Γνώση ὑλικὴ καὶ γνώση πνευματική.
Ἡ ματαιότητα τῆς ἐπιστήμης.
Τοῦ κ. Φώτη Κόντογλου
Ἐλευθερία, 16-6-1963
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἔχουνε τὸν νοῦ τους στοὺς πύραυλους ποὺ στέλνουνται στὰ ἄστρα, καθὼς καὶ σὲ ὅ,τι γίνεται γιὰ νὰ μπορέση ὁ ἄνθρωπος νὰ φτάξη στὸ φεγγάρι, στὴν Ἀφροδίτη, στὸν Ἄρη, κ’ ὕστερα παραπέρα. Ὅλοι εἶναι περήφανοι γιὰ «τὰ ἐπιστημονικὰ κατορθώματα τῆς ἀνθρωπότητος», μὰ εἶναι καὶ νευριασμένοι ἀπὸ αὐτὲς τὶς δοκιμές, γιατί τοὺς τρώγει ἡ ἀνυπομονησία κ’ ἡ περιέργεια νὰ μάθουνε τί γίνεται ἐκεῖ ἀπάνω. Νὰ μάθουνε! Νὰ μάθουνε! Τί νὰ μάθουνε, ἀφοῦ σὲ τίποτα δὲν ὠφεληθήκανε ἀπὸ τόσα πολλὰ ποῦ μάθανε;
Μοναχὰ ὁ χριστιανὸς δὲν κατατρώγεται ἀπ’ αὐτὸ τὸ σαράκι, γιατί ἡ τέτοια γνώση δὲν τὸν ἐνδιαφέρει ὁλότελα, καὶ ξέρει ἀπὸ πρὶν πὼς αὐτὰ ποὺ διψᾶ νὰ μάθη ὁλοένα ὁ κόσμος εἶναι ψεύτικες γνώσεις, ποὺ μήτε θὰ τὸν λυτρώσουνε, μήτε θὰ τοῦ δώσουνε ἀληθινὴ ὠφέλεια στὸ παραμικρό, ἀλλὰ θ’ ἀπομείνη πάλι σὰν τὸ στρείδι κολλημένος στὸ σκοτάδι τῆς ὕλης, στὴ ματαιότητα καὶ στὴν ἀπελπισία τοῦ θανάτου. Γιατί, μ’ αὐτὴ τὴ γνώση τοῦ μυαλοῦ, οἱ ἄνθρωποι καταγίνουνται μὲ «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος», δηλαδὴ μὲ πράγματα ἀνώφελα γιὰ τὸ πιὸ πολύτιμο πράγμα, ποὺ δὲν ἀγοράζεται μὲ ὄλον τὸν κόσμο, δηλαδὴ γιὰ τὴν ψυχή τους.
Ναί. Ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦνε μὲ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ ποὺ σ’ ἃὑτὸν κρεμάσανε κάθε ἐλπίδα τους, εἶναι ἀδιάφοροι γιὰ τὰ «θαυμάσια ἐπιτεύγματα τῆς ἐπιστήμης». Ἐπειδὴ «τί ὠφελήση ἄνθρωπον ἐὰν κερδίση τὸν κόσμον ὄλον καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ»; Μὲ τὴν ἐπιστήμη δὲν πασκίζει ὁ ἄνθρωπος νὰ κερδίση ὄλον τὸν κόσμο, «νὰ τὸν κατακτήση», ὅπως λέγει; Καὶ τί ὄφελος θὰ ἔχη ὁ χριστιανὸς ἀπ’ αὐτὴ τὴν κατάκτηση; Ὁ Χριστὸς εἶπε: «Μὴν φροντίζετε γιὰ τίποτα ἄλλο, παρὰ μονάχα γιὰ τὴν ψυχή σας». Κι’ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέγει: «Οἱ χριστιανοὶ νοιώθουνε τὸν κόσμο σὰν βρέφη νήπια, ἔχοντας τὸν νοῦ τους στὸν Θεό. Γιατί εἶναι ξένοι σὲ τοῦτον τὸν κόσμο. Κ’ ἡ πολιτεία τοὺς κ’ ἡ ἀνάπαυση τοὺς εἶναι ἄλλη.Γι’ αὐτὸ εἶναι καταφρονεμένοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους».
Ἀλλά, ἂς δοῦμε καὶ τί εἶναι αὐτὸ τὸ Σύμπαν ποὺ θέλουνε νὰ ἐξερευνήσουνε οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴν ἐπιστήμη τους, καὶ τί εἶναι τ’ ἄστρα ποὺ ἔχουνε πόθο νὰ τὰ πατήσουνε καὶ νὰ τὰ ἐξουσιάσουνε καὶ τί θὰ κερδίσουνε μ’ αὐτό, ἂν τὸ πετύχουνε, παρεκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι θὰ ἀλλάξουνε τόπο γιὰ νὰ πεθάνουνε.
Τὸ Σύμπαν εἶναι ἕνα σμάρι ἀπὸ ἑκατομμύρια καὶ τρισεκατομμύρια ἄστρα, ποὺ γυρίζουνε ὅλα μέσα στὸ χάος τ’ οὐρανοῦ, χωρὶς νὰ σταματήσουνε μήτε μία στιγμή. Τὸ μυαλό μας τὰ φαντάζεται πὼς εἶναι ἀκαταμέτρητα, καὶ πὼς τὸ διάστημα, ποὺ μέσα σ’ αὐτὸ τριγυρίζουνε, δὲν ἔχει τέλος. Μὰ ἄραγε εἶναι στ’ ἀλήθεια ἔτσι; Ἢ μήπως αὐτὴ ἡ ἀπεραντωσύνη εἶναι ἕνα ξεγέλασμα, ἕνα θάμπωμα τῆς ἀδύνατης διάνοιάς μας;
Τὰ ἄστρα πάλι τί εἶναι; Εἶναι κάποιοι βόλοι ἀπὸ χώματα, πέτρες καὶ μέταλλα, ὅπως εἶναι ἡ δική μας ἡ γῆ. Ὅποιες διαφορὲς κι’ ἂν ἔχουνε μεταξύ τους, ἡ ἀλήθεια δὲ μπορεῖ νὰ εἶναι ἄλλη, παρὰ πὼς εἶναι ὅλα τὰ ἴδια μεταξύ τους, δηλαδὴ ἕνας στρογγυλὸς σωρὸς ἀπὸ χώματα καὶ ἀπὸ πέτρες. Κάποια ἀπ’ αὐτὰ ἔχουνε γύρω τοὺς κάτι σὰν ἀτμόσφαιρα, ἢ σέρνουνε ἀπὸ πίσω τοὺς μία μακρυὰ οὐρὰ ἀπὸ ἀέρια, ὅπως εἶναι οἱ κομῆτες. Ἄλλα εἶναι πιὸ σκληρὰ καὶ πυκνά, ἄλλα εἶναι πιὸ μαλακὰ καὶ πιὸ ἀραιά. Τὰ μικρότερα γυρίζουνε γύρω στὰ μεγαλύτερα, καὶ τὰ μεγάλα γυρίζουνε γύρω στὰ πιὸ μεγάλα. Αὐτὴ εἶναι ἡ γενικὴ ὄψη τοῦ κόσμου κι’ ὁ μηχανισμός του. Κι’ αὐτὸς ὁ κόσμος εἶναι ὁ ὑλικὸς κόσμος, τὸ λεγόμενο Σύμπαν.
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὸν ἐρευνοῦνε καὶ ποὺ τὸν σπουδάζουνε, εἶναι οἱ ἄνθρωποι τῆς ὑλικῆς γνώσης, ποὺ τὴ λένε «ἐπιστήμη». Γι’ αὐτοὺς ὑπάρχει μοναχὰ ὅ,τι νοιώθουνε μὲ τὶς αἰσθήσεις τους, δηλαδὴ ὅ,τι βλέπουνε, ὅ,τι ἀκοῦνε κι’ ὅ,τι πιάνουνε. Ὅ,τι δὲν εἶναι ὕλη δὲν ὑπάρχει γι’ αὐτούς. Τὸ Σύμπαν γι’ αὐτοὺς εἶναι μία μηχανὴ ποὺ δὲν τὴν ἔκανε κανένας, ποὺ ἔγινε μονάχη της, καὶ ποὺ δὲν ἔχει κανέναν σκοπό, κ’ ἔτσι τὴ μελετοῦνε καὶ τὴ σπουδάζουνε ψυχρά, καὶ κάνουνε δικές τους μηχανὲς γιὰ νὰ τὴν ἐρευνήσουνε. Μ’ὅλο ποὺ θέλουνε νὰ στηρίζουνται σὲ σίγουρα καὶ σὲ χειροπιαστὰ πράγματα, ὡστόσο μεταχειριζουνται καὶ τὴ φαντασία τους, καὶ λένε διάφορες γνῶμες γιὰ τὰ ἄστρα ποὺ δὲ μπορέσανε νὰ τὰ πλησιάσουνε ἀκόμα μὲ τὶς μηχανές τους. Ἄλλοι λένε πὼς κάποια ἀπ’ αὐτὰ ἔχουνε ἀπάνω τοὺς ζωντανὰ πλάσματα, καὶ μάλιστα πὼς αὐτὰ ἔχουνε σκέψη καὶ λογικὴ ὅμοια μ’ αὐτὴ ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Ἄλλοι λένε πὼς εἶναι πεθαμένα κ’ ἔρημα, χωρὶς ψυχῆ ζωντανὴ ἀπάνω τους. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς βεβαιώνουνε πὼς πιάνουνε κάποια μηνύματα ποὺ ἔρχουνται ἀπὸ τὰ πιὸ κοντινὰ ἄστρα, ἀπὸ τὴν Ἀφροδίτη κι’ ἀπὸ τὸν Ἄρη. Ὑπάρχουνε κ’ οἱ πιὸ παραδοξολόγοι, ποὺ λένε πὼς ἔρχουνται στὴ γῆ κάποια παράξενα πλάσματα, μέσα σὲ μηχανὲς ἀλλόκοτες, καὶ μάλιστα πώς μας κατασκοπεύουνε.
Ὅλοι αὐτοὶ μοιάζουνε μὲ κεῖνον τὸν Ἀνατολίτη ποὺ μέτρησε πόσο ψηλὸς εἶναι ὁ οὐρανὸς καὶ πόσο βαθειὰ εἶναι ἡ θάλασσα. Ἐπειδὴ ὁ σουλτάνος εἶχε βγάλει ἕναν ντελάλη ποὺ ἔλεγε πὼς σ’ ὅποιον μετρήση τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ θάλασσα, ἀλλὰ χωρὶς νὰ κάνη λάθος μήτε ἕναν πόντο, θὰ τοῦ ἔδινε ὁ σουλτάνος τὴν κόρη του γιὰ γυναίκα, ἂν ὅμως ἔλειπε κ’ ἕνας πόντος ἀπὸ τὰ μέτρα, αὐτὸς θάχανε τὸ κεφάλι του. Ἕνας βουνήσιος καρβουνιάρης ἄκουσε τὸ διαλάλημα, κι’ ἀποφάσισε νὰ παρουσιασθῆ στὸν σουλτάνο νὰ πῆ πὼς μέτρησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ θάλασσα. Πῆγε λοιπὸν στὸ παλάτι κ’ εἶπε νὰ τὸν παρουσιάσουνε στὸν σουλτάνο. Ἀφοῦ ἔκανε τεμενά, λέγει στὸν βασιλιά: «Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε, κατὰ τὴν ὑψηλὴ θέλησή σου μέτρησα τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ θάλασσα κ’ ἔφερα τὰ μέτρα». Τοῦ λέγει ὁ σουλτάνος: «Ποῦ εἶναι μπρὲ τὰ μέτρα»; Τ’ ἀποκρίνεται ὁ βουνήσιος, δείχνοντάς του μία καμήλα ποὺ στεκότανε δεμένη ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸ σαράγι, κ’ ἤτανε φορτωμένη μὲ σκοινιὰ καὶ σπάγγους, μπερδεμένους, ματισμένους, λογὴς λογής: «Νά, σουλτάνε μου, βλέπεις; Ἀπὸ τὴ μία μεριὰ τοῦ σαμαριοῦ εἶναι τὰ μέτρα τ’ οὐρανοῦ, κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη μπάντα εἶναι τὰ μέτρα τῆς θάλασσας». Τότε ὁ σουλτάνος τοῦ εἶπε αὐστηρά: «Εἶναι, σωστὰ μετρημένα, μπρέ; Ἂν λείπη μισὸ δάχτυλο ἀπὸ τὰ μέτρα, θὰ σοῦ πάρω τὸ κεφάλι». Τ’ ἀποκρίνεται ὁ βουνήσιος: «Σουλτάνε μου, βάλε τοὺς σοφοὺς καὶ τοὺς σπουδασμένους τοῦ παλατιοῦ νὰ τὰ μετρήσουνε, κι’ ἂν λείπη μισὸ δάχτυλο, κόψε τὸ κεφάλι μου». Ὁ σουλτάνος γέλασε κ’ εἶπε: «Ἄϊντε μπρέ, εἶσαι ἔξυπνος καὶ παλληκάρι. Καλύτερον ἀπὸ ἐσένα δὲν θὰ βρῶ, γιὰ νὰ βασιλέψη σὰν πεθάνω». Καὶ τὸν ἔκανε γαμπρὸ καὶ διάδοχό του.
Ἔτσι καὶ τοῦτοι οἱ ἐπιστήμονες. Λένε ὅ,τι θέλουνε, δισεκατομμύρια, τρισεκατομμύρια μίλια, τρισεκατομμύρια χρόνια ποὺ ἔζησε ἡ γῆ ἢ τὸ τάδε ἄστρο, πὼς ὑπάρχουνε φυτὰ καὶ ζῶα στὸ ἄλλο, θάλασσες κι’ ἀτμόσφαιρες ἀλλοῦ, καὶ χίλια δυὸ τέτοια. Ποιὸς θὰ τοὺς κάνει ἔλεγχο; Ποιὸς θὰ τοὺς βγάλη ψεῦτες; Ποιὸς θάβγαζε ψεύτη ἐκεῖνον τὸν καρβουνιάρη μὲ τοὺς μπλεγμένους σπάγγους ποῦχε φορτωμένη τὴν καμήλα; Κανένας.
Λοιπόν, ἀφοῦ εἴπανε καὶ ξαναείπανε πὼς ὑπάρχουνε, ἐξὸν ἀπὸ τὴ γῆ, κι’ ἄλλα ἄστρα ποὺ ἔχουνε ἀπάνω λογικὰ πλάσματα σὰν τὸν ἄνθρωπο, τώρα ἀρχίσανε ἄλλο τροπάρι, πὼς δὲν ὑπάρχουνε πουθενὰ ἀλλοῦ ζωντανὰ πλάσματα ποὺ καταλαβαίνουνε καὶ ποὺ αἰσθάνουνται ὅπως οἱ ἄνθρωποι. Καὶ πὼς μονάχα ἡ γῆ ἔχει αὐτὸ τὸ προνόμιο.
Μὰ αὐτὸ τὸ πράγμα οἱ Χριστιανοὶ τὸ πιστεύουνε, ὄχι γιατί τὸ λέγει κάποιος ἐπιστήμονας, ποὺ τὸ συμπεραίνει στὰ κουτουροῦ, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἡ θρησκεία τοῦ λέγει πὼς ὁ Θεὸς ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσή του, λίγο πιὸ κατώτερον ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, καὶ πὼς τὸν στεφάνωσε μὲ δόξα καὶ μὲ τιμή. Καὶ πὼς ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς πῆρε σῶμα σὰν τοῦ ἀνθρώπου καὶ κατέβηκε στὴ γῆ, καὶ σταυρώθηκε, γιὰ νὰ ἀνεβάση τὸν ξεπεσμένον ἄνθρωπο στὴν τιμὴ ποὺ εἶχε τότες ποὺ τὸν ἔπλασε. Ἡ ἀληθινὴ γνώση, ἡ γνώση ἡ πνευματική, βρίσκεται στὴν καρδιὰ κι’ ὄχι στὸ μυαλό. Τοῦ χριστιανοῦ ἡ διάνοια δὲν βρίσκει θροφὴ στὴ μάταια γνώση, ποὺ ἀμφιβάλλει γιὰ ὅλα, ἀλλὰ εἶναι σίγουρη κι’ ἀτάραχη, «μὴ κυμαινομένη ἐν ἀστάτοις καὶ ματαίοις λογισμοίς».
Ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέγει: «Κύτταξε πόσο μεγάλος εἶναι ὁ οὐρανός, ἡ γῆ, ὁ ἥλιος, κ’ ἡ σελήνη, καὶ ὅμως δὲν θέλησε ὁ Θεὸς νὰ δώση τὸ πνεῦμα τοῦ σ’ αὐτά, παρὰ μοναχὰ στὸν ἄνθρωπο. Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι τιμημένος περισσότερο ἀπὸ ὅλα τὰ δημιουργήματα. Ὁ οὐρανός, μία φορᾶ μπῆκε σὲ τάξη, ὁ ἥλιος, τὸ φεγγάρι, ἡ γῆ, καὶ δὲν θέλησε νὰ δώση σ’ αὐτὰ ὁ Κύριος τη χάρη του. Δὲν μποροῦνε νὰ ἀλλάξουνε ἀπὸ κείνη τὴν κατάσταση ποὺ χτισθήκανε μία φορᾶ, οὔτε ἔχουνε δικό τους θέλημα. Ἐσὺ ὅμως, ἄνθρωπε, εἶσαι πλασμένος κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ εἶσαι σὰν τὸν Θεὸ αὐτεξούσιος, ποὺ κάνει ὅ,τι θέλει. Κι’ ἐσὺ εἶσαι αὐτεξούσιος, κι’ ἂν θέλης νὰ χαθῆς, χάνεσαι, ἂν θέλης νὰ σκοτώσης κανέναν, τὸ κάνεις, ἂν θέλης νὰ σωθῆς, σώζεσαι. Τὸ κάθε ζῶον ἔχει τὸ δικό του φυσικό, κ’ εἶναι δεμένο μ’ αὐτό. Τὸ φίδι εἶναι φαρμακερό, ὁ λύκος τρώγει τὸ ἀρνί, τὸ ἀρνὶ τρώγεται ἀπὸ τὸν λύκο. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Μπορεῖ νὰ γίνη λύκος, καὶ μπορεῖ νὰ γίνη ἀρνί».
Ἀληθινά, ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἡ μονάχη συνείδηση ποὺ ὑπάρχει μέσα στὸν κόσμο, παρεκτὸς ἀπὸ τὸν Θεὸ κι’ ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους. Ὅλα τὰ ἄλλα κτίσματα, τὰ ἄστρα κι’ ὅσα βρίσκουνται ἀπάνω σ’ αὐτά, εἶναι νεκρά, ἄψυχα, ἀναίσθητα. Αὐτὰ τὰ κτίσματα ὑπάρχουνε γιατί τὰ νοιώθει ὁ ἄνθρωπος πὼς ὑπάρχουνε. Μονάχα τοὺς δὲν ἔχουνε καμμιὰ συναίσθηση πὼς ὑπάρχουνε. Βουβά, ἀναίσθητα, τριγυρίζουνε μέσα στὸ χάος τ’ οὐρανοῦ. Κι’ αὐτὰ τὰ ἀναίσθητα τὰ ἐρευνοῦνε τὰ μυαλὰ ἐκεινῶν τῶν σαρκικῶν ἀνθρώπων, ἐξωτερικά, ἀπ’ ἔξω, χωρὶς νὰ νοιώσουνε γιατί χτισθήκανε, κι’ ἀπὸ ποιὸν καὶ γιατί.
Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος λέγει: «Ἂν πιάση ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐρευνᾶ τὸν λογισμὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ βρεθῆ πὼς ὁ νοῦς τοῦ ξεπερνᾶ τὸν λογισμὸ τοῦ Θεοῦ. Μὰ σ’ αὐτὸ εἶσαι πολὺ πλανεμένος. Ὅσο θέλεις ψάξε καὶ ἐρεύνησε. Χώνεσαι βαθειά, καὶ δὲν καταλαβαίνεις τίποτα. Γι’ αὐτό, κύτταξε νὰ γιάνης τὸ μάτι σου ποὺ εἶναι πονεμένο, γιὰ νὰ δὴς τὸ φῶς τοῦ ἥλιου, καὶ μὴν ἐρευνᾶς πόσο φῶς ἔχει ὁ ἥλιος, σὰν τὸ παιδὶ ποὺ βυζαίνει τὸ στῆθος τῆς μητέρας του, καὶ δὲν γνωρίζει ἀπὸ ποιὰ πηγὴ ἀναβρύζει τὸ γάλα. Μήτε αὐτό, μήτε ἡ μητέρα τοῦ ξέρει ἀπὸ ποὺ βγαίνει τὸ γάλα».
Τὸ μάτι τοῦ χριστιανοῦ εἶναι τὸ πνευματικὸ μάτι, καὶ γι’ αὐτὸ τὸ μάτι μιλᾶ ὁ ἅγιος. Ἐκεῖνο τὸ μάτι δὲν βλέπει τὸν ὑλικὸν κόσμο, ἀλλὰ τὸν πνευματικό, καὶ μ’ αὐτὸ βλέπει τὸν πνευματικὸ οὐρανό. Καὶ ποῦ τὸν βλέπει; Τὸν βλέπει μέσα στὴν ψυχή του, κατὰ τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Χριστός: «Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστι». Ἔξω εἶναι σκοτάδι ἀδιαπέραστο, καὶ μέσα σ’ αὐτό, ἀλλοίμονο ψάχνει νὰ βρῆ τὴν ἀλήθεια ἡ κοντόφωτη γνώση τῆς ἐπιστήμης.
Ἀπὸ τὰ πιὸ μεγάλα θαυμάσια τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι παντοδύναμος, εἶναι καὶ τοῦτο τὸ μυστήριο: Τὸ ὅτι μέσα στὸ Σύμπαν, ποὺ δὲν ἔχει ἄκρη, καὶ ποὺ εἶναι ἀναίσθητο, ἔβαλε τὸν ἄνθρωπο, αὐτὸν μοναχά, ἀπάνω στὸ πιὸ μικρὸ ἄστρο, ἀπάνω σ’ ἕναν σ[ὕ]ναπόσπορο, σὰν ἀνύσταχτο μάτι ποὺ ξαγρυπνᾶ, καὶ ποὺ ρίχνει τὴν ἀχτίνα τοῦ μέσα στὸ ἀτελείωτο ἔρεβος, καὶ βλέπει καὶ νοιώθει, πίσω ἀπὸ τὰ φθαρτὰ κτίσματα, τὸν ἀθάνατο καὶ ἄφθαρτον κόσμο, τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος λέγει: «Ἔμπα μέσα στὸ θαλάμι ποὺ βρίσκεται μέσα σου, καὶ θὰ δὴς τὸ παλάτι τ’ οὐρανοῦ. Γιατί ἕνα εἶναι καὶ τοῦτο καὶ κεῖνο, κι’ ἀπὸ τὴν ἴδια θύρα τὰ βλέπεις καὶ τὰ δυό». Κι’ ἀλλοῦ λέγει ὁ ἴδιος ἅγιος: «Ἡ κοσμικὴ (ἡ ὑλική) γνώση δὲ μπορεῖ νὰ γνωρίση ἄλλο τίποτα, παρεκτὸς ἀπὸ ἕνα σωρὸ συλλογισμούς, ὄχι ὅμως ἐκεῖνο ποὺ γνωρίζεται μὲ τὴν ἁπλότητα τῆς διάνοιας».
Πρώτη ηλεκτρονική αναδημοσίευση στο ιστολόγιό μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου