Δαυΐδ, Γεώργιος, Συμεών. Οἱ τρεῖς Λέσβιοι ἅγιοι.
Τοῦ κ. Φώτη Κόντογλου.
Ἄρθρο στὴν Ἐλευθερία, 20-12-1959
Ἡ δοξασμένη Μυτιλήνη, ποὺ γέννησε τόσους σπουδαίους ἀνθρώπους ἀπὸ τὰ πιὸ ἀρχαία χρόνια, γέννησε καὶ πολλοὺς ἁγίους.
Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς εἶναι κ’ οἱ ἅγιοι Δαυΐδ, Συμεὼν καὶ Γεώργιος, τρία βλαστάρια τῆς ἴδιας βλογημένης ρίζας.
Ἐπὶ 400 χρόνια ἤτανε ξεχασμένοι, γιατί οἱ Τοῦρκοι, παίρνοντας τὴν Μυτιλήνη, ξεθεμελιώσανε τὸ μοναστήρι τους, ποὺ βρισκότανε στὴ Χώρα, σὲ μία τοποθεσία ποὺ τὴ λέγανε «Τρία Κυπαρίσσια».
Σήμερα, ἡ Μυτιλήνη ἔχει ἕναν δεσπότη ἄξιό της, τὸν σεβασμ. Ἰάκωβον τὸν ἐκ τῶν Κυδωνιῶν, ποὺ ἔδωσε πνευματικὴ πνοὴ στὴν ἐπαρχία του, ἔχοντας ἄξιους συνεργάτες στὸ σπουδαῖο ἔργο του. Νοιώθει μεγάλη ἀγάπη στὴν παράδοσή μας, καὶ στὶς ἐκκλησιὲς τῆς Μυτιλήνης δὲν ἀκούγεται ἄλλη μουσικὴ ἀπὸ τὴ βυζαντινή, καὶ μοναχὰ εἰκόνες ζωγραφισμένες κατὰ τὴ βυζαντινὴ παράδοση μπαίνουνε στὰ εἰκονοστάσια.
Λοιπόν, μαζὶ μὲ ἄλλα, βγήκανε στὸ φῶς καὶ τοῦτοι οἱ τρεῖς Λέσβιοι ἅγιοι. Ὁ βίος τοὺς μαζὶ μὲ τὴν ἀκολουθία τοὺς βρέθηκε γραμμένος σ’ ἕνα χειρόγραφό του ΙΔ΄αἰῶνος, ποὺ σώζεται στὴ Λαυρεντιανὴ Βιβλιοθήκη τῆς Φλωρεντίας. Εἶχε δημοσιευθεῖ ἀπὸ κάποιον καθολικὸν ἱερέα στὰ 1889, κι’ ἀπὸ κεῖ τὸν ἀνεκάλυψε ὁ κ. Ι. Φουντούλης, κ’ ἔγραψε ἕνα ἄρθρο στὸ περιοδικὸ τῆς Μητροπόλεως τῆς Μυτιλήνης «Ὁ ποιμήν». Ἀπ’ αὐτὸ παίρνω τὰ παρακάτω ποὺ γράφω. Τὸ χειρόγραφο ἔχει τὸν τίτλον τοῦτον «Βίος καὶ πολιτεία καὶ διήγησις περὶ τῶν τρισμακάρων καὶ θεοφόρων πατέρων ἠμῶν Δαυΐδ, Συμεὼν καὶ Γεωργίου τῶν ἐν τοὶς παλαιοὶς καὶ δεινοὶς χρόνοις φωστήρων ἀναλαμψάντων».
Γεννηθήκανε αὐτοὶ οἱ ἅγιοι κατὰ τὰ 700 μ.Χ. στὴν πρωτεύουσα τῆς Λέσβου. Οἱ γονιοὶ τοὺς λεγόντανε Ἀδριανὸς καὶ Κωνσταντῶ, κ’ εἴχανε ἑφτὰ παιδιά. Ἀπ’ αὐτὰ τὰ πέντε καλογερέψανε, καὶ μοναχὰ τὰ δυὸ παντρευτήκανε, μία κόρη Ἰλαρία, κ’ ἕνα ἄλλο ποὺ δὲν εἶναι τ’ ὄνονά του γραμμένο στὸ συναξάρι.
Ὁ Δαυΐδ ἤτανε τὸ μεγαλύτερο. Ἔμαθε λιγοστὰ γράμματα, καὶ διάβαζε τὸ Ψαλτήρι, ποὺ εἶναι ἡ πνευματικὴ τροφὴ γιὰ κάθε ἄνθρωπο ποὺ νοιώθει κλίση στὰ θρησκευτικά.
Ἤτανε 16 χρονῶν, ὅπου, ἐκεῖ ποὺ φύλαγε μία μέρα τὰ πρόβατα, σηκώθηκε ἀνεμοζάλη, κι’ ὁ Δαυΐδ εἶδε τὸν ἅγιο Ἀντώνιο, καὶ τοῦ εἶπε νὰ γίνη μοναχός, τούδειξε μάλιστα τὸ μεγάλο βουνὸ Ἴδη, ποὺ σήμερα τὸ λένε Κὰζ – Ντάγ, καὶ ποὺ βρίσκεται ἀντίκρυ στὴ Μυτιλήνη, ἀπάνω στὴ μεγάλη στεριὰ τῆς Ἀνατολῆς. Σ’ αὐτὸ τὸ φημισμένο βουνὸ πηγαίνανε πολλοὶ ἀσκητὲς τὸν παλιὸν καιρό, καθὼς καὶ στὸν Λάτρο ποὺ εἶναι ἀντίκρυ στὴ Σάμο, στὸ Γαλλήσιο ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν Ἔφεσο, στὸν Ὄλυμπο τῆς Προύσσας, στὸ Ὅρος τοῦ Αὐξεντίου, κ.ἅ. Ἐκεῖ τοῦ παράγγειλε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος νὰ πάη ν’ ἀσκητέψη, καὶ μαζί του εἶπε καὶ κάποια περιστατικά, ποὺ γινήκανε ἀργότερα.
Ὁ Δαυΐδ, χωρὶς νὰ χάση καιρό, μπῆκε κρυφὰ σ’ ἕνα καΐκι, πέρασε στὴν Ἀνατολή, καὶ χώθηκε σὲ κεῖνο τὸ ἄγριο καὶ δασωμένο βουνό. Ἔζησε σὰν ἀγρίμι τριάντα χρόνια, ἔχοντας γιὰ καλύβα μία σπηλιὰ καὶ τρώγοντας χορτάρια. Μετὰ τριάντα χρόνια, δηλαδὴ σὲ ἡλικία 46 χρονῶν, ὓστερ’ ἀπὸ δυὸ ὁράματα, ἔφυγε ἀπὸ τὸ βουνὸ καὶ πῆγε στὸν ἐπίσκοπο Γαργάρων, ποὺ τὸν κούρεψε μοναχό, κ’ ὕστερα τὸν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Κατόπιν, γύρισε πίσω στὴν Ἴδη, κ’ εἶδε Ἄγγελο ποὺ τούδειξε τὸν τόπο γιὰ νὰ χτίση μία ἐκκλησιὰ ἀφιερωμένη στὸν ἅγιο Κήρυκο καὶ στὴ μητέρα τοῦ Ἰουλίττα. Ἀργότερα ἔχτισε καὶ μοναστήρι, ποὺ γρήγορα γέμισε μοναχούς.
Σὰν περάσανε δέκα χρόνια, ἡ χήρα ἡ μητέρα του, πῆγε στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ δὴ τὸν γιό της, καὶ πῆρε μαζί της καὶ τὸ στερνοπαίδι τῆς τὸν Συμεών, ποὺ ἤτανε ὀχτὼ χρονῶν. Φεύγοντας, τὸν ἄφησε στὸν Δαυΐδ, κι’ ἀσκήτεψε μαζί του. Σὰν ἔγινε 22 χρονῶν, κουρεύτηκε μοναχός, καὶ σὰν ἔφτασε στὰ 28 χρόνια, τὸν χειροτόνησε ἱερέα ὁ ἐπίσκοπος Γαργάρων.
Ὓστερ’ ἀπὸ δυὸ χρόνια ἀπόθανε ὁ ἅγιος Δαυΐδ, 66 χρονῶν, παραγγέλνοντας στὸν Συμεὼν νὰ πάη στὴ Μυτιλήνη, ὅπως κ’ ἔκαμε. Ἐκεῖ, ἀποφάσισε νὰ γίνη στυλίτης, δηλαδὴ ν’ ἀνεβῆ σὲ μία κολόνα, γιὰ νὰ μὴν κατεβῆ σ’ ὅλη τη ζωή του, ὅπως εἶχε κάνει ὁ συνονόματός του Συμεὼν ὁ Θαυμαστορίτης. Τὴν κολόνα τὴν ἔστησε κοντὰ στὸ νοτινὸ λιμάνι, ποὺ ὑπῆρχε τότε ἡ ἐκκλησιὰ τῆς Παναγιᾶς τοῦ Μώλου. Δὲν ἔφτασε αὐτὸ , ἀλλὰ παράγγειλε νὰ τοῦ κάνουνε μία σιδερένια ζώνη ποὺ τὴ ζώστηκε στὴ μέση του, καὶ δυὸ χαλκάδες ποὺ τοὺς πέρασε στὰ ποδάρια του.
Στὸ μεταξύ, πῆρε κοντά του τὸν μεγαλύτερο ἀδελφὸ τοῦ Γεώργιο, καὶ τὸν ἔκανε μοναχό, κ’ ἔπειτα ἔγινε πρεσβύτερος. Ὁ Γεώργιος ἔζησε κι’ αὐτὸς μὲ μεγάλη σκληραγωγία, καὶ ὑπηρετοῦσε τὸν Συμεών, τὴν ἀδελφή του Ἰλαρία καὶ τοὺς φτωχούς.
Κεῖνο τὸν καιρὸ σηκώθηκε ἡ φουρτούνα τῆς εἰκονομαχίας, κι’ ὁ Συμεὼν ἐξωρίσθηκε σ’ ἕνα ξερονήσι κοντὰ στὴν Τρωάδα, κ’ ὕστερα σ’ ἕνα ἄλλο ρημονήσι τοῦ Μαρμαρά. Ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους βασανίσθηκε σκληρὰ κι’ ὁ Γεώργιος, ὡς ποὺ πέθανε ὁ εἰκονομάχος βασιλιὰς Θεόφιλος, καὶ τὰ δτὸ ἁγιασμένα ἀδέρφια γλυτώσανε ἀπὸ τὸν διωγμό. Ὁ Γεώργιος χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος Μυτιλήνης, σὲ ἡλικία 80 χρονῶν, ἀπὸ τὸν Πατριάρχη Μεθόδιο, καὶ πῆγε στὴν πατρίδα τοῦ μαζὶ μὲ τὸν Συμεών, στὰ 843.
Μετὰ ἕναν χρόνο, πέθανε ὁ Συμεὼν καὶ θάφτηκε στὸ μοναστήρι τῆς Παναγίας. Ὓστερ’ ἀπὸ δυὸ χρόνια κοιμήθηκε κι’ ὁ Γεώργιος, καὶ θάφτηκε στὴν ἴδια λάρνακα ποὺ ἤτανε τὸ λείψανο τοῦ Συμεών. Σὲ λίγα χρόνια ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τοῦ ὁσίου Δαυΐδ ἀπὸ τὴν Ἴδη, καὶ τὰ λείψανά του τὰ βάλανε μὲ τοὺς ἄλλους δυὸ ἀδελφούς του.
Αὐτὴ εἶναι, μὲ συντομία, ἡ ζωὴ τῶν τριῶν Μυτιληναίων ἁγίων.
Δὲ βρέθηκε καμμιὰ εἰκόνα τοὺς πουθενά. Μοναχὰ στὸ βίο τοὺς εἶναι γραμμένο τί λογὴς ἤτανε ὁ χαρακτήρας τοῦ καθενός. Ὁ Δαυΐδ, τὸν καιρὸ ποὺ ἀσκήτευε στὴν Ἴδη, εἶχε γιὰ ροῦχο τοῦ τὶς πυκνὲς τρίχες τοῦ κορμιοῦ του σὰν τὸν ἅγιο Ὀνούφριο. Ὁ Συμεὼν ἤτανε νόστιμος στὴν ὄψη κατὰ τὴ νεότητά του, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ μεγάλη σκληραγωγία ποὺ τράβηξε ἀπάνω στὸν στύλο, ἔγινε σὰν σκελετός. Ὁ Γεώργιος, τέλος, ἤτανε μεγαλόσωμος καὶ χεροδύναμος, πλὴν πραότατος.Αναδημοσιεύεται πρώτη φορά από το ιστολόγιό μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου