αιώνες μετά την σύστασή της και όχι παπική και υπόδουλη του Βατικανού, όπως είναι σήμερα[17].
Αποχώρησα τέλος από το μοναστήρι και λίγο αργότερα διακήρυττα δημοσίως την απόφασή μου να εγκαταλείψω την Ρωμαϊκή Εκκλησία.
Ορισμένοι άλλοι μοναχοί και ιερείς, είχαν δείξει μέχρι τότε την διάθεση να με ακολουθήσουν, αλλά την τελευταία στιγμή κανένας τους δεν φάνηκε πρόθυμος να θυσιάσει τόσο ριζικά την θέση του μέσα στην Εκκλησία, την τιμή του και την καλή γνώμη της κοινωνίας[18].
Είχα την καλή ιδέα, πριν αποχωρήσω από το μοναστήρι, να ζητήσω από τους ανωτέρους να επιβεβαιώσουν ότι η έξοδός μου έγινε με την ελεύθερη προσωπική μου βούληση και ότι, κατά την διάρκεια της μοναχικής μου ζωής, δεν είχα δώσει την παραμικρή αφορμή για παρατήρηση. Το έγγραφο αυτό μου δόθηκε και υπήρξε η «αξιοθρήνητη λεπτομέρεια» που εμπόδισε μεταγενέστερα τους παπικούς ελληνορρύθμους στην Ελλάδα να κατασκευάσουν κάποια συκοφαντία σχετικά με τα αίτια της «αποστασίας» μου.
Με τον τρόπο αυτό εγκατέλειψα την Εκκλησία της Ρώμης, ο αρχηγός της οποίας, λησμονώντας ότι η βασιλεία του Υιού του Θεού δεν είναι εκ του κόσμου τούτου[19] και ότι «εκείνος που κλήθηκε στο επισκοπικό αξίωμα, δεν κλήθηκε για να περιβληθεί ανθρώπινη εξουσία, αλλά για να υπηρετήσει ολόκληρη την Εκκλησία» [20], μιμήθηκε εκείνον ο οποίος «μέσα στην υπερηφάνειά του, επιθυμώντας να είναι σαν τον Θεό, έχασε την αληθινή ευτυχία, για να κερδίσει μία ψεύτικη δόξα[21]· εκείνον ο οποίος “κάθησε στον ναό του Θεού, για να τον νομίζουν ως θεό”[22]: “Θα ανεβώ μέχρι τους ουρανούς και θα υψώσω τον θρόνο μου πάνω από τους αστέρες του Θεού· θα καθίσω πάνω στο όρος όπου οι θεοί κάθονται [...] και θα ομοιάσω με τον Ύψιστο”»[23].
Δικαίως ο Βερνάρδος της Claraval, μία από τις μεγαλύτερες μυστικές μορφές της Δύσεως, έγραφε στον πάπα Ευγένιο: «Κανένα δηλητήριο δεν είναι μεγαλύτερο για σένα, κανένα ξίφος πιο επικίνδυνο, από το πάθος της κυριαρχίας» [24].
Οδηγούμενοι από αυτό το αχαλίνωτο πάθος, οι Πάπες υποχρέωσαν την Εκκλησία τους «να πορνεύει με τις δυνάμεις του κόσμου, κάνοντάς την λείαν των εμπόρων»[25]. Με τον τρόπο αυτόν παρέβησαν τις εντολές του Θεού, διδάσκοντας σοφίες και διδαχές ανθρώπων[26] και «υποσκάπτοντας την αλήθεια, για να οικοδομήσουν πάνω σε αυτήν τις πλάνες τους»[27]· έγιναν οι ίδιοι ψεύτες[28] και οπαδοί του πατέρα των ψευτών και του ψεύδους[29].
Και αυτό, όπως και στις αιρέσεις όλων των εποχών, «διότι εισήγαγαν ανθρώπινες δεισιδαιμονίες στο θείο δόγμα, διότι παραβίασαν τις εντολές των αρχαίων περιφρονώντας τις διδασκαλίες των Πατέρων, ακυρώνοντας την σοφία των προγόνων, ελκόμενοι από το αχαλίνωτο πάθος μίας ασεβούς και μάταιης καινοτομίας, και διότι δεν ήθελαν να συγκρατηθούν μέσα στα όρια της ιερής και άφθαρτης αρχαιότητας»[30].
Ιδού που κατέληξε ο Πάπας, όπως εκείνος ο δυστυχισμένος Ωριγένης, «με το να περιφρονήσει την απλότητα της χριστιανικής θρησκείας και να ισχυριστεί ότι γνωρίζει περισσότερα από κάθε άλλον, αψηφώντας τις παραδόσεις της Εκκλησίας και τις διδασκαλίες των παλαιών»[31].
Απέναντι σε μία τέτοια κατάσταση, δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο από αυτό που έκανα, υπακούοντας στην φωνή της συνειδήσεώς μου, η οποία επανελάμβανε την εντολή του ιδίου του Θεού προς τον εκλεκτό λαό: «Έξελθε ο λαός μου εξ αυτής, ίνα μη συγκοινωνήσητε ταις αμαρτίαις αυτής, και εκ των πληγών αυτής, ίνα μη λάβητε»[32].
Σημειώσεις
[12] «Habere iam non potest Deum patrem, qui Ecclesiam non habet matrem». Αγ. Κυπριανού, De Unitate Ecclesia, VI.
[13] «Hanc unitatem qui non tenet, Dei legem non tenet, non tenet Patris et Filii fidem, vitam non tenet et salutem», αυτόθι.
[14] «Nec parentum nec maiorum nostrorum error sequendus est, sed autoritas Scripturarum et Dei docentis imperium». Αγ. Ιερωνύμου, In Ierem., I, 12.
[16] Εκδεδομένο στην Αθήνα με τον τίτλο: Το ταξείδιον και το έργον του Απ. Παύλου εις την Ισπανίαν (Ανάτυπο από την «Εκκλησία»), Αποστολική Διακονία, Μάρτιος 1954.
[17] Βλ. Σχέσεις των Ιβηρικών Εκκλησιών και της Εκκλησίας της Αφρικής, από του αγ. Κυπριανού έως του αγ. Αυγουστίνου, Lux, Λισσαβών 1950· επίσης: Αρχιεπίσκοπος Juan B. Cabrera, La Iglesia en Espana (Desde la Edad Apostolica hasta la invasion de los Sarracenos), Madrid 1910.
[18] Είναι όμως αλήθεια ότι σήμερα τα πράγματα είναι ευτυχώς πολύ διαφορετικά και, με την βοήθεια του Κυρίου, μπορούμε να προβλέψουμε στο εγγύς μέλλον κάποιες μεταστροφές λόγω του ενδιαφέροντος και της αγάπης προς την Ορθοδοξία, για τις οποίες διαρκώς αγωνιζόμαστε να αυξάνονται στην Δύση.
[21] Αγ. Γρηγορίου τού Μεγάλου, Επιστολή προς Ιωάννην, Πατριάρχην Κων/πόλεως (Epist. S. Gregor.Magn., lib. V, ep. XVIII. Ed. Bened., 1705).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7ο.
Προς το Φως
Όταν η είδηση της αποδοκιμασίας του παπισμού εκ μέρους μου άρχισε να διαδίδεται σε ευρείς εκκλησιαστικούς κύκλους και να γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τους Ισπανούς και τους Γάλλους προτεστάντες, η θέση μου γινόταν όλο και περισσότερο λεπτή.
Στην καθημερινή αλληλογραφία μου είχα άφθονες απειλητικές και ανώνυμες υβριστικές επιστολές. Με κατηγορούσαν ότι προσπαθούσα να δημιουργήσω μίαν αντιπαπική κοινή γνώμη μεταξύ των πιστών και ότι ήθελα να οδηγήσω στην «αποστασία» ορισμένον αριθμό ρωμαιοκαθολικών ιερέων, οι οποίοι θεωρούνταν «δογματικώς αδύναμοι», δεδομένου ότι είχαν την αδυναμία να δείξουν δημόσια το ενδιαφέρον και την συμπάθειά τους προς την περίπτωσή μου.
Όλα αυτά με οδήγησαν στην απόφαση να εγκαταλείψω την Βαρκελώνη και να μεταβώ στην Μαδρίτη, όπου δέχθηκα την φιλοξενία των αγγλικανών και, δια μέσου αυτών, άρχισα να έχω σχέσεις με το Οικουμενικό Συμβούλιο των Εκκλησιών.
Εν τούτοις, ούτε εκεί κατόρθωσα να μείνω απαρατήρητος. Μετά από κάθε κήρυγμά μου σε διαφόρους ναούς της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ένας μεγάλος αριθμός από τους ακροατές μου εξέφραζε την επιθυμία να με γνωρίσει προσωπικά και να συζητήσει εμπιστευτικά μαζί μου διάφορα ζητήματα συνειδήσεως. Οι περισσότεροι από τους συνομιλητές μου μου έθεταν την ερώτηση για την συνύπαρξη διαφόρων χριστιανικών εκκλησιών που αναθεματίζονταν μεταξύ τους, καθώς κάθε μία ισχυρίζεται ότι είναι η μόνη αυθεντική αντιπρόσωπος και κληρονόμος της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.
Έτσι, χωρίς να το έχω επιδιώξει, άρχισε να σχηματίζεται γύρω μου ένας κύκλος που γινόταν κάθε φορά και μεγαλύτερος, του οποίου μάλιστα τα περισσότερα πρόσωπα δεν ήταν παπικοί. Αυτό με εξέθετε στον κίνδυνο να έλθω σε ρήξη με τις αρχές, ιδίως όταν μεταξύ των ανθρώπων που εμπιστευτικά με επισκέπτονταν άρχισαν να συγκαταλέγονται και κάποιοι ρωμαιοκαθολικοί ιερείς, γενικά γνωστοί και περιφρονούμενοι ως «στασιαστές κατά της εκκλησίας τους και οπαδοί μίας φιλελεύθερης ιδέας ως προς το πρωτείο και το αλάθητο του Ποντίφηκα της Ρώμης».
Το φανατικό μίσος που από τότε έτρεφαν εναντίον μου ορισμένοι ρωμαιοκαθολικοί, περισσότερο παπιστές παρά χριστιανοί, εδραιώθηκε πλήρως την ημέρα κατά την οποίαν έδινα δημόσια απάντηση σε μίαν εκτεταμένη και δόκιμη εκκλησιολογική μελέτη που μου είχε αποστείλει η Action Catholique (Καθολική Δράσις), ως «τελευταίο διάβημα» για να με κάνουν να αποστραφώ «την αιρετική ισχυρογνωμοσύνη» μου. Το εν λόγω έργο, απολογητικού χαρακτήρα, έφερε τον εκφραστικό τίτλο «Ο Πάπας, Αντιπρόσωπος του Κυρίου ημών επί της Γης» και η περίληψή του ήταν περίπου η εξής: «Εξ αιτίας του αλαθήτου της Αυτού Αγιότητος, οι ρωμαιοκαθολικοί είναι σήμερα οι μόνοι χριστιανοί που μπορούν να είναι βέβαιοι για ό,τι πιστεύουν».
Από τις στήλες της βιβλιοκριτικής μίας πορτογαλικής επιθεωρήσεως τους απάντησα χωρίς περιστροφές: «Αντικειμενικότερο είναι, εξ αιτίας ακριβώς αυτού του αλαθήτου, το ότι είστε σήμερα οι μόνοι χριστιανοί οι οποίοι δεν μπορούν να είναι βέβαιοι για ό,τι η Αυτού Αγιότητα θα τους υποχρεώσει να πιστέψουν την επαύριο».
Και το σχόλιό μου τελείωνε με τις λέξεις αυτές: «Λίγο περισσότερο ακόμη και θα πετύχετε να μεταβάλετε τον Κύριό μας σε αντιπρόσωπο του Πάπα στους ουρανούς».
Μετά από λίγο καιρό έθεσα τέρμα στην φιλονικία αυτήν με την έκδοση στο Buenos Aires μίας τριπλής μελέτης, η οποία εξαντλούσε τελείως το θέμα με τον πιο αντικειμενικό τρόπο[1]. Αυτή ήταν μία συλλογή όλων των χωρίων των έργων των Πατέρων των τεσσάρων πρώτων αιώνων, τα οποία αναφέρονται αμέσως η εμμέσως στα ονομαζόμενα «κείμενα του πρωτείου»[2]. Με τον τρόπο αυτόν απεδείκνυα ότι η παπική διδασκαλία είναι απόλυτα αντίθετη με την ερμηνεία των Πατέρων για τα κείμενα αυτά των Αγίων Γραφών, ερμηνεία η οποία αποτελεί ακριβώς τον μοναδικό κανόνα εξηγήσεως του λόγου του Θεού.
Σημειώσεις
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8ο.
Η συνάντηση με την αλήθεια
Κατ’ αυτό το διάστημα, ανεξάρτητα από όλα τα προαναφερθέντα γεγονότα, ήλθα για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με την Ορθοδοξία.
Πριν προχωρήσω στην απαρίθμηση των γεγονότων, οφείλω να σημειώσω ότι η ιδέα μου για την Εκκλησία αυτήν είχε αρχίσει να σχηματίζεται από τις αρχές ήδη της οδύσσειάς μου.
Αφ ενός ορισμένες συζητήσεις που για πολύ καιρό είχα κάνει επί εκκλησιαστικών θεμάτων με μία πανεπιστημιακή ομάδα ορθοδόξων Πολωνών, οι οποίοι πέρασαν από την πατρίδα μου, αφ ετέρου οι σημειώσεις που λάμβανα από το Οικουμενικό Συμβούλιο σχετικά με την ύπαρξη και την δράση των ορθοδόξων της Δύσεως, είχαν ειλικρινά κινήσει το ενδιαφέρον μου.
Επιπλέον, τελευταίως άρχισα να λαμβάνω διάφορες εκδόσεις Ρώσσων και Ελλήνων του Λονδίνου και του Βερολίνου και μερικά σπουδαία συγγράμματα που εκδίδονταν από τον αρχιμανδρίτη Νικόλαο Κατσανεβάκη στην Νεάπολη, τα οποία είχαν κερδίσει την συμπάθειά μου.
Όλα αυτά συνέτειναν φυσικά λίγο λίγο στην ολική εξάλειψη των προκαταλήψεών μου, που υποθάλπει ως προς τήν Ορθοδοξία ο Ρωμαιοκαθολικισμός, του οποίου τα επίσημα κείμενα διδασκαλίας προς την μαθητιώσα νεολαία διδάσκουν ότι «το σχίσμα της Ανατολής, το λεγόμενο Ορθοδοξία, δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα σύνολο χωρίς ζωή, μουμιοποιημένο και απεξηραμμένο· μικρές τοπικές Εκκλησίες χωρίς κανένα των χαρακτηριστικών και διακριτικών γνωρισμάτων της αληθινής του Χριστού Εκκλησίας»[1]. Δηλαδή «ένα αξιοθρήνητο σχίσμα, το οποίο ως πατέρα είχε τον διάβολο και ως μητέρα την υπερηφάνεια του πατριάρχη Φωτίου»[2].
Όταν με προσωπική μου πρωτοβουλία άρχισα τις σχέσεις μου δι' αλληλογραφίας με σεβαστό μέλος της ορθοδόξου ιεραρχίας της Δύσεως, χάριν της δικής μου κρίσεως, που οφειλόταν σε όλες αυτές τις γενικές πληροφορίες, ήμουν ήδη σχεδόν εξ ολοκλήρου ικανός να λάβω αντικειμενική γνώση των όσων αυτός ο επίσκοπος θα μου ανέφερε ως προς την ορθόδοξη διδασκαλία. Με άλλα λόγια, ήμουν σε θέση να εξετάζω απροκατάληπτα τα σχετικά με την σύσταση και την θεολογική κατάσταση των αποστολικών εκκλησιών.
Κατά την διάρκεια των σχέσεων αυτών δεν άργησα να διακρίνω τον υπάρχοντα παραλληλισμό μεταξύ της αρνητικής μου θέσεως απέναντι στον παπισμό και της εκκλησιολογικής διδασκαλίας τήςΟρθοδοξίας. Ενώ εγώ καταπολεμούσα «ό,τι δεν έπρεπε να υπάρχει», η Ορθοδοξία αντιθέτως προσέφερε «ό,τι οφείλει να υπάρχει».
Ανέφερα τον παραλληλισμό αυτόν στον σεβαστό εκείνον ιεράρχη, λόγω των αμοιβαίων σχέσεών μας, και συμφώνησε μαζί μου στο σημείο αυτό, αν και με κάποια επιφύλαξη, επηρεασμένος από το γεγονός της παραμονής μου μεταξύ των προτεσταντών.
Οφείλω εδώ να παρατηρήσω ότι οι αντιπρόσωποι της Ορθοδοξίας στην Δύση δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τον προσηλυτισμό, καθώς είναι αντίθετος με την αντίληψή τους περί της εκκλησιαστικής καταστάσεως στην Ευρώπη και με τον στενά ποιμαντικό μόχθο τους, μεταξύ τών Ελλήνων και των Ρώσσων, των οποίων η πνευματική φροντίδα τους έχει ανατεθεί.
Όταν η αλληλογραφία μας είχε πια προχωρήσει πολύ και μέσω αυτής είχαν επεκταθεί ήδη οι σχέσεις μου μέχρι και σε αυτό το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τότε μόνο αποφασίστηκε να μου συστήσουν την μελέτη του περίφημου έργου του Σεργίου Boulgakoff «Η Ορθοδοξία»[3] και την όχι λιγότερο βαθειά εργασία του μητροπολίτου Βερολίνου Σεραφείμ με τον ίδιο τίτλο[4]. Από την αρχή της αναγνώσεως των έργων αυτών αισθάνθηκα τον εαυτό μου να συνταυτίζεται με το πνεύμα των συγγραφέων τους. Δεν συνάντησα καμία παράγραφο που να μην μπορέσω να την παραδεχθώ και να την εγκολποθώ ενσυνείδητα.
Τόσο σε αυτά τα έργα όσο και σε πολλά άλλα, που άρχισα να λαμβάνω από την Ελλάδα συνοδευόμενα από ενθαρρυντικές επιστολές, με εξέπληττε η ευαγγελική καθαρότητα της διδασκαλίας της Ορθοδοξίας, της οποίας οι πιστοί είναι αναμφίβολα οι μοναδικοί σήμερα χριστιανοί του κόσμου που πιστεύουν ό,τι και εκείνοι των κατακομβών· οι μοναδικοί και αληθινά πιστοί, οι οποίοι δικαιούνται να επαναλαμβάνουν με εύλογη υπερηφάνεια την πατερική φράση: «Πιστεύουμε σε ό,τι παραλάβαμε από τους Αποστόλους, σε ό,τι οι Απόστολοι από τον Χριστό και σε ό,τι ο Χριστός από τον Θεό Πατέρα».
η αυτούς τους λόγους του Τερτυλλιανού: «Μόνον εμείς είμαστε σε κοινωνία με τις αποστολικές Εκκλησίες, γιατί η διδασκαλία μας είναι η μόνη η οποία δεν διαφέρει από την δική τους διδασκαλία. Αυτή είναι η μαρτυρία της αλήθειας μας»[5].
Την περίοδο αυτήν έγραψα την «Έννοια της Εκκλησίας κατά τους Πατέρες της Δύσεως» και το «Ο Θεός μας, ο Θεός σας κι ο Θεός»[6], του οποίου την έκδοση στην Νότιο Αμερική αναγκάστηκα αργότερα να διακόψω, για να μην προσφέρω ένα όπλο, τόσο εύκολο όσο και επικίνδυνο, στην προτεσταντική προπαγάνδα.
Με συμβούλευσαν τότε από την ορθόδοξη πλευρά να αφήσω κατά μέρος την απλώς και μόνον αρνητική μου στάση απέναντι στον παπισμό, στάση στην οποία είχα προσκολληθεί, και να επιδοθώ σε μίαν εργασία συγκεντρώσεως και αυτοεξετάσεως για την ανεύρεση του θετικού και συγκεκριμένου προσωπικού μου «Πιστεύω», με το οποίο θα μπορούσαν να εξετάσουν την ακριβή θεολογική μου θέση και να μετρήσουν τις αποστάσεις που θα μπορούσε αυτή να έχει από τον Αγγλικανισμό αφ ενός και από την Ορθοδοξία αφ ετέρου.
Ο κόπος αυτός δεν ήταν ούτε εύκολος ούτε σύντομος, εφόσον με υποχρέωνε σε μία ευρύτατη έρευνα, αφού επρόκειτο για μία πίστη στην οποία αναμφίβολα δεν ήμουν ακόμη θεολογικά κατηρτισμένος. Γιατί δεν επρόκειτο να εξαλείψω απλώς τα δόγματα του παπικού πρωτείου και των προνομίων του και να μείνω πιστός στην υπόλοιπη ρωμαϊκή διδασκαλία, αλλά έπρεπε να κάνω μία βαθειά εργασία αναλύσεως και διευκρινίσεως μεταξύ θεμελιωδών αληθειών του χριστιανισμού και των παπικών δογματικών ορίων κάθε τάξεως και κάθε είδους, πάνω στα οποία εδραιώθηκαν κατά την διάρκεια των αιώνων τα πολιτικο-εκκλησιαστικά συμφέροντα του Βατικανού για την πραγματοποίηση των ιμπεριαλιστικών του σκοπών πάνω στην Εκκλησία· κι αυτό επειδή δεν ήθελα να περιπέσω στο ίδιο λάθος με τους παλαιοκαθολικούς, οι οποίοι, σκανδαλισμένοι από την διακήρυξη του δόγματος του αλαθήτου κατά την Σύνοδο του Βατικανού, εγκατέλειψαν τον Πάπα, έμειναν όμως με την ίδια, ρωμαϊκή θεολογία, την συνυφασμένη με τόσα άλλα νόθα δόγματα, προλήψεις και δεισιδαιμονίες.
Μπροστά στην τεράστια δυσκολία της εργασίας αυτής, προτίμησα να εκφράσω την στάση μου με όσο το δυνατόν γενικότερες και θετικότερες λέξεις. Εκφράσθηκα λοιπόν ως εξής: «Πιστεύω σε ό,τι περιέχουν τα κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και σε κάθε διδασκαλία που πηγάζει αμέσως από το περιεχόμενό τους, σύμφωνα με την ερμηνεία της κατά παράδοσιν εκκλησιαστικής διδασκαλίας, δηλαδή των Οικουμενικών Συνόδων και της ομόφωνης συγκαταθέσεως των αγίων Πατέρων».
Από την στιγμή εκείνην άρχισα να αισθάνομαι ότι η συμπάθεια των προτεσταντών προς το πρόσωπό μου ελαττωνόταν ραγδαία, με εξαίρεση την μερίδα των αγγλικανών, των οποίων η κατανόηση και η ηθική ενθάρρυνση με ακολουθούσε καθ όλη την δυσχερή αυτήν περίοδο. Και μόνο τότε οι ορθόδοξοι, αν και με πολύ αργούς ακόμη ρυθμούς, άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον, να εγκαταλείπουν την προκατάληψη απέναντί μου και να με θεωρούν ως έναν «ενδεχόμενο και ενδιαφέροντα κατηχούμενο».
Τα λόγια ενός ορθοδόξου πολωνού επιστήμονα (στον οποίον οι Ουνίτες[7], αφού πληροφορήθηκαν την επιρροή και τα πλούτη του, του πρότειναν πάση θυσία να μεταστραφεί στον παπισμό) με έπεισαν για την πίστη της Ορθοδοξίας στις ουσιώδεις αλήθειες του πρώτου χριστιανισμού.
Ο φίλος μου τους έλεγε τα εξής: «Ισχυρίζεσθε ότι οφείλω να αρνηθώ την ορθόδοξη πίστη μου για να γίνω τέλειος χριστιανός.
Καλώς! Η ορθόδοξη πίστη μου αποτελείται από τα παρακάτω στοιχεία: Ιησούς Χριστός, Ευαγγέλιο, Σύνοδοι και άγιοι Πατέρες. Ποιο η ποια από αυτά τα στοιχεία πρέπει να αρνηθώ για να γίνω, όπως λέτε, “τέλειος χριστιανός”»; Και όταν αλλάζοντας την πολιτική τους του πρότειναν να μην αρνηθεί κανένα από αυτά, αλλά τουλάχιστον να αναγνωρίσει τον Πάπα ως αλάθητο αρχηγό της Εκκλησίας, αποκρίθηκε απλά: «Να αναγνωρίσω τον Πάπα; Αυτό θα ήταν σαν να τα αρνιόμουν όλα!» Κατάλαβα λοιπόν ότι, πράγματι, κάθε χριστιανός έχει την δυνατότητα να θυσιάζει ένα μέρος από το σύνολο της διδασκαλίας του για να φθάσει σε μία πληρέστερη καθαρότητα της πίστεώς του, με εξαίρεση τον ορθόδοξο χριστιανό, καθώς μόνο αυτός παραμένει σταθερά στην ουσία του χριστιανισμού, η οποία αποτελεί την αποκαλυφθείσα αλήθεια, την αιώνια και αμετάβλητη.
Ένας ρωμαιοκαθολικός, για παράδειγμα, μπορεί να αρνηθεί τον Πάπα, όπως έκανα εγώ, η να αναιρέσει την περί καθαρτηρίου διδασκαλία η να φέρει αντιρρήσεις στους όρους της εν Τριδέντω Συνόδου, χωρίς γι' αυτό να πάψει να είναι χριστιανός. Με τον ίδιο τρόπο ένας προτεστάντης μπορεί να αρνηθεί τις διδασκαλίες των μεγάλων μεταρρυθμιστών σχετικά με την θεία χάρη και τον «προορισμό» και να παραμένει ωστόσο το ίδιο χριστιανός.
Μόνον ο ορθόδοξος είναι εκείνος που δεν διαθέτει στην πίστη του άλλα στοιχεία, εκτός από τις ουσιώδεις και βασικές αλήθειες του χριστιανισμού, οι οποίες αποκαλύφθηκαν άμεσα από τον Θεό δια του Ιησού Χριστού. Η Ορθοδοξία είναι η μόνη Εκκλησία που ποτέ δεν δέχθηκε να προτείνει στους πιστούς της τίποτα άλλο, εκτός από εκείνο το οποίο «πάντοτε, παντού και από τους πάντες» θεωρήθηκε ως η από Θεού αποκαλυφθείσα διδασκαλία[8]. Γι' αυτό, το να ασπαστεί κανείς την Ορθοδοξία δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ο εναγκαλισμός της πίστεως του Ευαγγελίου στην πρωταρχική της διαύγεια, ενώ αντίθετα αν την αρνηθεί και αποστατήσει από αυτήν, είναι σαν να αρνείται και να αποστατεί από τον χριστιανισμό εξ ολοκλήρου.
Η Ορθοδοξία είναι η μοναδική εκείνη Εκκλησία η οποία, ως πιστός θεματοφύλακας της ευαγγελικής πίστεως, «ουδέποτε άλλαξε κάτι σε αυτήν ούτε αφαίρεσε ούτε πρόσθεσε»[9]· «δεν απέκοψε τα ουσιώδη ούτε συσσώρευσε τα επουσιώδη ούτε έχασε κάτι δικό της ούτε άρπαξε κάτι ξένο, πάντοτε συνετή και πιστή σε όσα κληρονόμησε»[10], γιατί γνωρίζει ότι στην πίστη που της δόθηκε άπαξ και εξ αρχής[11] δεν επιτρέπεται ούτε η ελάχιστη αλλαγή, ούτε καν από «άγγελο εξ ουρανού»[12]· πόσω μάλλον από γήϊνον άνθρωπο, ψεύτη και αμαρτωλό!...
Η Ορθοδοξία είναι η αληθινή νύμφη του Χριστού «μη έχουσα σπίλον η ρυτίδα η τι των τοιούτων, αλλ' ούσα αγία και άμωμος»[13]. Αυτή είναι η Αγία Εκκλησία του Θεού, η μοναδική Του[14], «η αληθινά Καθολική Εκκλησία, η οποία μάχεται εναντίον όλων των αιρέσεων. Να μάχεται μπορεί. Να ηττάται όμως ποτέ. Μολονότι όλες οι αιρέσεις και τα σχίσματα από αυτήν ξεπήδησαν ως άχρηστα κλήματα, κομμένα από το καθαυτό αμπέλι, αυτή όμως παραμένει σταθερή στην ρίζα της, στην ένωσή της με τον Θεό»[15]. Όποιος την ακολουθεί, τον Θεό ακολουθεί· όποιος ακούει την φωνή της, του Κυρίου την φωνή ακούει[16]· και όποιος την παρακούει, γίνεται εθνικός[17].
Πεπεισμένος μετά από όλα αυτά, δεν αισθανόμουν πλέον τον εαυτό μου τόσον έρημο και μόνον απέναντι στον παντοδύναμο Ρωμαιοκαθολικισμό αφ ενός, και στην όλο και περισσότερο εμφανή ψυχρότητα των προτεσταντών απέναντί μου αφ ετέρου. Συναισθανόμουν ότι υπήρχαν στην Ανατολή, και διασκορπισμένοι σε ολόκληρο τον κόσμο, εκατομμύρια αδελφών μου χριστιανών, εκείνοι που αποτελούσαν την Ορθόδοξη Εκκλησία, με τους οποίους βρισκόμουν ήδη σε κοινωνία πίστεως και διδασκαλίας.
Την παπική συκοφαντία για την θεολογική μουμιοποίηση τής Ορθοδοξίας ούτε καν την συνυπολόγισα, δεδομένου ότι είχα κατανοήσει πια ότι αυτή η επίμονη σταθερότητα της Ορθοδοξίας στην αλήθεια που είχε κληρονομήσει δεν αποτελούσε μία στάση ακίνητη, απαθή και λιθοποιημένη, αλλά ήταν ομολογία πίστεως διαρκούς ροής, όπως το ρεύμα ενός καταρράκτη, το οποίο φαίνεται πάντοτε το ίδιο, ενώ τα νερά του είναι διαρκώς διαφορετικά και εναλλάσσονται κάθε στιγμή παράγοντας νέους ήχους και αρμονίες. Επίσης, οι ορθόδοξοι άρχιζαν σιγά-σιγά να με θεωρούν δικό τους.
«Το να συζητούμε με αυτόν τον Ισπανό για την αλήθεια της Ορθοδοξίας δεν αποτελεί προσηλυτισμό», έγραφε τότε ένας αρχιμανδρίτης, «αλλά συζήτηση μαζί του περί μίας διδασκαλίας και ενός θρησκευτικού πνεύματος, τα οποία είναι τόσο δικά μας, όσο και δικά του· με την διαφορά ότι εμείς απλώς τα κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας, ενώ εκείνος πέτυχε να τα ξεθάψει από το βάρος δεκαπέντε αιώνων της ιστορίας της Εκκλησίας της Δύσεως».
Ήταν λοιπόν σαφέστατο ότι η φυσική πορεία των «ψυχικών μου ανησυχιών», όπως έλεγε ο πνευματικός μου, με είχε οδηγήσει ασυναίσθητα στους κόλπους της ίδιας της Μητρός Εκκλησίας, της Ορθοδοξίας. Επιπλέον, κατά την διάρκεια της τελευταίας εκείνης περιόδου, ήμουν ήδη, χωρίς να το αντιληφθώ, ορθόδοξος. Και όπως οι μαθητές στον δρόμο προς Εμμαούς, έτσι κι εγώ βάδιζα δίπλα στην θεία Αλήθεια, χωρίς να την αναγνωρίζω μέχρι να φθάσω στο τέρμα της πνευματικής μου οδοιπορίας.
Όταν έφθασα στην πλήρη πεποίθηση όλων αυτών των πραγμάτων, κατάλαβα ότι δεν μου έμενε πλέον τίποτα άλλο, παρά να ενεργήσω κατά συνέπειαν. Έγραψα λοιπόν μία μακρά έκθεση της όλης μου περιπτώσεως και της εξελίξεώς της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως και στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών μέσω της διευθύνσεως της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Επίσης, με παρόμοιο τρόπο εξέθεσα σαφώς την απόφασή μου στις ιεραρχίες και σε άλλα μέλη των διαφόρων Εκκλησιών με τις οποίες είχα αναπτύξει σχέσεις.
Και αισθανόμενος ότι κατέχω τον πολύτιμο εκείνο μαργαρίτη για τον οποίον αξίζει κανείς να θυσιάζει όσα έχει[18], εγκατέλειψα την πατρίδα μου και πήγα στην Γαλλία, όπου ήλθα σε πλήρη επαφή με τους ορθοδόξους αδελφούς μου, που μόλις είχα γνωρίσει. Προτίμησα όμως να αφήσω να περάσει ορισμένος ακόμη χρόνος προτού γίνω κανονικό μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με σκοπό την μεγαλύτερη ωρίμανση της τόσο σημαντικής μου αποφάσεως.
Τέλος, έκανα το οριστικό βήμα ζητώντας επισήμως την είσοδό μου στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού.
Όλοι ομοφρόνως αποφασίσαμε να λάβει χώρα το γεγονός αυτό στην ίδια την Ελλάδα, την κατ’ εξοχήν χώρα τής Ορθοδοξίας, όπου εξάλλου έπρεπε να μεταβώ, προκειμένου να ακολουθήσω θεολογικές σπουδές.
Φθάνοντας στην Αθήνα, παρουσιάσθηκα στον Μακαριώτατο Αρχιεπίσκοπο, ο οποίος μου επεφύλαξε την πιο πατρική υποδοχή, και του οποίου η αγάπη, η στοργή και το ενδιαφέρον διατηρούνται αδιάκοπα μέχρι σήμερα και με συνοδεύουν σε κάθε βήμα της νέας μου εκκλησιαστικής ζωής. Το ίδιο θα μπορούσα να πω και για τον τότε Πανοσιολογιώτατο Πρωτοσύγκελλο, σήμερα θεία χάριτι Επίσκοπο Ρωγών, αληθινό πατέρα, του οποίου το ενδιαφέρον προς εμένα ήταν πάνω από κάθε προσδοκία μου.
Περιττό να αναφέρω ότι μέσα σε τέτοιο περιβάλλον στοργικής αγάπης, η αγία Σύνοδος δεν άργησε να αποφασίσει την οριστική μου είσοδο στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά την διάρκεια της συγκινητικότατης κατ’ εμέ ακολουθίας του χρίσματος, με την χορήγηση του οποίου έγινα πλέον μέλος της πραγματικής αμπέλου, τιμήθηκα με το όνομα του Αποστόλου των Εθνών και στην συνέχεια έγινα δεκτός στην Ιερά Μονή Παναγίας Πεντέλης ως μοναχός. Λίγους μήνες αργότερα χειροτονήθηκα εις διάκονον «δι' επιθέσεως των χειρών» του Επισκόπου Ρωγών.
Αν αφαιρέσει κανείς τις αδιάκοπες ενοχλήσεις που προέρχονταν από τα μέλη του σκοτεινού τάγματος των εν Ελλάδι ρωμαιοκαθολικών ελληνορύθμων, των οποίων η φαντασία δεν εξαντλείται ποτέ στην κατασκευή παντός είδους συκοφαντιών, αισθάνομαι τον εαυτό μου ευτυχή, καθώς περιβάλλεται από την αγάπη, την συμπάθεια και την κατανόηση της αγιωτάτης Ελλαδικής Εκκλησίας, της σεβαστής Ιεραρχίας, των διαφόρων θρησκευτικών οργανώσεων και, γενικά, όλων εκείνων που μέχρι τώρα με τίμησαν με την πνευματική τους γνωριμία.
Από όλους αυτούς, τους κατά την πίστη πατέρες και αδελφούς μου, και από εκείνα τα πρόσωπα που μέσω των εγγράφων μου πληροφορήθηκαν ευμενώς την υπόθεση και την συνολική οδύσσειά μου, ζητώ την συνδρομή των προσευχών τους, για να δεχθώ την άνωθεν χάρη, ώστε να παραμείνω άξιος και συνεπής απέναντι στην τόσο εξαίρετη ευεργεσία του Πανάγαθου Θεού.
Σημειώσεις
[1] Βλ. π.χ. Απολογητική του Π. Juan Ruano Ramos προς χρήση των μαθητών της Μέσης Εκπαιδεύσεως, Barcelona 1948.
[2] Ιδού ο χαρακτηρισμός της Ορθοδοξίας από την απολογητική σκοπιά του Ρωμαιοκαθολικισμού: α) Η Ορθοδοξία δεν είναι η Μία Εκκλησία, γιατί απομακρύνθηκε από το κέντρο της ενότητας που είναι ο Πάπας. β) Δεν είναι η Αγία Εκκλησία, καθώς αποτελεί ένα κλήμα που αποκόπηκε από τον κορμό του αμπελιού, μέσα στο οποίο κυκλοφορούν η χάρις και η αγιότητα· και αυτό είναι η παπική Εκκλησία. γ) Έπαψε να είναι η Καθολική Εκκλησία από τότε που αποσχίσθηκε από την Ρώμη, τον πυρήνα και το σύμβολο της καθολικότητας. δ) Ούτε είναι Αποστολική, εφόσον δεν κατάγεται από τους Αποστόλους, αλλά από τον Φώτιο και τον Κηρουλάριο. Αυτόθι, μέρος Β΄, Διακριτικά γνωρίσματα της αληθούς του Χριστού Εκκλησίας.
[7] Οι Ουνίτες (από το Unitas, που σημαίνει Ένωση) αποτελούν το κατασκοπικό τάγμα των παπικών ελληνορρύθμων, οι οποίοι μεταμφιεσμένοι σε ορθοδόξους κληρικούς διενεργούν τον προσηλυτισμό στα ορθόδοξα κράτη.
Ν Ε Κ Ρ Ο Λ Ο Γ Ι Α
Ο Επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος ντε Μπαγιεστέρ
Με αισθήματα βαθυτάτης θλίψεως η Ιερά Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής αναγγέλλει τον τραγικό θάνατο του Θεοφιλεστάτου Βοηθού Επισκόπου Ναζιανζού Παύλου, ο οποίος συνέβη στην πόλη του Μεξικού.
Ο αείμνηστος, την Κυριακή 22 Ιανουαρίου 1984, βγαίνοντας μετά την Θεία Λειτουργία από τον Ιερό Ναό της αγίας Σοφίας της πόλεως αυτής, δέχθηκε δολοφονική επίθεση. Σοβαρά τραυματισμένος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου παρέμεινε μέχρι την 31η Ιανουαρίου, οπότε και υπέκυψε στα τραύματά του. Οι λόγοι της δολοφονικής επιθέσεως δεν είναι ακόμη γνωστοί.
Ο αείμνηστος, κατά κόσμον Φραγκίσκος Ντε Μπαγιεστέρ, γεννήθηκε στην Βαρκελώνη της Ισπανίας το 1927. Οι γονείς του προέρχονταν από τις πιο συντηρητικές ρωμαιοκαθολικές οικογένειες της ισπανικής κοινωνίας (οικογένεια ευγενών).
Μαθητής του γυμνασίου ακόμα μετά τον εμφύλιο ισπανικό πόλεμο, ο Φραγκίσκος ακολούθησε την μητέρα του, γιατρό, στην πρώτη γραμμή των εχθροπραξιών. Έζησε τις φρικαλεότητες του αλληλοσπαραγμού και μετά την κατάπαυση του πυρός επέστρεψε για να συνεχίσει τις σπουδές του με την απόφαση να γίνει κληρικός και να κηρύξει το Ευαγγέλιο της ειρήνης και της χριστιανικής αγάπης.
Πράγματι, ο νεαρός Φραγκίσκος ενεγράφη στο τάγμα του αγίου Φραγκίσκου και σπούδασε στην φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Βαρκελώνης.
Πνεύμα ανήσυχο καθώς ήταν, μελέτησε με προσοχή την ιστορία και την θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας και πήρε την απόφαση να γίνει κληρικός ορθόδοξος. Τους λόγους για τους οποίους ο μοναχός Φραγκίσκος ντε Μπαγιεστέρ αποφάσισε να γίνει ορθόδοξος τους εκθέτει εκτενώς στο έργο του «Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία», το οποίο εξέδωσε ελληνιστί το 1954 στην Αθήνα.
Στην Ελλάδα ο Φραγκίσκος έμαθε την ελληνική γλώσσα, έγινε δεκτός στην Ορθοδοξία μετονομασθείς σε Παύλο και παρακολούθησε τις θεολογικές σπουδές του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Φλεγόμενος από τον ιερό ζήλο να υπηρετήσει με όλες του τις δυνάμεις την Ορθόδοξη Εκκλησία εισήλθε στον ιερό κλήρο. Χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος το 1953 και το επόμενο έτος τιμήθηκε με το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ. Παντελεήμονα.
Τις θεολογικές του σπουδές ο π. Παύλος τις συμπλήρωσε στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, από όπου αποφοίτησε το 1958.
Ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος Γέρων Αμερικής κ.κ. Ιάκωβος γνώρισε τον αρχιμανδρίτη Παύλο στο Φανάρι. Εξετίμησε τις ικανότητές του και κυρίως τον ιεραποστολικό του ζήλο και γι αυτό το 1959, όταν εξελέγη αρχιεπίσκοπος, τον κάλεσε στην Αμερική.
Ο αρχιμανδρίτης Παύλος είχε βαθειά θεολογική μόρφωση και μιλούσε με ευχέρεια την ελληνική, την ισπανική, την λατινική, την πορτογαλική και την γαλλική γλώσσα. Ως εκ τούτου, ήταν φανερό ότι θα ήταν χρήσιμος στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής.
Ιερατικά καθήκοντα ο π. Παύλος ανέλαβε κατ’ αρχάς στην Κοινότητα του Ευαγγελισμού Scranton στην Πενσυλβάνια και το 1961 στην Αγία Σοφία της πόλεως του Μεξικού. Εκεί άνοιξε για τον π. Παύλο ευρύ στάδιο δράσεως, ο οποίος επιδόθηκε με ζήλο στην διακονία των χριστιανών του. Ο Σεβασμιώτατος, εκτιμώντας τον ιεραποστολικό του ζήλο, τον διόρισε Αρχιεπισκοπικό Επίτροπο στο Μεξικό και την Κεντρική Αμερική το 1966.
Για πολλά χρόνια ο π. Παύλος εργαζόταν με πολλή επιτυχία. Επιχειρούσε κοπιώδη ταξίδια προκειμένου να επισκεφθεί τους ανά την Κεντρική Αμερική διεσπαρμένους ορθοδόξους.
Εμφανιζόταν συχνά στην τηλεόραση παρουσιάζοντας διάφορα θρησκευτικά προγράμματα και δεν παρέλειπε ποτέ να προβάλλει την Ορθοδοξία. Παρ’ όλη την ενεργητικότητά του αυτήν, έβρισκε τον καιρό να διδάσκει και στο Πανεπιστήμιο του Μεξικού.
Παράλληλα με την μέχρι τότε ιεραποστολική του δραστηριότητα ανέπτυξε και συγγραφική δράση. Έγραψε διάφορα βιβλία. Μετέφρασε την Θεία Λειτουργία στην ισπανική. Δημοσίευσε πληθώρα άρθρων και μελετών σε διάφορες γλώσσες. Δεν παρέλειπε να λαμβάνει μέρος σε διεκκλησιαστικούς διαλόγους, όπως και στην οικουμενική κίνηση.
Την καρποφόρα διακονία του αρχιμανδρίτου Παύλου εξετίμησε η Μητέρα Εκκλησία και, γι αυτό, με πρόταση του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου κ. Ιακώβου, τον προήγαγε στο επισκοπικό αξίωμα. Η χειροτονία του σε Επίσκοπο Ναζιανζού τελέστηκε την 15η Μαρτίου 1970.
Έκτοτε, ως Επίσκοπος Ναζιανζού ο Παύλος ντε Μπαγιεστέρ συνέχισε την δράση του στο Μεξικό και την Κεντρική Αμερική ως βοηθός επίσκοπος του Σεβασμιωτάτου Αρχιεπισκόπου με πολλή επιτυχία, απολαμβάνοντας τιμή και αγάπη από τους πάντες.
Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος υπήρξε κληρικός μεγάλης μορφώσεως. Αγαπούσε με περιπάθεια την Ορθοδοξία και κάθε τι το ελληνικό και εργάστηκε ακούραστα για την προβολή του ελληνικού πνεύματος και της ορθοδόξου παραδόσεως, παρ’ όλο που δεν ήταν ελληνικής καταγωγής. Διακρινόταν για την βαθειά του πίστη, την πηγαία ευγένεια των τρόπων του και την αξιοπρεπή και επιβλητική εμφάνισή του. Χάρις στα πολλά προσόντα του προσέφερε πολλά, και μάλιστα σε μία ταραγμένη περιοχή.
Είναι δυστύχημα το ότι η διακονία του Επισκόπου Ναζιανζού Παύλου διακόπηκε με τρόπο τόσο τραγικό. Κληρικός ο οποίος έταξε σκοπό της ζωής του το κήρυγμα της ειρήνης και της χριστιανικής αγάπης, έπεσε θύμα δολοφονικής επιθέσεως.
Ο Σεβασμιώτατος Αρχιεπίσκοπος ανακοίνωσε αμέσως τον θάνατο του Επισκόπου Ναζιανζού στην Α. Θ. Παναγιότητα τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τέλεσε τρισάγιο στο παρεκκλήσιο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του αειμνήστου ιεράρχου.
Την κηδεία του αειμνήστου τέλεσε στον Ιερό Καθεδρικό Ναό της αγίας Σοφίας της πόλεως του Μεξικού την 2α Φεβρουαρίου 1984 ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Νέας Υερσέης κ. Σίλας, συμπαρισταμένων των Θεοφιλεστάτων Επισκόπων Μπουένος Άϊρες κ. Γενναδίου και Καισαρείας κ. Αντωνίου, της Αντιοχειανής Εκκλησίας.
Του αειμνήστου Επισκόπου Ναζιανζού Παύλου η μνήμη είθε να είναι αιωνία!
3 Φεβρουαρίου 1984
Εκ του γραφείου της Ι. Αρχιεπισκοπής Βορ. και Νοτ. Αμερικής.
ΠΗΓΗ: oodegr.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου