Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Ἡ Ἁγιασμένη Ἐπανάσταση. Τὴν καθωδήγησε ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἰδέα τῆς λευτεριᾶς, ἡ ἀγάπη τῆς πατρίδος. Τοῦ κ. Φώτη Κόντογλου.


γιασμένη πανάσταση.
Τν καθωδήγησε πίστη το Χριστο,
  δέα τς λευτερις, γάπη τς πατρίδος.
Το κ. Φώτη Κόντογλου
λευθερία, 25-3-1962

(το πλήρες κείμενο, πρώτη δημοσίευση από το ιστολόγιό μας)


                λληνικ πανάσταση εναι πι πνευματικ πανάσταση πο γινε στν κόσμο, εναι γιασμένη.
                πανάσταση γίνεται τς περισσότερες φορς π κάποιες λικς ατίες, πο εναι σκλαβιά, στέρηση, κακοπέραση, τ βασανιστήρια, περιφρόνηση. λευτερι εναι θεότητα πο λατρεύει παναστάτης, κα γι’ ατ δίνει τ αμα του. Μ τ λευτεριά, πολλς φορές, σν τν ποχτήση παναστάτης δν τν μεταχειρίζεται γι πνευματικος σκοπούς, λλ γι ν χαρ τν λικ ζω μονάχα. Κοντ στν λικ ζω ρχεται κ’ πνευματική, μ τς περισσότερες φορς γι πνευματικ ζω θεωρονε ο νθρωποι κάποιες πολαύσεις πο εναι κι’ ατς λικές, κι’ ς φαίνουνται σν πνευματικές.
νας παναστάτης τς Γαλλικς πανάστασης, ν πομε, θεωροσε γι πνευματικ κάποια πράγματα πού, στ’ λήθεια, δν τανε πνευματικά. Ατς θελε ν’ ποχτήση τ λευτερι γι ν κάνη ατ πο νόμιζε σωστ κα δίκαια γι τ ζω τν νθρώπων σ τοτον τν κόσμο μοναχά, δηλαδ γι τν λικ ζωή τους, μν πιστεύοντας πς πάρχει τίποτα λλο γι ν τ πιδιώξη νθρωπος. Γι’ ατ λέγω πς γι τς περισσότερες παναστάσεις, [] ατίες πο τς κάνανε ν ξεσπάσουνε, σταθήκανε λικές, κ’ λευθερία πο πιδιώξανε τανε προωρισμένη ν κανοποιήση μοναχ λικς νάγκες.
                λληνικ μως πανάσταση, εχε μν γι ατία κα τς λικς στερήσεις κα τν κακοπάθηση το κορμιο, πως κάθε πανάσταση, λλά, πάνω π’ ατς τς ατίες, εχε κα κάποιες πο εναι καθαρ πνευματικές. Κα πνευματικό, κατ τ γνώμη μου, ληθιν πνευματικό, εναι ,τι χει σχέση μ τ πνευματικ μέρος το νθρώπου, μ τν ψυχή του, δηλαδ μ τ θρησκεία. σκλαβι πο σπρωξε τος λληνες ν ξεσηκωθονε καταπάνω στν Τορκο, δν τανε μονάχα στέρηση κ’ κακοπάθηση το κορμιο, λλά, πάνω π’ λα, τ τι τύραννος θελε ν χαλάση τν πίστη τους, μποδίζοντάς τους π τ θρησκευτικ χρέη τους, λλαξοπιστίζοντάς τους, κα σφάζοντας κρεμάζοντάς τους, πειδ δν ρνιόντανε τν πίστη τους γι ν γίνουνε μωχαμετάνοι. Γι τοτο, πίστη κα πατρίδα εχανε γίνει να κα τ διο πράγμα, κ’ λευτερι πο ποθούσανε δν τανε μοναχ λευτερι πο ποθονε λοι ο παναστάτες, λλ λευτερι ν φυλάξουνε τν γιασμένη πίστη τους, πο μ’ ατν λπίζανε ν σώσουνε τν ψυχή τους. Γιατί, γι’ ατούς, κοντ στ κορμ πο χει τόσες νάγκες κα πο μ τόσα βάσανα γίνεται συντήρησή του, πρχε κ’ ψυχή, πο επε Χριστς πς ξίζει περισσότερο π τ σμα, σο περισσότερο ξίζει τ ροχο π’ ατό.
                κενες ο πλς ψυχές, πο ζούσανε στ βουν κα στ ρημοτόπια, τανε διδαγμένες π τος πατεράδες τους στν πίστη το Χριστο, κα γνωρίζανε μ’ λο πο τανε γράμματες, κάποια π τ λόγια του, πως εναι τοτα: «Τί θ φελήση ραγε τν νθρωπο, ν κερδίση τν κόσμον λον, κα ζημιωθ τν ψυχή του; τί θ δώση νθρωπος γι πληρωμ τς ψυχς του;». « ψυχ εναι πι πολύτιμη π τ θροφή, πως τ κορμ π τ φόρεμα» κ..
                Γι τοτο, κατ τ χρόνια τς σκλαβις, χιλιάδες παλληκάρια σφαχτήκανε κα κρεμαστήκανε κα παλουκωθήκανε γι τν πίστη τους, ψηφώντας τ νεότητά τους, κα μ δίνοντας σημασία στ κορμί τους κα σ τούτη τν πρόσκαιρη ζωή. Στράτευμα λάκερο εναι ο γιοι νεομάρτυρες, πο δν θανατωθήκανε γι τ λικ γαθ τούτης τς ζως, λλ γι τν πολύτιμη ψυχή τους, πο γνωρίζανε πς δν θ πεθάνη μαζ μ τ κορμί, λλ θ ζήση αώνια. κούγανε κα πιστεύανε τράνταχτα τ λόγια του Χριστο, πο επε «Μν φοβηθτε κενον πο σκοτώνει τ σμα, κα πο δ μπορε ν κάνη τίποτα παραπάνω. λλ ν φοβηθτε κενον πο μπορε ν θανατώση κα τ σμα κα τν ψυχή».
                λευθερία, πο γι’ ατ θυσιαζόντανε, δν τανε κάποια καθόριστη θεότητα, λλ τανε διος Χριστός, πο γι’ ατν επε πόστολος Παλος «που τ Πνεμα το Κυρίου, κε εναι κ’ λευθερία». Κι’ λλο λέγει «Σταθτε στερε στν λευθερία πού σας χάρισεν Κύριος, σταθτε, κα μν πέσετε πάλι στ ζυγ τς δουλείας. Γιατί γι τν λευθερία σας κάλεσε. λλ τν λευθερία μν τν παίρνετε μοναχ σν φορμ γι τ σάρκα σας».
                Γι τοτο εναι γιασμένη λληνικ πανάσταση, κι’ γιασμένοι ο πολεμιστές της, πως τανε γιασμένοι σοι πολεμήσανε μαζ μ τν Κωνσταντνο Παλαιολόγο, πρν π 368 χρόνια, κατ τ πάρσιμο τς Πόλης καταπάνω στν διο χτρ τς πίστης τους.
                κουσε, μ τί λόγια μιλοσε κενος γιασμένος βασιλις στος στρατιτες του, σν νάλεγε κανένα τροπάρι: «λθν, ον, δελφοί, δυσσεβς ατς μηρς κα χθρός της γίας μν Πίστεως, μς πέκλεισε, κα καθ’ κάστην τ χανς ατο στόμα χάσκων, πς ερη καιρν πιτήδειον να καταπη μς κα τν πόλιν ταύτην, ν νήγειρεν τρισμακάριστος κα μέγας βασιλες Κωνσταντνος κενος, κα τ Πανάγνωτε κα πάγνω δεσποίνη μων Θεοτόκω κα ειπαρθένω Μαρία φιέρωσε κα χαρίσατο, το κυρίαν εναι κα βοηθν κα σκέπην τ μετέρα πατρίδι κα καταφύγιον τν Χριστιανν, λπίδα κα χαρν πάντων τν λλήνων, τ καύχημα πάσι τος οσιν π τν το λίου νατολήν». Κα στ τέλος επεν: «λπίζω Θεν λυτρωθείημεν μες τς νεστώσης ατο δικαίας πειλς, δεύτερον δ κα στέφανος δαμάντινος ν ορανος ναπόκειται μίν, κα μνήμη αώνιος κα ξία ν τ κόσμ σεται».
                Στὴν Ἐπανάσταση τοῦ Εἰκοσιένα, ὅπως καὶ στὴν πολιορκία τῆς Πόλης, μαζὶ μὲ τοὺς λαϊκοὺς πολεμούσανε πλῆθος ρασοφορεμένοι, καλογέροι, παπάδες καὶ δεσποτάδες, καὶ τραβούσανε μπροστὰ μὲ τὸν σταυρὸ στὸ χέρι, κι’ ἀπὸ πίσω τοὺς χύμιζε κλαίγοντας ὁ λαός, κ’ ἔψελνε: «Γιὰ τῆς πατρίδας τὴν ἐλευθερία, γιὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστη τὴν ἁγία, γι’ αὐτὰ τὰ δυὸ πολεμῶ, μ’ αὐτὰ νὰ ζήσω ἐπιθυμῶ, κι’ ἂν δὲν τὰ ἀποχτήσω, τί μ’ ὠφελεῖ νὰ ζήσω;» Στὴν Πόλη κρεμάστηκε ὁ πατριάρχης Γρηγόριος, ἀνοίγοντας πρῶτος τὸ μαρτυρολόγιο τῆς Ἐπανάστασης. Ὁ Θανάσης Διάκος πολέμησε σὰν νέος Λεωνίδας, καὶ σουβλίστηκε γιὰ τὴν πίστη του, ὁ Παλαιῶν Πατρὼν Γερμανός, ὁ Ἠσαΐας Σαλώνων, ὁ Ρωγῶν Ἰωσήφ, ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Θύμιος Βλαχά[β]ἄς, κι’ ἄλλοι πολλοί, πολεμήσανε γιὰ τὴν ἁγιασμένη πατρίδα τους.
                Στὴν Τριπολιτσὰ κλειστήκανε στὴ φυλακὴ κατὰ τὴν Ἐπανάσταση, οἱ δεσποτάδες τοῦ Μοριά, κι’ οἱ περισσότεροι πεθάνανε μὲ ἀβάσταχτα μαρτύρια. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Πόλη, φυλακωθήκανε καὶ κρεμαστήκανε πολλοὶ δεσποτάδες.
                Παρακάτω βάζω λίγα λόγια ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο τοῦ ἀντιναύαρχου Γεωργίου Σαχτούρη:
                «Παρασκευή, 25 Δεκεμ. Ἑορτὴ τῶν Γενεθλίων του Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀραγμένοι εἰς Ντάρδιζα μὲ ἥσυχον ἀέρα τῆς τραμουντάνας, πλὴν μὲ χιόνια. Αὐτὴν τὴν ἡμέραν διὰ τὸ χαρμόσυνόν της ἑορτῆς, τὸ πρωΐ, ὑψώνοντας τὴν σημαίαν μας, ἐρρίχθη καὶ μία κανονιά, καθὼς καὶ ὅλα τὰ ἑλληνικὰ ἐδῶ ἀραγμένα τὸ αὐτὸ ἔπραξαν».
                «Κυριακή, 15 Αὐγούστου. Ἑορτὴ τῆς Θεοτόκου. Ἐξημερώθημεν ἀραγμένοι. Ὑψώσαμεν τᾶς σημαίας καὶ ἐρρίξαμεν καὶ ἀπὸ μίαν κανονιὰν διὰ τὸ χαρμόσυνόν της ἡμέρας».
                Ὁ ναύαρχος Κουντουριώτης, ἔκανε τὴν προσευχή του, σὰν τοὺς παλιούς, νὰ τὸν βοηθήση ἡ Παναγία στὴ ναυμαχία τῆς Ἕλλης, κι’ ὅπου ἀλλοῦ τὸν καλοῦσε τὸ χρέος του. Τὸ ἴδιο κάνανε καὶ κάνουνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες στὸν πόλεμο.
                Κατὰ τὴν καταστροφὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, πρῶτοι οἱ ἄνθρωποι τῆς θρησκείας πληρώσανε μὲ τὴ ζωὴ τοὺς τὸ καινούριο χαράτσι στὸν ἐχθρό της πίστης μας. Ὁ μητροπολίτης τῆς Σμύρνης Χρυσόστομος κρεμάστηκε, ὁ δεσπότης τῶν Κυδωνιῶν Γρηγόριος θάφτηκε ζωντανός, ὁ Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος θανατώθηκε ἄσπλαγχνα, κι’ ὅλοι οἱ παπάδες κ’ οἱ καλόγεροι περάσανε ἀπὸ τὸ σπαθί.
                Οἱ Γερμανοὶ κ’ οἱ Ἰταλοὶ θανατώσανε κι’ αὐτοὶ τοὺς ρασοφορεμένους τῶν χωριῶν, γιὰ νὰ μὴν ἀπομείνουνε παραπίσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεομάχους.
                Ναί! Πίστη καὶ πατρίδα εἶναι γιὰ μᾶς ἕνα πράγμα. Κι’ ὅποιος πολεμᾶ τὸ ἕνα, πολεμᾶ καὶ τ’ ἄλλο, κι ἂς μὴν ξεγελιέται.
                Ἡ μάνα μας ἡ πνευματικὴ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ποὺ ποτίσθηκε μὲ πολὺ κι’ ἁγιασμένο αἷμα. Κανένας λαὸς δὲν ἔχυσε καὶ δὲν χύνει ὡς τὰ σήμερα τὸ αἷμα του γιὰ τὴν πίστη, ὅσο ὁ δικός μας. Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι ὁ θησαυρὸς ὁ κρυμμένος κι’ ὁ πολύτιμος μαργαρίτης ποὺ λέγει ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ τὸν φυλάγουμε προσεχτικὰ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του, ποὺ εἶναι λογιῶν – λογιῶν. Οἱ πιὸ ἐπικίνδυνοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλουνε νὰ παραμορφώσουνε τὴν Ὀρθοδοξία, νὰ νοθέψουνε τὴν ἁγνότητά της μὲ ξενοφερμένους νεωτερισμούς, ὥστε νὰ γίνη ἀγνώριστη.
                Μὰ ὁ βλογημένος λαός μας φωνάζει μαζὶ μὲ τὸν ποιητή: «Ἡ πίστη μας, ἀληθινὰ εἲν’ σύγκαιρη τοῦ κόσμου. Κανένας δὲν ἐβρέθηκε γιὰ νὰ τὴν ἐξαλείψη. Κανένας, γιατί σκέπει τ[ω]ν ‘πὸ πάνω ὁ Θεός μου. Ἡ πίστη μας θὲ νὰ χαθῆ, ὄντας ὁ κόσμος λείψη».

Δεν υπάρχουν σχόλια: