Χρόνος και αιωνιότητα
Ο Μ. Βασίλειος, ως ερμηνευτής της χριστιανικής θεωρήσεως του χρόνου, ενώ επισημαίνει τις αντιφάσεις αυτές, μας αποκαλύπτει μια νέα προοπτική, που οδηγεί στη δημιουργική σύνθεση και υπέρβασή τους. Τη νέα αυτή προοπτική, που δεν μπορούσε να δημιουργήσει η ελληνική φιλοσοφία ή γενικότερα η ανθρώπινη σκέψη, την προσφέρει σε αυτόν η Εκκλησία· η Εκκλησία όχι ως εγκόσμια κοινωνική πραγματικότητα, αλλά ως σώμα Χριστού, που είναι «ο ων και ο ην και ο ερχόμενος»[10]· ως σώμα αυτού, που συνθέτει τις διαστάσεις του χρόνου και
τις προσλαμβάνει ως πρόσωπο στο αιώνιο «νυν» της παρουσίας του[11]. Μέσα στην Εκκλησία η μνήμη του παρελθόντος γίνεται μνήμη εν Χριστώ. Και η ελπίδα του μέλλοντος γίνεται ελπίδα εν Χριστώ. Γι’ αυτό και η ζωή του Χριστιανού ως μέλους της Εκκλησίας τρέφεται με τη μνήμη και την ελπίδα του Χριστού.
Η Εκκλησία εισάγει μέσα στον κόσμο την αιωνιότητα και επεκτείνεται προς αυτήν. Οι θεσμοί της Εκκλησίας, παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος, μεταφέρουν τον νου του ανθρώπου «από των παρόντων επί τα μέλλοντα». Έτσι π.χ., συνεχίζει ο ίδιος ιεράρχης, με κάθε γονυκλισία και ανόρθωσή του ο πιστός μαρτυρεί εμπράκτως «ότι διά της αμαρτίας εις γην κατερρύημεν, και διά της φιλανθρωπίας του κτίσαντος ημάς εις ουρανόν ανεκλήθημεν»[12]. Η απλή και εκφραστική αυτή εκδήλωση της θρησκευτικής ζωής δίνει στον Μ. Βασίλειο την αφορμή να μνημονεύσει τις νέες διαστάσεις, μέσα στις οποίες εκδιπλώνεται η ζωή του πιστού. Με την αποδοχή της φιλανθρωπίας του Θεού ως δυνάμεως που ανυψώνει από τη γη στον ουρανό, διαπιστώνει ο άνθρωπος νέους ορίζοντες μέσα στον ευθύγραμμο χρόνο της ιστορίας. Το αιώνιο, ως έκφραση της αγάπης του Θεού μέσα στον κόσμο, συναντάται σταυρικά με τον ευθύγραμμο ιστορικό χρόνο.
Με τον τρόπο αυτόν η κάθε στιγμή της ιστορίας της ανθρωπότητας και του κάθε ανθρώπου προσλαμβάνει απεριόριστη ευρύτητα ή απεριόριστο βάθος, και προσφέρεται ως δυνατότητα κοινωνίας με το αιώνιο και υπερβατικό. Το αιώνιο προσφέρεται και γίνεται μεθεκτό μέσα στον χρόνο. Και ο χρόνος γίνεται χώρος συναντήσεως με το αιώνιο· χώρος βιώσεως του εσχάτου. Τέλος το νόημα του χρόνου δεν εξαντλείται σε μια φευγαλέα και μη αντιστρεπτή ροή, αλλά βρίσκεται στη δυνατότητα που παρέχει στον άνθρωπο να ενταχθεί στην αιωνιότητα. Αυτό σημαίνει ότι και το νόημα της ιστορίας για την Εκκλησία βρίσκεται στο απεριόριστο βάθος που προσφέρει στον άνθρωπο η κάθε στιγμή της, και όχι στις εξωτερικές εναλλαγές που δημιουργούνται μέσα στη χρονική ροή. Το μήκος του χρόνου και της ιστορίας αποκτά αξία μόνο κατά το μέτρο της αξιοποιήσεως του βάθους τους. Και το βάθος του χρόνου και της ιστορίας προσφέρει τη μόνη ουσιαστική δικαίωση του μήκους τους.
Ο περιορισμός του ενδιαφέροντος του ανθρώπου στον μονοδιάστατο χρόνο οδηγεί αναπόφευκτα στη διάψευση και την απογοήτευση. Η ιστορία των πολιτισμών του ανθρώπου είναι ιστορία διαψεύσεων. Και ο λεγόμενος χριστιανικός πολιτισμός, ως ανθρώπινη δημιουργία μέσα στον ευθύγραμμο χρόνο της ιστορίας, είναι φυσικό να υπόκειται στον νόμο της φθοράς και της διαψεύσεως. Εκείνο όμως που προσφέρει ο Χριστιανισμός είναι η διέξοδος από το ιστορικό αδιέξοδο· είναι η μετάβαση από την άσκοπη χρονική ροή και περιδίνηση στην πληρότητα της θείας αγάπης και ζωής. Και η προσφορά αυτή του Χριστιανισμού, που παρέχεται σε ανθρωπολογικό επίπεδο με το πρόσωπο του Χριστού, βιώνεται εμπειρικά μέσα στο σώμα του, την Εκκλησία.
Καθετί που υπάρχει μέσα στον κόσμο είναι σχετικό. Ιδιαίτερα ο σύγχρονος άνθρωπος με τα διηπειρωτικά και τα διαστημικά ταξίδια αποκτά άμεση εμπειρία της σχετικότητας των διακρίσεων και των αντιθέσεων μέσα στον χώρο και τον χρόνο, όπως αυτές π.χ. που υπάρχουν ανάμεσα στην ηρεμία και την κίνηση, στο βάθος και το ύψος, στο επάνω και το κάτω, στη νύκτα και την ημέρα. Ακόμα και η διάκριση μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος είναι κατά τον Αϊνστάιν μια επίμονη ψευδαίσθηση, γιατί όσο πιο γρήγορα μετακινείται κανείς, τόσο πιο αργά περνάει ο χρόνος: πέντε χρόνια μέσα σε ένα διαστημόπλοιο που ταξιδεύει με το 90% της ταχύτητας του φωτός (300 χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο) αντιστοιχούν σε τριάντα έξι χρόνια στη γη. Αν το διαστημόπλοιο επέστρεφε, οι επιβάτες του θα είχαν ταξιδέψει τριάντα ένα χρόνια στο μέλλον, αλλά θα είχαν γεράσει μόνο πέντε χρόνια[13]. Το παρόν των επιβατών αυτών θα ήταν για τους άλλους ένα μακρινό μέλλον, που πολλοί από αυτούς δεν θα προλάβαιναν να το ζήσουν. Τέλος και αυτή ακόμα η φοβερή αντίθεση ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο τοποθετείται σε άλλη προοπτική.
Η ζωή, και ως βιολογικό ακόμα φαινόμενο, αποτελεί εξαίρεση μέσα στον κανόνα της χρονικής ροής. Όλοι γνωρίζουμε ότι ο χρόνος αυξάνει την εντροπία του κόσμου και οδηγεί προς την αταξία και την αποδιοργάνωση με έσχατη απόληξη τον λεγόμενο θερμικό θάνατο. Εξαίρεση στον κανόνα αυτόν αποτελεί το φαινόμενο της ζωής. Η ζωή, ενώ κινείται με τη φορά του χρόνου, υπερνικά τη νομοτέλειά του και αντιστρέφει την πορεία της εντροπίας με τη δημιουργία τάξεως μέσα στην αταξία και την έκπτωση. Παράλληλα όμως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί υποτάσσονται στη δύναμη του χρόνου και υποκύπτουν τελικά στον βιολογικό θάνατο. Η ζωή παρουσιάζεται ως διαδικασία θανάτου. Αλλά και ο θάνατος εμφανίζεται ως απόληξη της ζωής.
[10] Αποκ. 1, 4.
[11] Βλ. Μ. Βασιλείου, Εις Ησαΐαν 119, PG 30, 312A.
[12] Μ. Βασιλείου, Περί Αγίου Πνεύματος 27, 66, PG 32, 192C.
[13] Βλ. I. Piquer el Pais, «Το παράδοξο σύμπαν του Αλβέρτου Αϊνστάιν». Εφημερίδα Καθημερινή, Κυριακή 22.12.2002.
Πηγή : pemptousia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου