Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Η αληθινή χαρά. Και το ψεύτικο ομοίωμά της. Του κυρ Φώτη Κόντογλου.

Η αληθινή χαρά.
Και το ψεύτικο ομοίωμά της.
Του κ. Φώτη Κόντογλου.
Ελευθερία, 6-1-1963

Β΄
                        Μεγάλη παρηγοριά παίρνω, διαβάζοντας τα γράμματα που μου γράφουνε κι’ ακούοντας τα λόγια που μου λένε οι παρηγορημένοι από μένα. Αισθάνομαι χαρά μεγάλη, χαρά αληθινή, αγνή, καθαρή, σαν συλλογίζουμαι πως μπόρεσα να χαροποιήσω άλλους και να τους ανακουφίσω με τα ζωογόνα λόγια του Χριστού, εγώ, που είμαι πικραμένος από τις ίδιες πίκρες με τις δικές τους.
            Αληθινά, τί αγαλλίαση, να είναι κανένας «υπηρέτης Χριστού», όπως έλεγε ο πιο πιστός υπηρέτης του, ο μακάριος Απόστολος Παύλος!
Πόσο χαίρουμαι, κάθε φορά που παίρνω ένα γράμμα γεμάτο από ευχές κι’ από τη συγκινητική ευωδία της ευγνωμοσύνης, για τη λίγη ανακούφιση που δώσανε τα λόγια μου σε κάποιον δυστυχισμένον! Λέγω «τα λόγια μου», ενώ πρέπει να πω «τα λόγια του Χριστού», που αξίωσε κ’ εμένα να τα λέγω, όπως αξίωσε να μιλήση το γαϊδούρι του μάντη Βαλαάμ. Αληθινά, απορώ για την αγάπη και για την τιμή που μου φανερώνουνε κάποιοι άνθρωποι, που γι’ αυτούς δεν έκανα καμμιά θυσία, και νοιώθω ευγνωμοσύνη για την αλογάριαστη ευσπλαγχνία του Θεού, φέρνοντας στο νου μου τούτα τα λόγια του Χριστού «Εάν τις εμοί διακονή, τιμήσει αυτόν ο Πατήρ». (Ιω. 12΄, 26).
            Ανάμεσα σ’ αυτούς τους αγαπημένους φίλους, που είναι αληθινοί φίλοι, γιατί μας ενώνει η αγάπη του Χριστού, είναι πολλές γυναίκες, που ξεχωρίζουνε για τη συντριβή της καρδιάς τους, για την δακρύβρεχτη μετάνοιά τους και για την ολόψυχή αφοσίωσή τους στον Κύριο. Θα έπρεπε να διαβάση κανένας τα γράμματά τους για να κλάψη. Μια απ’ αυτές, από τις πλέον δυστυχισμένες, μου έγραψε «την επαύριον ενός συγκλονιστικού δράματος» τα παρακάτω λόγια: «Τα συναισθήματα τα οποία εκ των άρθρων σας εδοκίμασα, δεν μπορώ να εκφράσω: γαλήνην, παρηγορίαν, ελπίδα. Αχ! Πόσον ωραίον θα ήτο εάν όλοι οι άνθρωποι είμαστε ως πραγματικοί αδελφοί, να ευρίσκαμεν ο εις εις τον άλλον βοήθειαν και προστασίαν, και όχι να φοβούμεθα μην τυχόν και ο άλλος μας προξενήσει κακόν». Κατόπι εξιστορεί το δράμα που πέρασε, και που είναι αληθινά πολύ σκληρό, και λέγει πως πέθανε ο άνθρωπός της: «Μετά δύο ετών αγωνίαν, ο Κύριος, με την θείαν του αντίληψιν και ευσπλαγχνίαν, εκάλεσε πλησίον του τον γλυκύτατόν μου αδελφόν, και επεσφραγίσθη ούτω το σιωπηλόν δράμα». Κ’ έπειτα γράφει τούτα τα αξιοσημείωτα λόγια: «Αφού θέλουμε να ζήσουμε και νομίζομε ότι εδώ είναι η ζωή, επόμενον ήτο αυτό το τέλος μας». Το γράμμα τελειώνει με τα παρακάτω λόγια: «Θα ήθελα πολλά να σας γράψω, εις είδος εξομολογήσεως, διότι είμαι μία ψυχή τρομερά βεβαρημένη με παντός είδους αμαρτίας, αλλά και με παραλείψεις, ασέβειαν και σκληρότητα, χωρίς βέβαια να χρήζω απαντήσεως».
            Άλλοι από τους πονεμένους αυτούς αναγνώστες μου, είναι δυό νέοι, παράλυτοι από τη μέση και κάτω. Ο ένας είναι αγιογράφος και τον βοηθώ όσο μπορώ στην εργασία του. Είναι ευλαβέστατος, και σίγουρα οι εικόνες που κάνει θα είναι θαυματουργές, αφού γίνονται με πολύν κόπο, με σκληρόν αγώνα. Ο άλλος γράφει βιβλία, κ’ η πίστη του δίνει θάρρος κ’ έμπνευση.
            Ένας άλλος είναι πολύ σπουδασμένος και κοσμογυρισμένος αλλά ταπεινός. Μου γράφει με πολύ απλότητα κι’ αγάπη, και πως γι’ αυτόν είναι «πηγή χαράς και ελπίδας ο Άμβων» της «Ελευθερίας». Άμβωνα λέγει τα γραψίματά μου.
            Ας αναφέρουμε κ’ έναν ακόμα πολυαγαπημένον αδελφόν εν Χριστώ. Αυτός γεννήθηκε σε μια ξένη χώρα, σε μια από τις πιο μεγάλες πολιτείες του κόσμου, κ’ ήτανε καθηγητής σ’ ένα Πανεπιστήμιο. Μα η ψυχή του ζητούσε την απλότητα, που δεν χάθηκε ακόμα ολότελα από τις ορθόδοξες ελληνικές ψυχές. Η ανθρωποθάλασσα τον έπνιγε, την ένοιωθε γύρω του σαν έρημο, χειρότερη από την έρημο της Θηβαΐδας και της Νιτρίας. Πήρε λοιπόν την απόφαση να φύγη από τη μέγάλη πολιτεία και ήρθε στο χωριό του πατέρα του, κ’ εκεί ζη ειρηνικά και βλογημένα μαζί με τους βουνήσιους ανθρώπους, λειτουργιέται στην εκκλησιά του χωριού και στα ρημοκκλήσια, και λέγει μαζί με τον Δαυΐδ: «Τίς εστι πλούσιος; Ο εν ολίγω αναπαυόμενος, και επιποθών τα αγαπητά σκηνώματα του Κυρίου».
            Είπαμε πως το Άγιον Πνεύμα φωτίζει και παρηγορεί τον ανθρωπο που πικραίνεται για τον Θεό, και πως γι’ αυτό λέγεται Παράκλητος, ήγουν Παρηγορητής.
            Πριν νάρθη ο Χριστός στον κόσμο, οι άνθρωποι δε μπορούσανε να καταλάβουνε πως όποιος ταπεινώνεται για τον Θεό, θα υψωθή, κι’ όποιος πικραίνεται γι’ Αυτόν και βασανίζεται, θα νοιώση την αληθινή χαρά, και πως όποιος θυσιάζεται για την αγάπη Του, θα ζήση την αληθινή ζωή. Αυτά τα νομίζανε οι άνθρωποι παράλογα πράγματα, όπως τα νομίζουνε κ’ οι πολλοί σήμερα. Γι’ αυτούς, ευτυχία και χαρά ήτανε και είναι το να έχη κανένας πλούτη, υγεία, εμορφιά, ανδρεία και να είναι τιμημένος από τον κόσμο. Κι’ όλα αυτά για τούτη τη ζωή. Όσο για την άλλη, την έχουνε για παραμύθι, που το πιστεύουνε τα γραΐδια κ’ οι μωρόμυαλοι.
            Αλλά, αυτή η χαρά κ’ η ευτυχία, άφησε που δεν είναι σίγουρη, αλλά είναι και ψεύτικη, κούφια, δίχως αληθινή ουσία, και δεν κάνει αληθινά χαρούμενον τον άνθρωπο μήτε και σε τούτον τον πρόσκαιρον κόσμο.
            Αληθινή κι’ όχι ψεύτικη χαρά έχει μοναχά όποιος αγαπά τον Χριστό, και για ν’ αγαπά τον Χριστό, θα είναι ταπεινός, πράος, με την καρδιά του γεμάτη αγάπη. Κι’ αυτή η αληθινή χαρά είναι ένα λουλούδι που ανθίζει απάνω στο πικροβότανο της θλίψης, γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης του Σινά, ο συγγραφέας της Κλίμακος, τη λέγει «χαροποιόν πένθος» ή «χαρμολύπη».
            Ο προφήτης Δαυΐδ, από θεία φώτιση, ένοιωσε τούτη την αγιασμένη χαρά, χίλια χρόνια πριν να γεννηθή ο Χριστός στον κόσμο, σε καιρό που κανένας άλλος άνθρωπος δεν ήτανε σε θέση να τη νοιώση. Για τούτο έλεγε στον Θεό: «Εν θλίψει επλάτυνάς με», που θα πη: «Με τη θλίψη άνοιξες την καρδιά μου». Κι’ αλλού λέγει: «Το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός, και εις το πρωΐ αγαλλίασις», που θα πη: «Το βράδυ θα κοιμηθής με κλάψιμο, και το πρωΐ θα σηκωθής χαρούμενος». Και σε άλλο μέρος λέγει πάλι ο βλογημένος αυτός προφήτης: «Κύριε, ουχ υψώθη η καρδία μου, ουδέ μετεωρίσθησαν οι οφθαλμοί μου, ουδέ επορεύθην εν μεγάλοις, ουδέ εν θαυμασίοις υπέρ εμέ, ειμή εταπεινοφρόνουν», δηλαδή «Κύριε, δεν θα υψωνότανε η καρδιά μου, μήτε τα μάτια μου δεν θα [βλέ]πανε αυτά που είδα, μήτε θα πορευόμουνα σε πράγματα μεγάλα και θαυμαστά, που ήτανε παραπάων από εμένα, αν δεν είχα ταπείνωση». Και ταπείνωση έχει ο πικραμένος κι’ ο βασανισμένος, όπως ήτανε ο Δαυΐδ. Κι’ αλού λέγει πάλι ο ίδιος: «Κύριος εγεννήθη βοηθός μου, έτρεψας τον κοπετόν μου εις χαράν εμοί», «Ο Κύριος έγινε βοηθός μου, γύρισες τον θρήνο μου σε χαρά σε μένα».
            Αυτά τα λόγια θα ήτανε ακατανόητα για τους φιλοσόφους της Ελλάδας, επειδή οι άγιοι μιλούνε μια άλλη γλώσσα, που δεν την καταλαβαίνουν ο Πλάτωνας κι’ ο Αριστοτέλης.
            Η αγιασμένη κι’ αληθινά τούτη χαρά αναβρύζει από καρδιά πονεμένη, που θλίβεται για τον Χριστό, και χύνει τα παρηγορητικά δάκρυα που δεν τα γνωρίζουνε οι άλλοι άνθρωποι, κατά τον λόγο που είπε το στόμα του Κυρίου: «Μακάριοι οι κλαίοντες νυν ότι γελάσετε», «Καλότυχοι όσοι κλαίτε τώρα, γιατί θα γελάσετε». «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται», που θα πη: «Καλότυχοι είναι εκείνοι που θλίβονται, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε».
            Όποιος έχει πίστη στον Θεό, και μπη μέσα στην καρδιά του το Πνεύμα το Άγιον, ο Παράκλητος, ο Παρηγορητής, αυτός παρηγοριέται σε κάθε θλίψη του και βεβαιώνεται και δεν φοβάται τίποτα. Αυτή η βεβαιότητα που δέχεται μυστικά, τον κάνει να χαίρεται πνευματικά. Τούτη είναι η αληθινά χαρά που τη χαρίζει ο Χριστός, κ’ είναι αλλοιώτικη από τη συνειθισμένη χαρά που δοκιμάζουνε οι άνθρωποι. Για τούτο είπε ο Κύριος στους μαθητές Του κατά τον Μυστικό Δείπνο, πριν να παραδοθή: «Ειρήνη σας αφήνω, την ειρήνη τη δική μου σας δίνω. Δεν σας δίνω την ειρήνη όπως την δίνει ο κόσμος». Ειρήνη δίχως χαρά, δεν γίνεται, κατά τον λόγο που λέγει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Ο αλλότριος της ειρήνης, αλλότριος εστι της χαράς», «Όποιος είναι ξένος από ειρήνη, είναι ξένος από χαρά». Εκείνο το βράδυ που αποχαιρέτησε ο Κύριος τους αγαπημένους μαθητές του, είπε κι’ άλλα γι’ αυτή την πονεμένη αγάπη: «Αληθινά σας λέγω πως θα κλάψετε και θα θρηνήσετε εσείς, μα ο κόσμος θα χαρή. Εσείς όμως θα λυπηθήτε, αλλά η λύπη σας θα γυρίσει σε χαρά. Η γυναίκα την ώρα που γεννά, έχει λύπη γιατί ήρθε η ώρα της. Μα σαν γεννήση το παιδί, δεν βάζει πια στο νου της τη θλίψη που πέρασε και τους πόνους, από τη χαρά που αισθάνεται πως γρννήθηκε ένας άνθρωπος στον κόσμο. Κ’ εσείς λοιπόν, έχετε τώρα λύπη. Αλλά πάλι θα σας δω και θα χαρή η καρδιά σας, και τη χαρά σας κανένας δε θα την πάρη από εσάς».
            Ναι αυτή είναι η αληθινή, η καθαρή κι’ αθόλωτη χαρά. Όλα τάλλα που τα λένε χαρές οι άνθρωποι, δεν είναι σαν κι’ αυτή. Τούτη είναι η χαρά του Χριστού, η πονεμένη χαρά, που ξαγοράζεται με τη θλίψη. Γι’ αυτό ο Κύριος τη λέγει «πεπληρωμένη», δηλαδή τέλεια, αληθινή, σίγουρη. Και πάντα συντροφεύεται από τη θλίψη, αυτή η αγιασμένη χαρά. Το πικρό νερό της Μερράς, που το έκανε γλυκό ο Μωϋσής, το άλλαξε ο Χριστός σε «ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον». Τούτη η πνευματική χαρά γεννιέται από τη θλίψη, κατά τον λόγο που είπε ένας άγιος: «Δεν δίνεται στον Χριστιανό μεγάλο χάρισμα, χωρίς μεγάλον πειρασμό».
            Ο μακάριος Απόστολος Παύλος λέγει πολλά γι’ αυτή τη βλογημένη θλίψη που είναι συμπλεγμένη με τη βλογημένη χαρά: «Η λύπη, λέγει, που την υποφέρνει κανένας για τον Θεό, φέρνει αμετανόητη μετάνοια για σωτηρία, (δηλαδή η λύπη που περνά όποιος πιστεύει στον Θεό, κάνει ώστε εκείνος ο άνθρωπος να μετανοιώση και να σωθή, χωρίς να αλλάξη γνώμη και να γυρίση πίσω στην αμαρτία), ενώ η λύπη που περνά κανένας για κάποια πράγματα τούτου του κόσμου φέρνει θάνατο». «Η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται. Η δε του κόσμου λύπη, θάνατον κατεργάζεται». Κι’ αλλού γράφει πως οι χριστιανοί φαίνουνται στους ασεβείς πως είναι λυπημένοι, μα στ’ αλήθεια κι’ από μέσα τους, χαίρουνται: «ως λυπούμενοι, αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί, πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες». Φτερωμένος ο απόστολος από τούτη την παντοτεινή χαρά που αναβρύζει αδιάκοπα από μέσα του, γράφει στους μαθητές του: «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε. Πάλιν χαρήτε. Πάντοτε χαίρετε. Λοιπόν αδελφοί, χαίρετε!».

Δεν υπάρχουν σχόλια: