Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010

Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Μουσική. Ἀνάγκη νὰ διατηρήσωμε τὴν παράδοσι. Τοῦ κ. Φώτη Κόντογλου Ἐλευθερία, 9-9-1956

κκλησιαστικ Μουσική.
νάγκη ν διατηρήσωμε τν παράδοσι.
Το κ. Φώτη Κόντογλου
λευθερία, 9-9-1956

 
           
«Σύ, τ μίμων κα ρχηστν νταύθα (ν τ να) παρεισάγεις; π τν ν τος θεάτροις, θεαμάτων τν νον σκοτίσθης, κα δι τοτο τ κεσε πραττόμενα τος τς κκλησίας ναφέρεις τρόποις;»
γιος ωάννης Χρυσόστομος



            Κάθε τόσο γράφεται κάτι στν τύπο γι τ ζήτημα τς κκλησιαστικς μουσικς. τσι κα τν περασμένη βδομάδα γράφηκε να ρθρο γι’ ατ σ μία π τς πογευματινς φημερίδες. ρθρογράφος, πως πολλο π’ ατος πο γράφουνε γι τν μουσικ τς κκλησίας, μο φαίνεται πς δν χει μεγάλη σχέση μ τν κκλησία. Κι’ κόμα, πως ο περισσότεροι π’ ατούς, θέλει ν πικρατήση γνώμη τν πολλν? κα ν καθορίση ατ ποι μουσικ θ ψέλνεται θ τραγουδιέται στς κκλησίες μας, μ λλα λόγια θάθελε ν γίνη σν να δημοψήφισμα, ν πομε, στ ποο ν ψηφίσουνε κα κενοι πο πνε μία φορ τ χρόνο στν κκλησιά, τ Χριστούγεννα τ Πάσχα, κα κενοι κόμα πο δν πνε καθόλου, κα κάποιοι πο μάλιστα σιχαίνουνται τν κκλησιά.
            Τ νάχουνε λοι γνώμη ποφασιστικ γι τν χαρακτήρα πο πρέπει νάχη κκλησιαστικ μουσική μας, πολλο τ θεωρονε δικαίωμα κάθε λληνος, διάφορο ν δν δίνη πεντάρα γι τ θρησκεία κα τν κκλησία. ,τι θέλουνε ο πι πολλοί.
            Μ δν εναι τσι. λας δν πιβάλλει στν κκλησία τ θέλησή του σ ζητήματα τς λατρείας. Τότε τί κκλησία θάναι ατ κκλησία; κκλησία εναι δηγοσα τ πνευματικ τέκνα της στν δρόμο το Θεο, κι’ ατ ρίζει τν δρόμο τς σωτηρίας τους. κείνη θέσπισε κανόνας. κείνη δημιούργησε παράδοση. λλοις θάχανε καταργηθ κα τ Μυστήρια κα τ δόγματα, κι’ τρόπος τς τελετουργίας θ λλαζε κατ τ γοστο το καθενός, μόνο κα μόνο πειδ τυχε ν πηγαίνη στν κκλησία.
            κκλησιαστικ μουσικ εναι μία π τς τέχνες, μ τς ποες κφράζεται προσευχ τν πιστν, κι’ ατς ο τέχνες εναι ρχιτεκτονική, μνολογία, μουσική, γιογραφία, τέχνη τν σκευν το κάθε πράγματος πο χρησιμοποιεται στν λατρεία. Ατς ο τέχνες στν ρθόδοξο κκλησία μας εναι τέχνες λειτουργικές, δηλαδ γιασμένες, κα χουνε σκοπ ν ψώσουνε πνευματικ τν νθρωπο, ν τν κατανύξουνε, κι’ χι πλς ν τν τέρψουνε, πως κάνουνε ο κοσμικς τέχνες. Δν πμε στν κκλησία γι ν διασκεδάσουμε, λλ γι ν προσευχηθομε. Κ’ προσευχ εναι νάγκη τς ψυχς πο πον κα δν χει καμμι σχέση μ ποιον θέλει ν περάση εχάριστα τν ρα του. Ατς μπορε ν πάγη στ θέατρο, στν κινηματογράφο, στς συναυλίες, πο π τέτοια εναι γεμάτος κόσμος σήμερα, δόξα σο Θεός! Τ κοσμικ θεάματα κα κούσματα εναι γι τος νθρώπους πο θέλουνε ν γλεντήσουνε κα ν συγκινηθονε κόμα, πως γίνεται μ τ δράματα. τέτοια συγκίνηση δν χει καμμι σχέση μ τν θρησκευτικ συγκίνηση, πο εναι λεγόμενη κατάνυξη. Γι’ ατ κ’ πάρχει, πως βλέπει ναγνώστης, κ’ διαίτερη λέξη γι ν τν κφράση. Λοιπόν, σοι γράφουνε γι κκλησιαστικς τέχνες, κ’ εναι νίδεοι π τ χάος πο χωρίζει τν κόσμο τς θρησκείας π τν κόσμο τς λης, νομίζουνε πς λο τ ζήτημα «πόκειται ες τν κρίσιν το κοινο». Βρκε στραβς κατήφορο! Γι τ κάθε τί, καλεται τ κοινν ν ποφανθ. Σιγ – σιγ θ ποφαίνεται τ κοινν κα θ γράφεται στν στρονομία ν κατοικται ρης, μόνο κα μόνο πειδ τ κοινν μαθε πς πάρχει να τέτοιο ζήτημα, κα γιατί χει μάτια κα μ’ ατ βλέπει τν ρη, μ τηλεσκόπιο δίχως τηλεσκόπιο. Γιατί, κα γι τν κκλησιαστικ μουσική, ατο πο θέλουνε ν’ ποφασίση τ κοινν τί λογς πρέπει ν εναι ατ μουσική, στηρίζουνε ατ τν παίτησή τους στ τι σοι πνε στν κκλησία, στω κα μισ ρα τν χρόνο, χουνε ατι κα κονε. Μά, γαπητέ, κα μιλι χουνε λοι κα μιλνε, λλ δν θ π πς λογοτεχνία κανονίζεται π σους μιλνε κα ξέρουνε ατ τν τέχνη π πείρα. Μπορε ν ποτείνεται λογοτεχνία σ λους, λλ συγγραφέας δν κανονίζει τν τέχνη το σύμφωνα μ τ γοστα το νς κα τ’ λλουνο, λλ ατς μορφώνει τ ασθήματα κα τος συλλογισμος κείνων πο τν διαβάζουνε μ τ δικά του, κτς ν εναι συγγραφέας παραδολόγος δημαγωγός.
            Λοιπόν, ν στν κοσμικ ατ τέχνη, νας κα λλος δν καθορίζουνε τν χαρακτήρα τς κατ τ κέφι τους, πόσο περισσότερο νίκανος εναι πολς κόσμος ν καθορίση τν χαρακτήρα τς κκλησιαστικς μουσικς μας, πο εναι κφραση τς διας της κκλησίας; Πολλο θαρρονε πς ο κκλησιαστικς τέχνες εναι κάποια συμβατικ κατασκευάσματα, πο μπορονε ν λλάξουνε ποτε καπνίση στν κάθε νθρωπο. Μ δν εναι τσι. Ο κκλησιαστικς τέχνες εναι τρόποι ζωντανοί, μ τος ποίους πρε κφραση πνευματικ οσία τς θρησκείας. Δν μπορε νας ρθόδοξος λληνας ν προσευχηθ ληθιν μ μουσικ φράγκικη, οτε ν νοιώση κατάνυξη μέσα σ μία μοντέρνα κκλησία, πο εναι σν εροδρόμιο σν γκαρζ σν αθουσα συναυ[λίας.] Ατ εναι ψευτιές, κι’ σοι τ λένε, θέλουνε ν φαίνωνται μοντέρνοι. φήνω πς δν τος νδιαφέρει κν κκλησιά.
            ,τι εναι μουσική μας, εναι κ’ γλώσσα μας. Δν εναι γλώσσα να συμβατικ κατασκεύασμα, λλ ζωνταν λειτουργία. λλοις, ς κάνουμε να σπεράντο, κάνοντας συμφωνία μεταξύ μας πς «μπά» θ π πατέρας κα «μπού» θ π μητέρα, κα «νανά» θ π ορανς κα οτω καθεξς,κα κόπιασε ν γράψης ποιήματα μ’ ατ τ γνώση, σύ, τετραπέρατε «μοντέρνε», πο τ παίρνεις λα μ λαφρν τν καρδίαν. λέξις εναι ζωνταν πράγμα, χει μέσα τς αμα, δν εναι καμωμένη ψεύτικα, μ τ καρτόνια το σπεράντο. τσι εναι κ’ μουσικ κάθε λαο, κα περισσότερο κκλησιαστικ μουσική μας. κτς πο εναι να πνευματικ ργανο τς κκλησίας μας, εναι δεμένη κα μ τος περασμένους νθρώπους τς φυλς μας, γενες γενεν, χει ρίζες βαθειές, πο μα τς βγάλης ξεθεμελιώνεις μαζ κα τν δέα τς ρθόδοξης κκλησίας μας.      
            ρθοδοξία μας εναι δεμένη μ τν χαρακτήρα μας, κα τ μέσα πο χει γι ν κφράζεται χουνε νταπόκριση μ τν βαθύτερη οσία τς ψυχς μας. ρθοδοξία γνωρίζεται π τν λαό μας π τν ξωτερικ μορφή της, πο εναι κι’ ατ πνευματική, πως εναι κα τ περιεχόμενό της πο κφράζει. λαός μας εναι ρθόδοξος, ζε κα πεθαίνει ρθόδοξος, ν δν χει δέα π τ τί μας χωρίζει π τς λλες κκλησίες, δν ξέρει οτε τ «Filioque», οτε τίποτα. ρθοδοξία μέσα το εναι ζωντανή, γιατί τν ζε π μικρ παιδί, τν ζε γιατί βλέπει κι’ κούει, κα προσεύχεται μ ρθόδοξον τρόπο. Τ νοιώθει π τ κτίριο τς κκλησις, π τ ρθόδοξα εκονίσματα, π τν ρθόδοξη ψαλμωδία, π τ μφια κι’ π τν ψη τν παπάδων μας, π τ σχμα πο χουνε τ σκεύη, π τ λόγια τν τροπαριν (κι’ ς μ τ καταλαβαίνη λα). π’ ατ σχηματίζεται μέσα το συνείδηση πς ατς εναι ρθόδοξος, κα πς λλος εναι Φράγκος. Βγάλτε ατ τ ξωτερικ χαρακτηριστικ τς ρθοδοξίας, πο πτοποιονε τν πνευματικ οσία της στ μάτια κα στ’ ατι το ρθοδόξου λληνα, κα θ δομε τί θ πομείνη π τν ρθοδοξία. Οσία κα μορφή, πνεμα κα κφρασις, εναι να, δν χωρίζονται. σοι, λοιπόν, μιλνε μ τ πρακτικ πνεμα, πο επαμε, γι κκλησιαστικ ζητήματα, χωρς ν χουνε δέα π τ παραπάνω, τί κάνουνε; «Γράφοντες, νοησίαν γράφουσιν», πο λέγει κα Προφήτης.
            φήνω πς ο περισσότεροι λληνες χριστιανο π φυσικ τος νοιώθουνε τ βυζαντιν μουσικ στν κκλησιά, λλ λλοι μν κακοσυνηθίσανε μ τς Τραβιάτες κα μ τς χορωδίες, λλοι προτιμνε τ ερωπαϊκ πειδ τυχε ν’ κούσουνε κανέναν κακόφωνο ψάλτη, κ’ ο περισσότεροι προτιμνε τς τετραφωνίες γι ν φαίνωνται πολιτισμένοι, ξελιγμένοι, μοντέρνοι. Ατς καϋμός μας τρώγει λους.
            λλ ο περισσότεροι π’ ατος μολογονε πς τανε πλανεμένοι, σν μπονε στν οσία τς βυζαντινς μουσικς κα νοιώσουνε τί ψος χει, κα ξυπνήση μέσα τος λληνικ ψυχή, πο εναι φιονισμένη π λογς – λογς τέτοιες προκαταλήψεις, πο επαμε παραπάνω. Γνωρίζω πλθος τέτοιους νθρώπους, πο λλάξανε λότελα, κα πορονε γι τν παραμόρφωση πο εχανε πάθει. Μάλιστα χουνε γίνει ο πι φανατικο στν τέχνη τς παραδόσεως. Λοιπόν, πς νά’ χουνε γνώμη γι να τέτοιο ζήτημα νθρωποι πο εναι πλανεμένοι, κα πο ν, κατ κάποιον τρόπο, μπορούσανε ν νοιώσουνε τν λήθεια, θ μετανοιώνανε πικρ γι τν ψφο πο θ δίνανε πρ τς ερωπαϊκς μουσικς;
            Κάποιοι π’ ατος πο θέλουνε ν λυθονε πολλ ζητήματα τς κκλησίας μ τ μαχαίρι τς κοινς γνώμης (κ’ ο τέτοιοι θαρρ πς εναι πνευματικο δημαγωγοί), παρ’ τι, πως επα, δν ασθάνονται ληθιν τν νάγκη τς προσευχς, λένε πς μ’ ατν τν τρόπο τάχα θ προσελκυσθον στν κκλησία κάποιοι πο δν θ πηγαίνανε στ λειτουργία ν ψέλνανε βυζαντινά. κκλησία μως δν χει γι σκοπό της ν γεμίση τς κκλησις πως – πως μ νθρώπους πο θέλουνε ν περάσουνε εχάριστα τν ρα τους, λλ ν σώση σους ποθονε ν καταφύγουνε σ’ ατή, πειδ βρίσκουνε στν κκλησία να πνευματικ καταφύγιο π τ δεινά της ζως, κα πιστεύουνε στν Χριστ μ ταπείνωση κα μ μπιστοσύνη. Κι’ ποιος νοιώθη ατ τ συναισθήματα, δν πιθυμε ν κανονίζη διος τν τρόπο, μ τν ποο θ γίνεται προσευχή, λλ θ παραδοθ στν κκλησία, χωρς ν θέλη ν στήση δικό του θέλημα, ετε στ μουσική, ετε στν εκονογραφία, ετε σ ποιοδήποτε πράγμα τς λατρείας. Θ τ δεχθ, πως τ βρκε π τος προγόνους του, πο λατρεύανε τ Θε πο λατρεύει κι’ ατός, κα θ τ’ γαπήσει κα θ τ σεβασθ, κα θ νομίζη πς εναι εροσυλία κάθε μεταβολή.
            ν προορισμς τς κκλησίας εναι ν κάνη τ γοστα το κάθε πιστο πιστου, τότε πο βρίσκεται τ κύρος της κα πνευματικ ξουσία της; Πολλο πίτροποι νομίζουνε πς κκλησία εναι μαγαζί, κα βλέπουνε μ κάθε τρόπο ν μαζεύουνε λεπτά, σν ν εναι κινηματογράφος καμμι μπυραρία. Δόστου λοιπν θεατρικς χορωδίες κα λαμπιόνια παντο, κα ρεκλάμα λεειν κα τρισάθλια. Κα σ’ λλες χρες νομίσανε πώς, κάνοντας κοσμικ κέντρα τς κκλησίες, θ πληθαίνανε ο χριστιανοί, μ πληθύνανε στ’ λήθεια κενοι πο θέλανε ν περάσουνε εχάριστα τν ρα τους, κούγοντας κάποια μουσική, πειδ ο κκλησις τανε φθηνότερες π τ μελόδραμα. Κα μ’ ατν τν ησουΐτικον τρόπο, κατ τν ποο μ κάθε μέσο πρέπει ν κολακέψης τν κόσμο, κάνοντας τ γοστα του, ο μν χριστιανο στν πραγματικότητα δν πληθαίνουνε οτε κατ ναν, δ κκλησία σιγ – σιγ χάνει τ κύρος τς πέναντι κα στος πιστούς. Γιατί πιστός, ταν καταλάβει πς κκλησία δν χει πνευματικ πιβολ πάνω του, λλ πηγαίνει σύμφωνα μ τ ρεύματα το μαρτωλο κόσμου, κλονίζεται, χάνει τν μπιστοσύνη το σ’ ατ πο τν πιστεύει γι δηγό, ν ταν κκλησία κάνει κενο πο εναι χρέος της, χωρς ν ρωτ τ κκλησίασμα, ατ τ πράγμα στερεώνει μέσα στν ψυχ το πιστο τ πνευματικ κύρος της κα πληθαίνει τν μπιστοσύνη το σ’ ατήν. κκλησία πο δέχεται νεωτερισμος μ τν πόδειξη το ποιμνίου της, π Ποιμαίνουσα κα δηγοσα ες σωτηρίαν, γίνεται γομένη π τς μαρτωλς πιθυμίες τν κατ’ νομα χριστιανν. στερα π τος νεωτερισμος στ μουσική, στν γιογραφία, στν κκλησιαστικ διάταξη, στν τελετουργία, ρχεται πάντα τελευταος νεωτερισμός: θεΐα.
            Δυστυχς, κάποιοι ερωμένοι χουνε τν δέα πς κερδίζουνε τς ψυχς κάνοντας τ θελήματα τν νοριτν ες βάρος τς πνευματικς ξουσίας πο χει κκλησία, κα κακομαθαίνοντας τν λα ν περν κα στ θρησκεία τ δικό του, κατ τ τραγούδι πο λέγει:
                        «Μή μου χαλς τ γοστα μου
                        κα πάρε μου τ ολα».
            Κα πειδή, κατ δυστυχία, κάποιοι κληρικο δίνουνε πολ μεγάλη σημασία στ δεύτερο στίχο ατο το μάγκικου τραγουδιο, τ φαρμόζουνε, λέγοντας πς εναι νάγκη ν καλοπιάνουμε τν λαό.
            Σύμφωνα μ’ ατν τν κακ συνήθεια, σ μία νορία, πο θέλανε ν ζωγραφίσουνε τν Πλατυτέρα, στν κόγχη το ερο Βήματος, ο «μονδέρνοι» πίτροποι μαζέψανε σχέδια π διάφορους ζωγράφους, κα κάνανε να εδος καλλιστεα μ’ ατ τ σχέδια, ποι θ ρέση στν κόσμο, στ δεσποινάρια κα στος λλους νορίτες, πο πρεπε ν ρωτηθονε πς τ θέλανε, πειδ «δίνανε τ λεφτ τος ο νθρωποι». Σ τέτοιο χάλι καταντήσαμε, ν μν βασκαθομε, «εσεβς λληνικς λαός». Τ ποτέλεσμα το δημοψηφίσματος τανε ν ζωγραφισθ μία Πλατυτέρα, πο ντιπροσώπευε τν καλαισθησία το κοινο, μία Πλατυτέρα (μαρτον σοί, Κύριε), γι τν ποία κάποιος φίλος μου πο γαπ τ λογοπαίγνια, επε, πολ πιτυχημένα: «Ατ δν εναι Πλατυτέρα, ατ εναι Πλατ – τέρας».
            Τέτοια ριστουργήματα κάνουνε κα ο διάφοροι Μπχ κα Μπερλιζ πο κατασκευάζουνε τς νάλατες τετραφωνίες, μ τς ποες θέλουνε ν ντικατασταθ λληνικ ψαλμωδία βυζαντινή, τουλάχιστον οτε γι θνικ δν παίρνουνε τ βυζαντιν μουσική μας, μ τ φιλότιμο πο χει λληνας, λλ θέλουνε ταλιάνικα τραγούδια ντ τν λληνικ ψαλμωδία, γι ν μν πομείνη τίποτα λληνικό, οτε γι δεγμα, σ’ ατ τ χώρα, πο τν πήραμε καταστολισμένη σν βασίλισσα π τ διαμάντια τς μοναδικς μας παραδόσεως, κα τν ξεγυμνώσαμε κι’ ατή, κατ τν διάντροπη μόδα πο πικρατε.
            λλο εναι τ «ψέλνω» κα λλο τ «τραγουδ». θ πς στν κκλησι γι ν προσευχηθς, μν πς καθόλου. Κα στς χαρμόσυνες μέρες, κκλησιαστικ μουσική μας εναι εφρόσυνη κα νθουσιαστική, μ δν εναι ασθηματολογικ κα θεατρική. Μπχ κ’ ο λλοι Ερωπαοι, πο τος μασνε σν μαστίχα ο «μονδέρνοι», κάνανε συναισθηματικ μουσική, πο δν χει καμμι σχέση οτε μ τν Δυτικ κκλησία, πολ περισσότερο μ τν δική μας. λλο κκλησιαστικ τέχνη, κι’ λλο θρησκευτική. κκλησιαστικ τέχνη κάνει ργα μυστικ κα λειτουργικά, πως εναι π.χ. τ μωσαϊκά της γις Σοφις κα το σίου Λουκ, τοιχογραφίες σν το Μυστρ κα το γίου ρους, ν θρησκευτικ τέχνη κάνει ργα σν τ κάνδρα το Τισιανο, το Κάρλο Ντόλτσι, κα τέτοια. λλ ατ εναι βαθει νομικ γι’ ατος πο θέλουν ν κάνουνε τν προφέσορα «δι τν ξέλιξιν τν τεχνν» πο τν χουνε ναλάβει ργολαβικς. Καυχόμαστε πς μαστε λληνες, λλ τ δεώδη μας σ λα βρίσκουνται ξω π τν λλάδα, στν ταλία, στν γγλία, σ λλον τόπο. Πς τ συμβιβάζουμε λα, πορ κα ξίσταμαι.
            Σ κάποια νορία πο ψέλνανε φραγκοχιώτικα, σν νά’ τανε ταλο πο εχαν λθει στν λλάδα πρ δυ – τρες μνες κα μιλούσανε τσάτρα πάτρα τ λληνικά, λλαξε μουσικ κα γίνηκε βυζαντιν πειδ τ διέταξε ρχιεπίσκοπος, κι’ ο μουσοτραφες π τος νορίτες χάσανε τ μουσικ πανδαισία κα τώρα διαμαρτύρονται. Κάτι τέτοιους ντιπροσωπεύουνε τ δημοσιεύματα πο επα παραπάνω. Κα τί τανε, ν γαπτε, ατ χορωδία πο καταργήθηκε; Μία χασμωδία, μία σαλάτα ρούσσικη, κάτι φωνς μπάσσες κα πρίμες χωρς κανένα σουλούπι πο πρέπει ν εναι κανένας λότελα ναίσθητος γι ν π πς μπορε ν προσευχηθ μ’ ατή, κα μάλιστα λληνας ρθόδοξος. Τώρα, πο ψέλνουνε πολ ραία, μ τάξη, σεμνά, ρωμέϊκα, κα φάνηκε πς εναι κκλησι λληνική, γι’ ατος τος κυρίους δν εναι καλά. τανε πρν καλά, μ κείνη τ ναπολιτάνικη κατάσταση! Εναι ξιοσημείωτο πς σοι εναι πρ τς τετραφωνίας (πο τ θεωρονε δ κα γι νεωτεριστική, ν εναι μουσικ πο κουγε γιαγιά μας μ τν κορσέ), ατο δν πατνε συνήθως στν κκλησιά, παρ μονάχα να τέταρτο κάθε χρόνο, κατ τν νάσταση, σ καμμι πίσημη κηδεία μ τυμπανοκρουσίας κα μ «marches funelres». Τί θρησκευτικ ασθημα θέλεις νά’ χουνε; Οτε τος μέλλει ν πάρχη κκλησία ν θ καταποντισθ. Ατοί, λοιπόν, κάνουνε τν συμβουλάτορα τς κκλησίας, κα φωνασκον γι τ κκλησιαστικά, σν νάναι Παπαδιαμάντηδες κα Μωραϊτίδηδες. ρθρογράφος, πο επα πς γραψε στν πογευματιν φημερίδα, λέγει, νάμεσα σ λλα, πς χορωδία χει «περισσότερη μεγαλοπρέπεια π τ βυζαντιν μουσική». Γι’ ατν μεγαλοπρέπεια εναι θεατρικότητα κα στόμφος, γιατί πνευματικ κα μουσικ μεγαλοπρέπεια δν νοιώθει ποιος νομίζει πς κκλησι εναι μία κατάψυχρη αθουσα συναυλιν, μ’ να φέρετρο στ μέση, χωρς ν πάρχη κε μέσα οτε Θεός, οτε μυστήριο, οτε τίποτα, κα δν γνωρίζει πς «ο δύναται τς ποτήριον Κυρίου πίνειν κα ποτήριον δαιμονίων».
            Στν τίτλο το ρθρου, γράφει μ μεγάλα γράμματα: « ρχιεπισκοπ πεφάσισε ν καταργήση τν τετραφωνίαν ες τος ερος ναούς»; Δηλαδή, προφτάξετε κα χαθήκαμε! ν τ διάβαζε ατ κανένας ξένος πο θάξερε λληνικά, θ νόμιζε πς τετραφωνία εναι λληνικ κκλησιαστικ μουσικ κ’ βυζαντιν εναι ξένη, ταλιάνικη, φο νας λληνας κθειάζει τόσο πολ τν πρώτη κα περιφρονε τν δεύτερη. [O temporn! O moves!]
            Ναί, ρχιεπισκοπ θ καταργήση τν τετραφωνία, πο εναι ξένη γι τν λληνικ ψυχή, ξένη πρς τν ρθόδοξη λατρεία μας, ξένη κι’ ποκρουστικ γι ποιον λληνα χριστιανν πηγαίνει στν κκλησι γι ν κάνη τν προσευχή του κι’ χι γι ν κούση μπάσσους κα τενόρους, πο μπαίζουνε τν Χριστ κα τ θρησκεία μας μ τς γριοφωνάρες τους.  

Πρώτη ηλεκτρονική αναδημοσίευση στο ιστολόγιό μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: