Τὰ συντέλεια τοῦ κόσμου. Κ’ ἡ «Δεκοχτούρα».
Τοῦ κυρ Φώτη Κόντογλου
Ἐλευθερία, 4-10-1964
Γιὰ νὰ ξεχάσω τὶς στενοχώριες μου, σηκώθηκα πρωΐ – πρωΐ νὰ πάγω νὰ δῶ τὸν γέρο φίλο μου τὸν Ἡρακλῆ Γιαβάσογλου. Ἴσως νὰ τὸν θυμοῦνται κάποιοι ἀπὸ ἐσᾶς ποὺ διαβάζετε ἀπὸ καιρὸ τοῦτα ποὺ γράφω. Ὁ μπάρμπα – Ἡρακλῆς εἶναι κοσμογυρισμένος, ποὺ εἶναι σήμερα πολλοί, ἀλλὰ κοσμογυρισμένος σ’ ἐκεῖνα τὰ χρόνια ποὺ ταξιδεύανε λίγοι ἄνθρωποι, πρὸ πάντων στὶς χῶρες ποὺ ταξίδεψε ἐκεῖνος. Καὶ δὲν εἶναι μοναχὰ πολυταξιδεμένος, μὰ εἶναι καὶ ἐνενήντα – ὀχτὼ χρονῶν. Στέκεται ὅμως πολὺ καλά? δὲν τὸν κάνεις παραπάνω ἀπὸ ἑβδομήντα χρονῶν.
Τὸ φῶς του δὲν κόντηνε, τὰ ποδάρια τοῦ βαστᾶνε γερά, τὸ θυμητικὸ τοῦ εἶναι καὶ κεῖνο ἀπείραχτο, μάλιστα θάλεγα πὼς ὅσο κοντοζυγώνει τὰ ἑκατὸ χρόνια, τόσο θυμᾶται περισσότερο, παλιοῦ οὐρανοῦ χαλάσματα, ποὺ λέγει ὁ λόγος. Ἤξερα πὼς σὲ πολὺ βαθύγερους γυρίζει πίσω τὸ φῶς τους, μὰ πὼς γυρίζει καὶ τὸ θυμητικό, αὐτὸ πρώτη φορᾶ τὸ βλέπω.
Τὸ φῶς του δὲν κόντηνε, τὰ ποδάρια τοῦ βαστᾶνε γερά, τὸ θυμητικὸ τοῦ εἶναι καὶ κεῖνο ἀπείραχτο, μάλιστα θάλεγα πὼς ὅσο κοντοζυγώνει τὰ ἑκατὸ χρόνια, τόσο θυμᾶται περισσότερο, παλιοῦ οὐρανοῦ χαλάσματα, ποὺ λέγει ὁ λόγος. Ἤξερα πὼς σὲ πολὺ βαθύγερους γυρίζει πίσω τὸ φῶς τους, μὰ πὼς γυρίζει καὶ τὸ θυμητικό, αὐτὸ πρώτη φορᾶ τὸ βλέπω.
Ὁ μπάρμπα – Ἡρακλῆς, λοιπόν, θυμᾶται κάποια πράγματα ποὺ γινήκανε πρὶν ἀπὸ τὸν ρωσογιαπωνέζικον πόλεμο, καὶ τὰ θυμᾶται μ’ ὅλα τὰ καθέκαστα. Ἀλλὰ τὰ λέγει τόσο ὄμορφα! Τί χάρη ποὺ ἔχουνε κάτι λιγοστοὶ ἄνθρωποι, σὰν τὸν μπάρμπα – Ἡρακλῆ! Θαρρεῖς πὼς τὸ στόμα τοὺς εἶναι μία βρύση μὲ δροσερὸ νερό, ποὺ δροσίζει τὸν κουρασμένον στρατοκόπο μέσα στὰ ἔρημα βουνά.
Ἐρημιά μου φαίνεται κ’ ἡ ζωὴ ἐμένα, ὅπως ἔγινε σήμερα, κι’ ὅποτε μπορέσω, πηγαίνω στὸ σπίτι του γιὰ νὰ πάρη ὁ νοῦς μου ἀγέρα μὲ τὴ συνομιλία του. Μὲ καλωσορίζει πάντα πρόσχαρος. Κι’ ὅσο εἶναι λιγομίλητος σὲ ἄλλους, μὲ μένα πάντα ἔχει κέφι γιὰ κουβέντα. «Ἐμᾶς ταιριάζουνε τὰ χνῶτα μας», μοῦ λέγει. «Μ’ ὅποιον – ὅποιον δὲ μπορῶ νὰ κάνω παρέα. Ἅμα μυριστῶ ἀλλοιώτικη μυρουδιά, κλειδώνω τὸ στόμα μου. Βάζω τὰ καπάκια στὰ κουβούσια. Τὸ κακὸ εἶναι πὼς δὲ μπορῶ νὰ βουλώσω καὶ τ’ αὐτιά μου. Μὰ ἡ βουβαμάρα μου γλήγορά τους διώχνει, καὶ μ’ ἀφήνουνε ἥσυχον… Τί κουβέντες δίχως οὐσία ποὺ λένε οἱ ἀνθρῶποι, τὴν σήμερον ἡμέρα. Σὰ νὰ μασᾶς βότσαλα. Δὲν τοὺς ρίχνω ἄδικο. Ἐμεῖς ἤμαστε τοῦ παλιοῦ καιροῦ, σὰν νὰ λέμε ἐμεῖς εἴμαστε καράβια μὲ ἄλμπουρα καὶ μὲ πανιά, ἐνῶ τοῦτοι εἶναι καουτσουκένιοι κ’ ἐξωλέμβιοι. Πῶς νὰ συνενοηθοῦμε; Παρεχτὸς ἀπὸ τὰ μυαλὰ κι’ ἀπὸ τὰ αἰσθήματα, ἀλλάξανε καὶ στὴν ὄψη οἱ ἀνθρῶποι. Τί νὰ σοῦ πῶ; ἄλλη πλάση! Μπᾶς καὶ μοῦ φαίνεται, Φωτάκη; Ξέρω κ’ ἐγώ! Εἶδα στὸν βίο μου μιλιούνια φάτσες ἀπὸ λογιῶ – λογιῶ φυλές, μὰ οἱ σημερινοὶ ἀνθρῶποι ἔχουνε κάτι τὶς ἀλλοιώτικο ἀπάνω τους.
»Βλέπω τοὺς δικούς μας, τοὺς Ἕλληνες: Ἔ, πρὸ λίγα χρόνια ποὺ ἦρθα σὲ τοῦτα τὰ χώματα, ἤτανε ἀλλοιώτικοι. Καταλάβαινες πὼς εἶχες νὰ κάνης μὲ ρωμηούς. Τώρα ἀλλάξανε φυσικά, ἀλλάξανε σουσούμι, ἀλλάξανε τὴν ὁμιλία τους. Ἄλλη πλάση. Μοῦ φαίνεται πὼς θέλουνε νὰ κάνουνε τὸν Ἀμερικάνο, καὶ χάσανε τὸν ἑαυτό τους. Δὲν ξέρω τί γίνεται μὲ τὴν ἀριστοκρατία, μὰ μὲ τούτους ποὺ ἔρχομαι σὲ συνάφεια, σὰν νὰ τώχουνε ντροπὴ ποὺ εἶναι Ἕλληνες. Ναί. Οὖλοι κάνουνε τὸν Ἀμερικάνο. Κάτι μπαγάσηδες προχτὲς θέλανε νὰ μοῦ δώσουνε νὰ καταλάβω τί λογὴς εἶναι οἱ Ἀμερικάνοι. Σὲ μένα ποῦ τοὺς ξέρω ἀπὸ τὰ νειάτα μου, πρὶν ἀπὸ ἑβδομήντα χρόνια, τὸν καιρὸ ποῦ ταξιδεύαμε μὲ τ’ ἀμερικανικὰ καράβια; Κεῖνον τὸν καιρὸ ἀρμενίζαμε τὸ πιὸ πολὺ μὲ τὰ πανιά. Ἀρμενίζαμε καὶ μὲ τὸν ἀτμό, ἀλλὰ τὰ παπόρια ἤτανε πιὸ λιγότερα… Ποιὸς θάλεγε ὅτι θὰ προφτάξω τὰ σημερινὰ παπόρια, ποῦναι πολιτεῖες ὁλάκερες πλεούμενες, καὶ ποὺ οἱ μηχανὲς τοὺς δουλεύουνε μὲ ἠλεκτρισμὸ καὶ μὲ κεῖνον τὸν σατανᾶ, πῶς τὸν λένε; ναί, τὴν ἀτομικὴ δύναμη! Μὴ χειρότερα, Παναγία μου!
»Τὸ λοιπόν, λέγω μέσα μου: «Ὓστερ’ ἀπὸ τόσες ἐφεύρεσες ποῦ ἔκανε ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ νὰ μὴν ἀλλάξη κι’ ὁ ἴδιος; Μοῦ φαίνεται μάλιστα πὼς ἤμαστε στὴν ἀρχή. Ἔτσι ποὺ πᾶμε, σὲ λίγα χρόνια οἱ ἀνθρῶποι δὲν θάχουνε μήτε ποδάρια, μήτε χέρια, κ’ ἴσως νὰ χάσουνε καὶ τὴ μιλιά τους.
»Δοξάζω τὸν μεγαλοδύναμο ποὺ κοντεύω νὰ σαλπάρω ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, καὶ δὲν θὰ προφτάξω νὰ δῶ τὰ χειρότερα. Τώρα οἱ ἀνθρῶποι μοιάζουνε ἀκόμα μὲ ἀνθρώπους. Μὰ κοντὰ εἶναι ὁ καιρὸς ποὺ δὲ θὰ μπορῆ κανένας νὰ συνενοηθῆ μὲ τὸν ἄλλον, κι’ ὁ παλαβὸς θὰ λέγη παλαβὸν τὸν γνωστικό, καὶ θὰ τὸν σφαλλὰ στὸ τρελλοκομεῖο. Ἀπὸ τώρα ἀρχίσαμε κιόλας. Ἀκούγω συχνὰ κάτι κουβέντες, ποὺ μὲ πιάνει ἀπορία, καὶ λέγω μήπως μὲ γελάσανε τ’ αὐτιά μου. Ἀφήνω τὶς κουβέντες ποὺ λέγει ἡ νεολαία, μὰ κ’ οἱ ἡλικιωμένοι φαίνεται πὼς εἶναι σαλεμένοι, ὅπως δείχνουνε κάποιες ὁμιλίες ποὺ τυχαίνει ν’ ἀκούσω. Φαίνεται πὼς κοντεύουνε τὰ συντέλεια…».
Κούνησε τὸ κεφάλι του, κ’ ὕστερα ἀπὸ λίγο εἶπε: «Σοὺ εἶπα κι’ ἄλλη φορᾶ πὼς ἡ νενέ μου (ἡ γιαγιά μου) ἔλεγε πὼς τὸ πουλὶ ποὺ τὸ λένε δεκοχτούρα ἐπειδὴ φωνάζει «δέκα – ὀχτώ! Δέκα – ὀχτώ!», ἅμα θὰ φωνάξη «δεκαεννιά», θὰ χαλάση ὁ κόσμος. Τὸ λοιπόν μου φαίνεται πὼς εἶναι κοντὰ ἡ μέρα ποὺ θὰ φωνάξη «δεκαεννιά». [Μήγαρις] δὲν φωνάξανε πολλὲς δεκοχτοῦρες «δεκαεννιά»; Τί λέγαμε; Δὲν λέγαμε πῶς ἄλλαξε ἡ πλάση; Κι’ ἄλλες φορὲς ἀλλάζανε οἱ ἄνθρωποι, δὲν σοῦ λέγω (ἀνάλλαχτο δὲν ἀπομένει τίποτα), μὰ ὄχι νὰ γίνουνε κι’ ἀγνώριστοι! Ἐδῶ ἔχεις ἕναν φίλο, νὰ ποῦμε, ποὺ τὸν γνωρίζεις ἀπὸ πενήντα – ἑξήντα χρόνια, κι’ ἀπορεῖς ἂν εἶναι ὁ ἴδιος ἢ ἂν εἶναι ἄλλος ἄνθρωπος. Ἐδῶ πιὰ δὲν γνωρίζεις τὸν ἀδερφό σου καὶ τὸ παιδί σου. Δὲ μπορεῖς νὰ συνεννοηθῆς μαζί τους. Σὰν νὰ μιλᾶμε ἄλλη γλώσσα.
»Τώρα ποὺ εἶπα γιὰ γλώσσα, θέλω νὰ μοῦ ἐξηγήσης τί ἔχει πάθει ὁ κόσμος καὶ μιλᾶνε οὖλοι τους ἐγγλέζικα. Κοντεύουνε κ’ οἱ γάτες κ’ οἱ σκύλοι νὰ μιλᾶνε ἐγγλέζικα. Καλὰ καὶ τάμαθα ἀπὸ τὰ νειάτα μου, τόσα χρόνια ποὺ πέρασα σὲ ἐγγλέζικα κι’ ἀμερικάνικα καράβια καὶ σὲ χῶρες ποὺ τὰ μιλούσανε. Ἀλληῶς θ’ ἀπόμνησκα ἐγὼ μονάχος στὴν Ἑλλάδα ποὺ νὰ μὴ γνωρίζη αὐτὴ τὴ γλώσσα. Ἡ νεολαία τὰ μαθαίνει στὰ σχολειὰ ὑποχρεωτικά, ὅπως εἴχαμε ἐμεῖς τὰ τούρκικα, κεῖνα τὰ χρόνια. Μά, ἀπ’ ὅσο καταλαβαίνω, οἱ περισσότεροι μιλᾶνε τὰ ἐγγλέζικα φουστανελλάδικα. Ἂν πῆς καὶ κάτι ἀπελέκητους σὰν καὶ μένα, θέλουνε κι’ αὐτοὶ νὰ ἐγγλεζοφέρνουνε, σὰν κάτι βαρκαρέους ποὺ ἄκουσα νὰ μιλᾶνε τὶς προάλλες συναμεταξύ τους, λὲς κ’ ἤτανε Ἀμερικάνοι ναύαρχοι, ξυπόλητοι καὶ καβουρντισμένοι ἀπὸ τὸν ἥλιο, μὲ κάτι τρίχες στὰ ποδάρια τους σὰν ξυλόπροκες… Ἔ, βρὲ ποὺ φτάξαμε!
»Ὅσο γιὰ Χριστὸ καὶ Παναγία καὶ ἅγιους, τοὺς βάλαμε στὴ μπάντα, λὲς καὶ ἤμαστε Ὁβραῖοι. Τοὺς θυμόμαστε μοναχὰ γιὰ νὰ τοὺς βρίσουμε. Ὁ Θεὸς παραδεχόμαστε πὼς ὑπάρχει, μοναχὰ τὴν ὥρα ποὺ θέλουμε νὰ τὸν βλαστημήσουμε. Ἑκατὸ χρονῶ εἶμαι, κι’ ἀνατριχιάζω σὰν ἀκούγω πὼς βρίζουνε τὰ θεία! Λιγοστοὶ εἶναι ποὺ κάνουνε τὸν σταυρό τους, ποὺ ἄλλη φορᾶ ὁ σταυρὸς ἤτανε τὸ στόλισμά μας κ’ ἡ προφύλαξή μας, καὶ τὸν κάναμε κρυφὰ ἀπὸ τὸν Τοῦρκο, μέσα στὰ σπίτια μας, εἴτε στὴν ἐκκλησιὰ καὶ τὸν κάναμε ἑκατὸ φορές, γιὰ νὰ τὸν χορτάσουμε. Θυμᾶμαι ἀπὸ μικρὸς ποὺ λέγαμε «Σταυρὸς ὁ φύλαξ πάσης της οἰκουμένης, σταυρὸς ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας» καὶ «ὅπλον εἰρήνης, ἀήττητον τρόπαιον». Ἒμ αὐτά μας δίνανε θάρρος κ’ ἐλπίδα κι’ ἀγαντάραμε τὸν Τοῦρκο πεντακόσα χρόνια, καὶ τὸν ἀγαντάρουνε καὶ σήμερα στὴν Κύπρο μὲ τὸν σταυρὸ στὸ χέρι, καὶ μ’ ἕναν στρατηγὸ ποὺ ἀντὶς γιὰ περικεφαλαία, φορᾶ τ’ ἀπανωκαλύμαυκο, καὶ τὸν λένε καπετὰν – Μακάριο. Λοιπόν, καλὰ λέγει τὸ τροπάρι «ὅπλον εἰρήνης, ἀήττητον τρόπαιον» Ποιὸς νά’ λέγε πὼς θά’ ρχιζε νὰ πολεμᾶ ὁ Σταυρός μας τὸν τύραννο, ἀπὸ τ’ ἀρχαία χρόνια, μὲ τὰ κοντάρια καὶ μὲ τὰ δοξάρια, καὶ πὼς θᾶν τὸν πολεμᾶ καὶ σήμερα μὲ τ’ ἀερόπλανα, μὲ τὰ ὑποβρύχια καὶ μὲ τ’ ἀεροπλανοφόρα; Μ’ ἄλλα λόγια, εἶναι ν’ ἀπορέση κανένας σὰν συλλογιστῆ πὼς πολεμήσαμε καὶ πολεμᾶμε τὸν Τοῦρκο μὲ οὖλα τὰ ἅρματα ποὺ ἔκανε ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ τότε ποὺ γίνηκε ὁ κόσμος ὡς τὰ σήμερα. Ἀλλά, τ’ ἄλλα ἅρματα ἀλλάζανε κάθε τόσο, μοναχὰ ἕνα ἀπόμεινε τὸ ἴδιο κι’ ἀνάλλαχτο, ὁ Σταυρός. Κ’ ἐμεῖς τὸν πετάξαμε σήμερα, καὶ τόχουμε ντροπὴ νὰ κάνουμε τὸ σημεῖο του. Σωστά, λοιπόν, λέγω πὼς δὲν πᾶμε καλά. Κοντεύουνε τὰ συντέλεια. Κοντὰ εἶναι ἡ μέρα ποὺ θὰ φωνάξη ἡ δεκοχτούρα «δεκαεννιά», ἀντὶς «δεκαοχτώ».
»Λυπᾶμαι κείνους ποὺ εἶναι νηοι. Ὁ μεγαλοδύναμος νὰ σπλαγχνιστῆ τὰ ἀθώα ποὺ γεννιοῦνται σήμερα. Εἲδ’ ἐγώ, σὲ λίγο θὰ κάνω τὰ πανιὰ καὶ θὰ σᾶς ἀφήσω ὑγεία».
Πρώτη αναδημοσίευση: http://stin-enoria.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου