Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Μουσική.
Ἀνάγκη νὰ διατηρήσωμε τὴν παράδοσι.
Τοῦ κ. Φώτη Κόντογλου
Ἐλευθερία, 9-9-1956
«Σύ, τὰ μίμων καὶ ὀρχηστῶν ἐνταύθα (ἐν τῷ ναῷ) παρεισάγεις; Ὑπὸ τῶν ἐν τοὶς θεάτροις, θεαμάτων τὸν νοῦν ἐσκοτίσθης, καὶ διὰ τοῦτο τὰ ἐκεῖσε πραττόμενα τοὶς τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεις τρόποις;»
Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος
Κάθε τόσο γράφεται κάτι στὸν τύπο γιὰ τὸ ζήτημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς. Ἔτσι καὶ τὴν περασμένη βδομάδα γράφηκε ἕνα ἄρθρο γι’ αὐτὴ σὲ μία ἀπὸ τὶς ἀπογευματινὲς ἐφημερίδες. Ὁ ἀρθρογράφος, ὅπως πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ γράφουνε γιὰ τὴν μουσικὴ τῆς Ἐκκλησίας, μοῦ φαίνεται πὼς δὲν ἔχει μεγάλη σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Κι’ ἀκόμα, ὅπως οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτούς, θέλει νὰ ἐπικρατήση ἡ γνώμη τῶν πολλῶν? καὶ νὰ καθορίση αὐτὴ ποιὰ μουσικὴ θὰ ψέλνεται ἢ θὰ τραγουδιέται στὶς ἐκκλησίες μας, μὲ ἄλλα λόγια θάθελε νὰ γίνη σὰν ἕνα δημοψήφισμα, νὰ ποῦμε, στὸ ὁποῖο νὰ ψηφίσουνε καὶ κεῖνοι ποὺ πᾶνε μία φορᾶ τὸ χρόνο στὴν ἐκκλησιά, τὰ Χριστούγεννα ἢ τὸ Πάσχα, ἢ καὶ κεῖνοι ἀκόμα ποὺ δὲν πᾶνε καθόλου, καὶ κάποιοι ποὺ μάλιστα σιχαίνουνται τὴν ἐκκλησιά.
Τὸ νάχουνε ὅλοι γνώμη ἀποφασιστικὴ γιὰ τὸν χαρακτήρα ποὺ πρέπει νάχη ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική μας, πολλοὶ τὸ θεωροῦνε δικαίωμα κάθε Ἕλληνος, ἀδιάφορο ἂν δὲν δίνη πεντάρα γιὰ τὴ θρησκεία καὶ τὴν Ἐκκλησία. Ὅ,τι θέλουνε οἱ πιὸ πολλοί.
Μὰ δὲν εἶναι ἔτσι. Ὁ λαὸς δὲν ἐπιβάλλει στὴν Ἐκκλησία τὴ θέλησή του σὲ ζητήματα τῆς λατρείας. Τότε τί Ἐκκλησία θάναι αὐτὴ ἡ Ἐκκλησία; Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ὁδηγοῦσα τὰ πνευματικὰ τέκνα της στὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ, κι’ αὐτὴ ὁρίζει τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας τους. Ἐκείνη ἐθέσπισε κανόνας. Ἐκείνη ἐδημιούργησε παράδοση. Ἀλλοιῶς θάχανε καταργηθῆ καὶ τὰ Μυστήρια καὶ τὰ δόγματα, κι’ ὁ τρόπος τῆς τελετουργίας θὰ ἄλλαζε κατὰ τὸ γοῦστο τοῦ καθενός, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ ἔτυχε νὰ πηγαίνη στὴν ἐκκλησία.
Ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς τέχνες, μὲ τὶς ὁποῖες ἐκφράζεται ἡ προσευχὴ τῶν πιστῶν, κι’ αὐτὲς οἱ τέχνες εἶναι ἡ ἀρχιτεκτονική, ἡ ὑμνολογία, ἡ μουσική, ἡ ἁγιογραφία, ἡ τέχνη τῶν σκευῶν τοῦ κάθε πράγματος ποὺ χρησιμοποιεῖται στὴν λατρεία. Αὐτὲς οἱ τέχνες στὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας εἶναι τέχνες λειτουργικές, δηλαδὴ ἁγιασμένες, καὶ ἔχουνε σκοπὸ νὰ ὑψώσουνε πνευματικὰ τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν κατανύξουνε, κι’ ὄχι ἁπλῶς νὰ τὸν τέρψουνε, ὅπως κάνουνε οἱ κοσμικὲς τέχνες. Δὲν πᾶμε στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ διασκεδάσουμε, ἀλλὰ γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε. Κ’ ἡ προσευχὴ εἶναι ἀνάγκη τῆς ψυχῆς ποὺ πονᾶ καὶ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ ὅποιον θέλει νὰ περάση εὐχάριστα τὴν ὥρα του. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ πάγη στὸ θέατρο, στὸν κινηματογράφο, στὶς συναυλίες, ποὺ ἀπὸ τέτοια εἶναι γεμάτος ὁ κόσμος σήμερα, δόξα σοὶ ὁ Θεός! Τὰ κοσμικὰ θεάματα καὶ ἀκούσματα εἶναι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ θέλουνε νὰ γλεντήσουνε ἢ καὶ νὰ συγκινηθοῦνε ἀκόμα, ὅπως γίνεται μὲ τὰ δράματα. Ἡ τέτοια συγκίνηση δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση μὲ τὴν θρησκευτικὴ συγκίνηση, ποὺ εἶναι ἡ λεγόμενη κατάνυξη. Γι’ αὐτὸ κ’ ὑπάρχει, ὅπως βλέπει ὁ ἀναγνώστης, κ’ ἰδιαίτερη λέξη γιὰ νὰ τὴν ἐκφράση. Λοιπόν, ὅσοι γράφουνε γιὰ ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, κ’ εἶναι ἀνίδεοι ἀπὸ τὸ χάος ποὺ χωρίζει τὸν κόσμο τῆς θρησκείας ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς ὕλης, νομίζουνε πὼς ὅλο τὸ ζήτημα «ἀπόκειται εἰς τὴν κρίσιν τοῦ κοινοῦ». Βρῆκε ὁ στραβὸς κατήφορο! Γιὰ τὸ κάθε τί, καλεῖται τὸ κοινὸν νὰ ἀποφανθῆ. Σιγὰ – σιγὰ θὰ ἀποφαίνεται τὸ κοινὸν καὶ θὰ γράφεται στὴν ἀστρονομία ἂν κατοικῆται ὁ Ἄρης, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ τὸ κοινὸν ἔμαθε πὼς ὑπάρχει ἕνα τέτοιο ζήτημα, καὶ γιατί ἔχει μάτια καὶ μ’ αὐτὰ βλέπει τὸν Ἄρη, ἢ μὲ τηλεσκόπιο ἢ δίχως τηλεσκόπιο. Γιατί, καὶ γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική, αὐτοὶ ποὺ θέλουνε ν’ ἀποφασίση τὸ κοινὸν τί λογὴς πρέπει νὰ εἶναι αὐτὴ ἡ μουσική, στηρίζουνε αὐτὴ τὴν ἀπαίτησή τους στὸ ὅτι ὅσοι πᾶνε στὴν ἐκκλησία, ἔστω καὶ μισῆ ὤρα τὸν χρόνο, ἔχουνε αὐτιὰ καὶ ἀκοῦνε. Μά, ἀγαπητέ, καὶ μιλιὰ ἔχουνε ὅλοι καὶ μιλᾶνε, ἀλλὰ δὲν θὰ πῆ πὼς ἡ λογοτεχνία κανονίζεται ἀπὸ ὅσους μιλᾶνε καὶ ξέρουνε αὐτὴ τὴν τέχνη ἀπὸ πείρα. Μπορεῖ νὰ ἀποτείνεται ἡ λογοτεχνία σὲ ὅλους, ἀλλὰ ὁ συγγραφέας δὲν κανονίζει τὴν τέχνη τοῦ σύμφωνα μὲ τὰ γοῦστα τοῦ ἑνὸς καὶ τ’ ἀλλουνοῦ, ἀλλὰ αὐτὸς μορφώνει τὰ αἰσθήματα καὶ τοὺς συλλογισμοὺς ἐκείνων ποὺ τὸν διαβάζουνε μὲ τὰ δικά του, ἐκτὸς ἂν εἶναι συγγραφέας παραδολόγος ἢ δημαγωγός.
Λοιπόν, ἂν στὴν κοσμικὴ αὐτὴ τέχνη, ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος δὲν καθορίζουνε τὸν χαρακτήρα τῆς κατὰ τὸ κέφι τους, πόσο περισσότερο ἀνίκανος εἶναι ὁ πολὺς ὁ κόσμος νὰ καθορίση τὸν χαρακτήρα τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς μας, ποῦ εἶναι ἔκφραση τῆς ἴδιας της Ἐκκλησίας; Πολλοὶ θαρροῦνε πὼς οἱ ἐκκλησιαστικὲς τέχνες εἶναι κάποια συμβατικὰ κατασκευάσματα, ποὺ μποροῦνε νὰ ἀλλάξουνε ὅποτε καπνίση στὸν κάθε ἄνθρωπο. Μὰ δὲν εἶναι ἔτσι. Οἱ ἐκκλησιαστικὲς τέχνες εἶναι τρόποι ζωντανοί, μὲ τοὺς ὁποίους ἐπῆρε ἔκφραση ἡ πνευματικὴ οὐσία τῆς θρησκείας. Δὲν μπορεῖ ἕνας ὀρθόδοξος Ἕλληνας νὰ προσευχηθῆ ἀληθινὰ μὲ μουσικὴ φράγκικη, οὔτε νὰ νοιώση κατάνυξη μέσα σὲ μία μοντέρνα ἐκκλησία, ποὺ εἶναι σὰν ἀεροδρόμιο ἢ σὰν γκαρὰζ ἢ σὰν αἴθουσα συναυ[λίας.] Αὐτὰ εἶναι ψευτιές, κι’ ὅσοι τὰ λένε, θέλουνε νὰ φαίνωνται μοντέρνοι. Ἀφήνω πὼς δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει κὰν ἡ ἐκκλησιά.
Ὅ,τι εἶναι ἡ μουσική μας, εἶναι κ’ ἡ γλώσσα μας. Δὲν εἶναι ἡ γλώσσα ἕνα συμβατικὸ κατασκεύασμα, ἀλλὰ ζωντανὴ λειτουργία. Ἀλλοιῶς, ἂς κάνουμε ἕνα Ἐσπεράντο, κάνοντας συμφωνία μεταξύ μας πὼς «μπά» θὰ πῆ πατέρας καὶ «μπού» θὰ πῆ μητέρα, καὶ «νανά» θὰ πῆ οὐρανὸς καὶ οὕτω καθεξῆς,καὶ κόπιασε νὰ γράψης ποιήματα μ’ αὐτὴ τὴ γνώση, ἐσύ, τετραπέρατε «μοντέρνε», ποὺ τὰ παίρνεις ὅλα μὲ ἐλαφρὰν τὴν καρδίαν. Ἡ λέξις εἶναι ζωντανὸ πράγμα, ἔχει μέσα τῆς αἷμα, δὲν εἶναι καμωμένη ψεύτικα, μὲ τὰ καρτόνια τοῦ Ἐσπεράντο. Ἔτσι εἶναι κ’ ἡ μουσικὴ κάθε λαοῦ, καὶ περισσότερο ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική μας. Ἐκτὸς ποὺ εἶναι ἕνα πνευματικὸ ὄργανο τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι δεμένη καὶ μὲ τοὺς περασμένους ἀνθρώπους τῆς φυλῆς μας, γενεὲς γενεῶν, ἔχει ρίζες βαθειές, ποὺ ἅμα τὶς βγάλης ξεθεμελιώνεις μαζὶ καὶ τὴν ἰδέα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας.
Ἡ Ὀρθοδοξία μας εἶναι δεμένη μὲ τὸν χαρακτήρα μας, καὶ τὰ μέσα ποὺ ἔχει γιὰ νὰ ἐκφράζεται ἔχουνε ἀνταπόκριση μὲ τὴν βαθύτερη οὐσία τῆς ψυχῆς μας. Ἡ Ὀρθοδοξία γνωρίζεται ἀπὸ τὸν λαό μας ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ μορφή της, ποὺ εἶναι κι’ αὐτὴ πνευματική, ὅπως εἶναι καὶ τὸ περιεχόμενό της ποὺ ἐκφράζει. Ὁ λαός μας εἶναι ὀρθόδοξος, ζεῖ καὶ πεθαίνει ὀρθόδοξος, ἐνῶ δὲν ἔχει ἰδέα ἀπὸ τὸ τί μας χωρίζει ἀπὸ τὶς ἄλλες Ἐκκλησίες, δὲν ξέρει οὔτε τὸ «Filioque», οὔτε τίποτα. Ἡ ὀρθοδοξία μέσα τοῦ εἶναι ζωντανή, γιατί τὴν ζεῖ ἀπὸ μικρὸ παιδί, τὴν ζεῖ γιατί βλέπει κι’ ἀκούει, καὶ προσεύχεται μὲ ὀρθόδοξον τρόπο. Τὴ νοιώθει ἀπὸ τὸ κτίριο τῆς ἐκκλησιᾶς, ἀπὸ τὰ ὀρθόδοξα εἰκονίσματα, ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη ψαλμωδία, ἀπὸ τὰ ἄμφια κι’ ἀπὸ τὴν ὄψη τῶν παπάδων μας, ἀπὸ τὸ σχῆμα ποὺ ἔχουνε τὰ σκεύη, ἀπὸ τὰ λόγια τῶν τροπαριῶν (κι’ ἂς μὴ τὰ καταλαβαίνη ὅλα). Ἀπ’ αὐτὰ σχηματίζεται μέσα τοῦ ἡ συνείδηση πὼς αὐτὸς εἶναι ὀρθόδοξος, καὶ πὼς ὁ ἄλλος εἶναι Φράγκος. Βγάλτε αὐτὰ τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικὰ τῆς ὀρθοδοξίας, ποὺ ἀπτοποιοῦνε τὴν πνευματικὴ οὐσία της στὰ μάτια καὶ στ’ αὐτιὰ τοῦ ὀρθοδόξου Ἕλληνα, καὶ θὰ δοῦμε τί θὰ ἀπομείνη ἀπὸ τὴν ὀρθοδοξία. Οὐσία καὶ μορφή, πνεῦμα καὶ ἔκφρασις, εἶναι ἕνα, δὲν χωρίζονται. Ὅσοι, λοιπόν, μιλᾶνε μὲ τὸ πρακτικὸ πνεῦμα, ποῦ εἴπαμε, γιὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα, χωρὶς νὰ ἔχουνε ἰδέα ἀπὸ τὰ παραπάνω, τί κάνουνε; «Γράφοντες, ἀνοησίαν γράφουσιν», ποὺ λέγει καὶ ὁ Προφήτης.
Ἀφήνω πὼς οἱ περισσότεροι Ἕλληνες χριστιανοὶ ἀπὸ φυσικὸ τοὺς νοιώθουνε τὴ βυζαντινὴ μουσικὴ στὴν ἐκκλησιά, ἀλλὰ ἄλλοι μὲν κακοσυνηθίσανε μὲ τὶς Τραβιάτες καὶ μὲ τὶς χορωδίες, ἄλλοι προτιμᾶνε τὰ εὐρωπαϊκὰ ἐπειδὴ ἔτυχε ν’ ἀκούσουνε κανέναν κακόφωνο ψάλτη, κ’ οἱ περισσότεροι προτιμᾶνε τὶς τετραφωνίες γιὰ νὰ φαίνωνται πολιτισμένοι, ἐξελιγμένοι, μοντέρνοι. Αὐτὸς ὁ καϋμός μας τρώγει ὅλους.
Ἀλλὰ οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ὁμολογοῦνε πὼς ἤτανε πλανεμένοι, σὰν μποῦνε στὴν οὐσία τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς καὶ νοιώσουνε τί ὕψος ἔχει, καὶ ξυπνήση μέσα τοὺς ἡ ἑλληνικὴ ψυχή, ποὺ εἶναι ἀφιονισμένη ἀπὸ λογὴς – λογὴς τέτοιες προκαταλήψεις, ποὺ εἴπαμε παραπάνω. Γνωρίζω πλῆθος τέτοιους ἀνθρώπους, ποὺ ἀλλάξανε ὁλότελα, καὶ ἀποροῦνε γιὰ τὴν παραμόρφωση ποὺ εἴχανε πάθει. Μάλιστα ἔχουνε γίνει οἱ πιὸ φανατικοὶ στὴν τέχνη τῆς παραδόσεως. Λοιπόν, πὼς νά’ χουνε γνώμη γιὰ ἕνα τέτοιο ζήτημα ἄνθρωποι ποὺ εἶναι πλανεμένοι, καὶ ποῦ ἄν, κατὰ κάποιον τρόπο, μπορούσανε νὰ νοιώσουνε τὴν ἀλήθεια, θὰ μετανοιώνανε πικρὰ γιὰ τὴν ψῆφο ποῦ θὰ δίνανε ὑπὲρ τῆς εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς;
Κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ θέλουνε νὰ λυθοῦνε πολλὰ ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὸ μαχαίρι τῆς κοινῆς γνώμης (κ’ οἱ τέτοιοι θαρρῶ πὼς εἶναι πνευματικοὶ δημαγωγοί), παρ’ ὅτι, ὅπως εἶπα, δὲν αἰσθάνονται ἀληθινὰ τὴν ἀνάγκη τῆς προσευχῆς, λένε πὼς μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τάχα θὰ προσελκυσθοῦν στὴν Ἐκκλησία κάποιοι ποὺ δὲν θὰ πηγαίνανε στὴ λειτουργία ἂν ψέλνανε βυζαντινά. Ἡ Ἐκκλησία ὅμως δὲν ἔχει γιὰ σκοπό της νὰ γεμίση τὶς ἐκκλησιὲς ὅπως – ὅπως μὲ ἀνθρώπους ποὺ θέλουνε νὰ περάσουνε εὐχάριστα τὴν ὥρα τους, ἀλλὰ νὰ σώση ὅσους ποθοῦνε νὰ καταφύγουνε σ’ αὐτή, ἐπειδὴ βρίσκουνε στὴν Ἐκκλησία ἕνα πνευματικὸ καταφύγιο ἀπὸ τὰ δεινά της ζωῆς, καὶ πιστεύουνε στὸν Χριστὸ μὲ ταπείνωση καὶ μὲ ἐμπιστοσύνη. Κι’ ὅποιος νοιώθη αὐτὰ τὰ συναισθήματα, δὲν ἐπιθυμεῖ νὰ κανονίζη ὁ ἴδιος τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο θὰ γίνεται ἡ προσευχή, ἀλλὰ θὰ παραδοθῆ στὴν Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ θέλη νὰ στήση δικό του θέλημα, εἴτε στὴ μουσική, εἴτε στὴν εἰκονογραφία, εἴτε σὲ ὁποιοδήποτε πράγμα τῆς λατρείας. Θὰ τὰ δεχθῆ, ὅπως τὰ βρῆκε ἀπὸ τοὺς προγόνους του, ποὺ λατρεύανε τὸ Θεὸ ποὺ λατρεύει κι’ αὐτός, καὶ θὰ τ’ ἀγαπήσει καὶ θὰ τὰ σεβασθῆ, καὶ θὰ νομίζη πὼς εἶναι ἱεροσυλία κάθε μεταβολή.
Ἂν ὁ προορισμὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ κάνη τὰ γοῦστα τοῦ κάθε πιστοῦ ἢ ἄπιστου, τότε ποὺ βρίσκεται τὸ κύρος της καὶ ἡ πνευματικὴ ἐξουσία της; Πολλοὶ ἐπίτροποι νομίζουνε πὼς ἡ Ἐκκλησία εἶναι μαγαζί, καὶ βλέπουνε μὲ κάθε τρόπο νὰ μαζεύουνε λεπτά, σὰν νὰ εἶναι κινηματογράφος ἢ καμμιὰ μπυραρία. Δόστου λοιπὸν θεατρικὲς χορωδίες καὶ λαμπιόνια παντοῦ, καὶ ρεκλάμα ἐλεεινὴ καὶ τρισάθλια. Καὶ σ’ ἄλλες χῶρες νομίσανε πώς, κάνοντας κοσμικὰ κέντρα τὶς Ἐκκλησίες, θὰ πληθαίνανε οἱ χριστιανοί, μὰ πληθύνανε στ’ ἀλήθεια ἐκεῖνοι ποὺ θέλανε νὰ περάσουνε εὐχάριστα τὴν ὥρα τους, ἀκούγοντας κάποια μουσική, ἐπειδὴ οἱ ἐκκλησιὲς ἤτανε φθηνότερες ἀπὸ τὸ μελόδραμα. Καὶ μ’ αὐτὸν τὸν Ἰησουΐτικον τρόπο, κατὰ τὸν ὁποῖο μὲ κάθε μέσο πρέπει νὰ κολακέψης τὸν κόσμο, κάνοντας τὰ γοῦστα του, οἱ μὲν χριστιανοὶ στὴν πραγματικότητα δὲν πληθαίνουνε οὔτε κατὰ ἕναν, ἡ δὲ Ἐκκλησία σιγὰ – σιγὰ χάνει τὸ κύρος τῆς ἀπέναντι καὶ στοὺς πιστούς. Γιατί ὁ πιστός, ὅταν καταλάβει πὼς ἡ Ἐκκλησία δὲν ἔχει πνευματικὴ ἐπιβολὴ ἀπάνω του, ἀλλὰ πηγαίνει σύμφωνα μὲ τὰ ρεύματα τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου, κλονίζεται, χάνει τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ σ’ αὐτὴ ποὺ τὴν πιστεύει γιὰ ὁδηγό, ἐνῶ ὅταν ἡ Ἐκκλησία κάνει ἐκεῖνο ποὺ εἶναι χρέος της, χωρὶς νὰ ρωτᾶ τὸ ἐκκλησίασμα, αὐτὸ τὸ πράγμα στερεώνει μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ πιστοῦ τὸ πνευματικὸ κύρος της καὶ πληθαίνει τὴν ἐμπιστοσύνη τοῦ σ’ αὐτήν. Ἐκκλησία ποὺ δέχεται νεωτερισμοὺς μὲ τὴν ὑπόδειξη τοῦ ποιμνίου της, ἀπὸ Ποιμαίνουσα καὶ ὁδηγοῦσα εἰς σωτηρίαν, γίνεται ἀγομένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες τῶν κατ’ ὄνομα χριστιανῶν. Ὕστερα ἀπὸ τοὺς νεωτερισμοὺς στὴ μουσική, στὴν ἁγιογραφία, στὴν ἐκκλησιαστικὴ διάταξη, στὴν τελετουργία, ἔρχεται πάντα ὁ τελευταῖος νεωτερισμός: ἡ ἀθεΐα.
Δυστυχῶς, κάποιοι ἱερωμένοι ἔχουνε τὴν ἰδέα πὼς κερδίζουνε τὶς ψυχὲς κάνοντας τὰ θελήματα τῶν ἐνοριτῶν εἰς βάρος τῆς πνευματικῆς ἐξουσίας ποὺ ἔχει ἡ Ἐκκλησία, καὶ κακομαθαίνοντας τὸν λαὸ νὰ περνᾶ καὶ στὴ θρησκεία τὸ δικό του, κατὰ τὸ τραγούδι ποὺ λέγει:
«Μή μου χαλᾶς τὰ γοῦστα μου
καὶ πάρε μου τὰ οὖλα».
Καὶ ἐπειδή, κατὰ δυστυχία, κάποιοι κληρικοὶ δίνουνε πολὺ μεγάλη σημασία στὸ δεύτερο στίχο αὐτοῦ τοῦ μάγκικου τραγουδιοῦ, τὸ ἐφαρμόζουνε, λέγοντας πὼς εἶναι ἀνάγκη νὰ καλοπιάνουμε τὸν λαό.
Σύμφωνα μ’ αὐτὴν τὴν κακὴ συνήθεια, σὲ μία ἐνορία, ποὺ θέλανε νὰ ζωγραφίσουνε τὴν Πλατυτέρα, στὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ Βήματος, οἱ «μονδέρνοι» ἐπίτροποι μαζέψανε σχέδια ἀπὸ διάφορους ζωγράφους, καὶ κάνανε ἕνα εἶδος καλλιστεῖα μ’ αὐτὰ τὰ σχέδια, ποιὸ θὰ ἀρέση στὸν κόσμο, στὰ δεσποινάρια καὶ στοὺς ἄλλους ἐνορίτες, ποὺ ἔπρεπε νὰ ρωτηθοῦνε πὼς τὴ θέλανε, ἐπειδὴ «δίνανε τὰ λεφτὰ τοὺς οἱ ἄνθρωποι». Σὲ τέτοιο χάλι καταντήσαμε, νὰ μὴν ἀβασκαθοῦμε, ὁ «εὐσεβὴς ἑλληνικὸς λαός». Τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ δημοψηφίσματος ἤτανε νὰ ζωγραφισθῆ μία Πλατυτέρα, ποὺ ἀντιπροσώπευε τὴν καλαισθησία τοῦ κοινοῦ, μία Πλατυτέρα (ἥμαρτον σοί, Κύριε), γιὰ τὴν ὁποία κάποιος φίλος μου ποὺ ἀγαπᾶ τὰ λογοπαίγνια, εἶπε, πολὺ ἐπιτυχημένα: «Αὐτὴ δὲν εἶναι Πλατυτέρα, αὐτὴ εἶναι Πλατὺ – τέρας».
Τέτοια ἀριστουργήματα κάνουνε καὶ οἱ διάφοροι Μπὰχ καὶ Μπερλιὸζ ποὺ κατασκευάζουνε τὶς ἀνάλατες τετραφωνίες, μὲ τὶς ὁποῖες θέλουνε νὰ ἀντικατασταθῆ ἡ ἑλληνικὴ ψαλμωδία ἡ βυζαντινή, τουλάχιστον οὔτε γιὰ ἐθνικὴ δὲν παίρνουνε τὴ βυζαντινὴ μουσική μας, μὲ τὸ φιλότιμο ποὺ ἔχει ὁ Ἕλληνας, ἀλλὰ θέλουνε ἰταλιάνικα τραγούδια ἀντὶ τὴν ἑλληνικὴ ψαλμωδία, γιὰ νὰ μὴν ἀπομείνη τίποτα ἑλληνικό, οὔτε γιὰ δεῖγμα, σ’ αὐτὴ τὴ χώρα, ποὺ τὴν πήραμε καταστολισμένη σὰν βασίλισσα ἀπὸ τὰ διαμάντια τῆς μοναδικῆς μας παραδόσεως, καὶ τὴν ξεγυμνώσαμε κι’ αὐτή, κατὰ τὴν ἀδιάντροπη μόδα ποὺ ἐπικρατεῖ.
Ἄλλο εἶναι τὸ «ψέλνω» καὶ ἄλλο τὸ «τραγουδῶ». Ἢ θὰ πᾶς στὴν ἐκκλησιὰ γιὰ νὰ προσευχηθῆς, ἢ μὴν πᾶς καθόλου. Καὶ στὶς χαρμόσυνες μέρες, ἡ ἐκκλησιαστικὴ μουσική μας εἶναι εὐφρόσυνη καὶ ἐνθουσιαστική, μὰ δὲν εἶναι αἰσθηματολογικὴ καὶ θεατρική. Ὁ Μπὰχ κ’ οἱ ἄλλοι Εὐρωπαῖοι, ποὺ τοὺς μασᾶνε σὰν μαστίχα οἱ «μονδέρνοι», κάνανε συναισθηματικὴ μουσική, ποὺ δὲν ἔχει καμμιὰ σχέση οὔτε μὲ τὴν Δυτικὴ Ἐκκλησία, πολὺ περισσότερο μὲ τὴν δική μας. Ἄλλο ἐκκλησιαστικὴ τέχνη, κι’ ἄλλο θρησκευτική. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ τέχνη κάνει ἔργα μυστικὰ καὶ λειτουργικά, ὅπως εἶναι π.χ. τὰ μωσαϊκά της Ἁγιᾶς Σοφιᾶς καὶ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, τοιχογραφίες σὰν τοῦ Μυστρὰ καὶ τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἐνῶ ἡ θρησκευτικὴ τέχνη κάνει ἔργα σὰν τὰ κάνδρα τοῦ Τισιανοῦ, τοῦ Κάρλο Ντόλτσι, καὶ τέτοια. Ἀλλὰ αὐτὰ εἶναι βαθειὰ νομικὰ γι’ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ κάνουνε τὸν προφέσορα «διὰ τὴν ἐξέλιξιν τῶν τεχνῶν» ποὺ τὴν ἔχουνε ἀναλάβει ἐργολαβικῶς. Καυχόμαστε πὼς ἤμαστε Ἕλληνες, ἀλλὰ τὰ ἰδεώδη μας σὲ ὅλα βρίσκουνται ἔξω ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, ἢ στὴν Ἰταλία, ἢ στὴν Ἀγγλία, ἢ σὲ ἄλλον τόπο. Πῶς τὰ συμβιβάζουμε ὅλα, ἀπορῶ καὶ ἐξίσταμαι.
Σὲ κάποια ἐνορία ποὺ ψέλνανε φραγκοχιώτικα, σὰν νά’ τανε Ἰταλοὶ ποὺ εἶχαν ἔλθει στὴν Ἑλλάδα πρὸ δυὸ – τρεῖς μῆνες καὶ μιλούσανε τσάτρα πάτρα τὰ ἑλληνικά, ἄλλαξε ἡ μουσικὴ καὶ γίνηκε βυζαντινὴ ἐπειδὴ τὸ διέταξε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, κι’ οἱ μουσοτραφεῖς ἀπὸ τοὺς ἐνορίτες χάσανε τὴ μουσικὴ πανδαισία καὶ τώρα διαμαρτύρονται. Κάτι τέτοιους ἀντιπροσωπεύουνε τὰ δημοσιεύματα ποὺ εἶπα παραπάνω. Καὶ τί ἤτανε, ἂν ἀγαπᾶτε, αὐτὴ ἡ χορωδία ποῦ καταργήθηκε; Μία χασμωδία, μία σαλάτα ρούσσικη, κάτι φωνὲς μπάσσες καὶ πρίμες χωρὶς κανένα σουλούπι ποὺ πρέπει νὰ εἶναι κανένας ὁλότελα ἀναίσθητος γιὰ νὰ πῆ πὼς μπορεῖ νὰ προσευχηθῆ μ’ αὐτή, καὶ μάλιστα Ἕλληνας ὀρθόδοξος. Τώρα, ποὺ ψέλνουνε πολὺ ὡραία, μὲ τάξη, σεμνά, ρωμέϊκα, καὶ φάνηκε πὼς εἶναι ἐκκλησιὰ ἑλληνική, γι’ αὐτοὺς τοὺς κυρίους δὲν εἶναι καλά. Ἤτανε πρὶν καλά, μὲ κείνη τὴ ναπολιτάνικη κατάσταση! Εἶναι ἀξιοσημείωτο πὼς ὅσοι εἶναι ὑπὲρ τῆς τετραφωνίας (ποὺ τὴ θεωροῦνε δὰ καὶ γιὰ νεωτεριστική, ἐνῶ εἶναι ἡ μουσικὴ ποὺ ἄκουγε ἡ γιαγιά μας μὲ τὸν κορσέ), αὐτοὶ δὲν πατᾶνε συνήθως στὴν ἐκκλησιά, παρὰ μονάχα ἕνα τέταρτο κάθε χρόνο, κατὰ τὴν Ἀνάσταση, ἡ σὲ καμμιὰ ἐπίσημη κηδεία μὲ τυμπανοκρουσίας καὶ μὲ «marches funelres». Τί θρησκευτικὸ αἴσθημα θέλεις νά’ χουνε; Οὔτε τοὺς μέλλει ἂν ὑπάρχη Ἐκκλησία ἢ ἂν θὰ καταποντισθῆ. Αὐτοί, λοιπόν, κάνουνε τὸν συμβουλάτορα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ φωνασκοῦν γιὰ τὰ ἐκκλησιαστικά, σὰν νάναι Παπαδιαμάντηδες καὶ Μωραϊτίδηδες. Ὁ ἀρθρογράφος, ποὺ εἶπα πὼς ἔγραψε στὴν ἀπογευματινὴ ἐφημερίδα, λέγει, ἀνάμεσα σὲ ἄλλα, πὼς ἡ χορωδία ἔχει «περισσότερη μεγαλοπρέπεια ἀπὸ τὴ βυζαντινὴ μουσική». Γι’ αὐτὸν μεγαλοπρέπεια εἶναι ἡ θεατρικότητα καὶ ὁ στόμφος, γιατί πνευματικὴ καὶ μουσικὴ μεγαλοπρέπεια δὲν νοιώθει ὅποιος νομίζει πὼς ἐκκλησιὰ εἶναι μία κατάψυχρη αἴθουσα συναυλιῶν, μ’ ἕνα φέρετρο στὴ μέση, χωρὶς νὰ ὑπάρχη ἐκεῖ μέσα οὔτε Θεός, οὔτε μυστήριο, οὔτε τίποτα, καὶ δὲν γνωρίζει πὼς «οὐ δύναται τὶς ποτήριον Κυρίου πίνειν καὶ ποτήριον δαιμονίων».
Στὸν τίτλο τοῦ ἄρθρου, γράφει μὲ μεγάλα γράμματα: «Ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ ἀπεφάσισε νὰ καταργήση τὴν τετραφωνίαν εἰς τοὺς ἱεροὺς ναούς»; Δηλαδή, προφτάξετε καὶ χαθήκαμε! Ἂν τὰ διάβαζε αὐτὰ κανένας ξένος ποὺ θάξερε ἑλληνικά, θὰ νόμιζε πὼς ἡ τετραφωνία εἶναι ἡ ἑλληνικὴ ἐκκλησιαστικὴ μουσικὴ κ’ ἡ βυζαντινὴ εἶναι ἡ ξένη, ἡ Ἰταλιάνικη, ἀφοῦ ἕνας Ἕλληνας ἐκθειάζει τόσο πολὺ τὴν πρώτη καὶ περιφρονεῖ τὴν δεύτερη. [O temporn! O moves!]
Ναί, ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ θὰ καταργήση τὴν τετραφωνία, ποὺ εἶναι ξένη γιὰ τὴν ἑλληνικὴ ψυχή, ξένη πρὸς τὴν ὀρθόδοξη λατρεία μας, ξένη κι’ ἀποκρουστικὴ γιὰ ὅποιον Ἕλληνα χριστιανὸν πηγαίνει στὴν ἐκκλησιὰ γιὰ νὰ κάνη τὴν προσευχή του κι’ ὄχι γιὰ νὰ ἀκούση μπάσσους καὶ τενόρους, ποὺ ἐμπαίζουνε τὸν Χριστὸ καὶ τὴ θρησκεία μας μὲ τὶς ἀγριοφωνάρες τους.
Πρώτη ηλεκτρονική αναδημοσίευση στο ιστολόγιό μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου