Ἡ Ἁγιασμένη Ἐπανάσταση.
Τὴν καθωδήγησε ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ,
ἡ ἰδέα τῆς λευτεριᾶς, ἡ ἀγάπη τῆς πατρίδος.
Τοῦ κ. Φώτη Κόντογλου
Ἐλευθερία,
25-3-1962
(το πλήρες κείμενο, πρώτη δημοσίευση από το ιστολόγιό μας)
(το πλήρες κείμενο, πρώτη δημοσίευση από το ιστολόγιό μας)
Ἡ
Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση
εἶναι ἡ πιὸ
πνευματικὴ Ἐπανάσταση ποὺ
ἔγινε στὸν κόσμο, εἶναι
ἁγιασμένη.
Ἡ
ἐπανάσταση γίνεται τὶς περισσότερες
φορὲς ἀπὸ
κάποιες ὑλικὲς αἰτίες,
ποὺ εἶναι ἡ
σκλαβιά, ἡ στέρηση, ἡ κακοπέραση, τὰ
βασανιστήρια, ἡ περιφρόνηση. Ἡ λευτεριὰ
εἶναι ἡ θεότητα ποὺ
λατρεύει ὁ ἐπαναστάτης, καὶ
γι’ αὐτὴ δίνει τὸ
αἷμα του. Μὰ τὴ
λευτεριά, πολλὲς φορές, σὰν τὴν
ἀποχτήση ὁ ἐπαναστάτης
δὲν τὴν
μεταχειρίζεται γιὰ πνευματικοὺς σκοπούς, ἀλλὰ
γιὰ νὰ χαρῆ
τὴν ὑλικὴ
ζωὴ μονάχα. Κοντὰ στὴν
ὑλικὴ ζωὴ
ἔρχεται κ’ ἡ πνευματική, μὰ
τὶς περισσότερες φορὲς γιὰ
πνευματικὴ ζωὴ θεωροῦνε
οἱ ἄνθρωποι
κάποιες ἀπολαύσεις ποὺ εἶναι
κι’ αὐτὲς ὑλικές,
κι’ ἂς φαίνουνται σὰν πνευματικές.
Ἕνας ἐπαναστάτης τῆς
Γαλλικῆς ἐπανάστασης, νὰ
ποῦμε, θεωροῦσε γιὰ
πνευματικὰ κάποια πράγματα πού, στ’ ἀλήθεια,
δὲν ἤτανε
πνευματικά. Αὐτὸς ἤθελε
ν’ ἀποχτήση τὴ λευτεριὰ
γιὰ νὰ κάνη αὐτὰ
ποὺ νόμιζε σωστὰ καὶ
δίκαια γιὰ τὴ ζωὴ
τῶν ἀνθρώπων σὲ
τοῦτον τὸν κόσμο
μοναχά, δηλαδὴ γιὰ τὴν
ὑλικὴ ζωή τους, μὴν
πιστεύοντας πὼς ὑπάρχει τίποτα ἄλλο
γιὰ νὰ τὸ
ἐπιδιώξη ὁ ἄνθρωπος.
Γι’ αὐτὸ λέγω πὼς
γιὰ τὶς περισσότερες
ἐπαναστάσεις, [ἡ] αἰτίες
ποὺ τὶς κάνανε νὰ
ξεσπάσουνε, σταθήκανε ὑλικές, κ’ ἡ ἐλευθερία
ποὺ ἐπιδιώξανε ἤτανε
προωρισμένη νὰ ἱκανοποιήση
μοναχὰ ὑλικὲς
ἀνάγκες.
Ἡ
Ἑλληνικὴ ὅμως
Ἐπανάσταση, εἶχε μὲν
γιὰ αἰτία καὶ
τὶς ὑλικὲς
στερήσεις καὶ τὴν κακοπάθηση
τοῦ κορμιοῦ, ὅπως
ἡ κάθε ἐπανάσταση, ἀλλά,
ἀπάνω ἀπ’ αὐτὲς
τὶς αἰτίες, εἶχε
καὶ κάποιες ποὺ εἶναι
καθαρὰ πνευματικές. Καὶ πνευματικό,
κατὰ τὴ γνώμη μου, ἀληθινὰ
πνευματικό, εἶναι ὅ,τι ἔχει
σχέση μὲ τὸ πνευματικὸ
μέρος τοῦ ἀνθρώπου, μὲ
τὴν ψυχή του, δηλαδὴ μὲ
τὴ θρησκεία. Ἡ σκλαβιὰ
ποὺ ἔσπρωξε τοὺς
Ἕλληνες νὰ ξεσηκωθοῦνε
καταπάνω στὸν Τοῦρκο, δὲν
ἤτανε μονάχα ἡ στέρηση κ’ ἡ
κακοπάθηση τοῦ κορμιοῦ, ἀλλά,
ἀπάνω ἀπ’ ὅλα,
τὸ ὅτι ὁ
τύραννος ἤθελε νὰ χαλάση τὴν
πίστη τους, μποδίζοντάς τους ἀπὸ
τὰ θρησκευτικὰ χρέη τους, ἀλλαξοπιστίζοντάς
τους, καὶ σφάζοντας ἢ κρεμάζοντάς
τους, ἐπειδὴ δὲν
ἀρνιόντανε τὴν πίστη τους
γιὰ νὰ γίνουνε
μωχαμετάνοι. Γιὰ τοῦτο, πίστη καὶ
πατρίδα εἴχανε γίνει ἕνα καὶ
τὸ ἴδιο πράγμα, κ’
ἡ λευτεριὰ ποὺ
ποθούσανε δὲν ἤτανε μοναχὰ
ἡ λευτεριὰ ποὺ
ποθοῦνε ὅλοι οἱ
ἐπαναστάτες, ἀλλὰ
ἡ λευτεριὰ νὰ
φυλάξουνε τὴν ἁγιασμένη πίστη
τους, ποὺ μ’ αὐτὴν
ἐλπίζανε νὰ σώσουνε τὴν
ψυχή τους. Γιατί, γι’ αὐτούς, κοντὰ στὸ
κορμὶ ποὺ ἔχει
τόσες ἀνάγκες καὶ ποὺ
μὲ τόσα βάσανα γίνεται ἡ
συντήρησή του, ὑπῆρχε κ’ ἡ
ψυχή, ποὺ εἶπε ὁ
Χριστὸς πὼς ἀξίζει
περισσότερο ἀπὸ τὸ
σῶμα, ὅσο περισσότερο
ἀξίζει τὸ ροῦχο
ἀπ’ αὐτό.
Ἐκεῖνες
οἱ ἁπλὲς
ψυχές, ποὺ ζούσανε στὰ βουνὰ
καὶ στὰ ρημοτόπια, ἤτανε
διδαγμένες ἀπὸ τοὺς
πατεράδες τους στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ,
καὶ γνωρίζανε μ’ ὅλο ποὺ
ἤτανε ἀγράμματες,
κάποια ἀπὸ τὰ
λόγια του, ὅπως εἶναι τοῦτα:
«Τί θὰ ὠφελήση ἄραγε
τὸν ἄνθρωπο, ἂν
κερδίση τὸν κόσμον ὄλον, καὶ
ζημιωθῆ τὴν ψυχή του; Ἢ
τί θὰ δώση ἄνθρωπος γιὰ
πληρωμὴ τῆς ψυχῆς
του;». «Ἡ ψυχὴ εἶναι
πιὸ πολύτιμη ἀπὸ
τὴ θροφή, ὅπως τὸ
κορμὶ ἀπὸ
τὸ φόρεμα» κ.ἅ.
Γιὰ
τοῦτο, κατὰ τὰ
χρόνια τῆς σκλαβιᾶς, χιλιάδες
παλληκάρια σφαχτήκανε καὶ κρεμαστήκανε καὶ παλουκωθήκανε
γιὰ τὴν πίστη τους, ἀψηφώντας
τὴ νεότητά τους, καὶ μὴ
δίνοντας σημασία στὸ κορμί τους καὶ σὲ
τούτη τὴν πρόσκαιρη ζωή. Στράτευμα ὁλάκερο
εἶναι οἱ ἅγιοι
νεομάρτυρες, ποὺ δὲν θανατωθήκανε
γιὰ τὰ ὑλικὰ
ἀγαθὰ τούτης τῆς
ζωῆς, ἀλλὰ
γιὰ τὴν πολύτιμη
ψυχή τους, ποὺ γνωρίζανε πὼς δὲν
θὰ πεθάνη μαζὶ μὲ
τὸ κορμί, ἀλλὰ
θὰ ζήση αἰώνια. Ἀκούγανε
καὶ πιστεύανε ἀτράνταχτα τὰ
λόγια του Χριστοῦ, ποὺ εἶπε
«Μὴν φοβηθῆτε ἐκεῖνον
ποὺ σκοτώνει τὸ σῶμα,
καὶ ποὺ δὲ
μπορεῖ νὰ κάνη τίποτα
παραπάνω. Ἀλλὰ νὰ
φοβηθῆτε ἐκεῖνον
ποὺ μπορεῖ νὰ
θανατώση καὶ τὸ σῶμα
καὶ τὴν ψυχή».
Ἡ
ἐλευθερία, ποὺ γι’ αὐτὴ
θυσιαζόντανε, δὲν ἤτανε κάποια ἀκαθόριστη
θεότητα, ἀλλὰ ἤτανε
ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός, ποὺ γι’ αὐτὸν
εἶπε ὁ Ἀπόστολος
Παῦλος «ὅπου τὸ
Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ
εἶναι κ’ ἡ ἐλευθερία».
Κι’ ἀλλοῦ λέγει «Σταθῆτε
στερεὰ στὴν ἐλευθερία
πού σας χάρισεν ὁ Κύριος, σταθῆτε, καὶ
μὴν πέσετε πάλι στὸ ζυγὸ
τῆς δουλείας. Γιατί γιὰ τὴν
ἐλευθερία σας κάλεσε. Ἀλλὰ
τὴν ἐλευθερία μὴν
τὴν παίρνετε μοναχὰ σὰν
ἀφορμὴ γιὰ
τὴ σάρκα σας».
Γιὰ
τοῦτο εἶναι ἁγιασμένη
ἡ Ἑλληνικὴ
Ἐπανάσταση, κι’ ἁγιασμένοι οἱ
πολεμιστές της, ὅπως ἤτανε ἁγιασμένοι
ὅσοι πολεμήσανε μαζὶ μὲ
τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο,
πρὶν ἀπὸ
368 χρόνια, κατὰ τὸ πάρσιμο τῆς
Πόλης καταπάνω στὸν ἴδιο ὀχτρὸ
τῆς πίστης τους.
Ἄκουσε,
μὲ τί λόγια μιλοῦσε ἐκεῖνος
ὁ ἁγιασμένος
βασιλιὰς στοὺς στρατιῶτες
του, σὰν νάλεγε κανένα τροπάρι: «Ἐλθῶν,
οὔν, ἀδελφοί, ὁ
δυσσεβὴς αὐτὸς
ἀμηρᾶς καὶ
ἐχθρός της ἁγίας ἠμῶν
Πίστεως, ἠμᾶς ἀπέκλεισε,
καὶ καθ’ ἑκάστην τὸ
ἀχανὲς αὐτοῦ
στόμα χάσκων, πὼς εὔρη καιρὸν
ἐπιτήδειον ἴνα καταπῖη
ἠμᾶς καὶ
τὴν πόλιν ταύτην, ἢν ἀνήγειρεν
ὁ τρισμακάριστος καὶ μέγας βασιλεὺς
Κωνσταντῖνος ἐκεῖνος,
καὶ τὴ Πανάγνωτε καὶ
Ὑπάγνω δεσποίνη ἠμων Θεοτόκω καὶ
ἀειπαρθένω Μαρία ἀφιέρωσε καὶ
ἐχαρίσατο, τοῦ κυρίαν εἶναι
καὶ βοηθὸν καὶ
σκέπην τὴ ἡμετέρα πατρίδι
καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν,
ἐλπίδα καὶ χαρὰν
πάντων τῶν Ἑλλήνων, τὸ
καύχημα πάσι τοὶς οὔσιν ὑπὸ
τὴν τοῦ ἡλίου
ἀνατολήν». Καὶ στὸ
τέλος εἶπεν: «Ἐλπίζω Θεὸν
λυτρωθείημεν ἠμεῖς τῆς
ἐνεστώσης αὐτοῦ
δικαίας ἀπειλῆς, δεύτερον δὲ
καὶ ὁ στέφανος ὁ
ἀδαμάντινος ἐν οὐρανοὶς
ἐναπόκειται ὑμίν, καὶ
μνήμη αἰώνιος καὶ ἀξία
ἐν τῷ κόσμῳ
ἔσεται».
Στὴν
Ἐπανάσταση τοῦ Εἰκοσιένα, ὅπως καὶ στὴν πολιορκία τῆς Πόλης, μαζὶ μὲ τοὺς
λαϊκοὺς πολεμούσανε πλῆθος ρασοφορεμένοι, καλογέροι, παπάδες καὶ δεσποτάδες,
καὶ τραβούσανε μπροστὰ μὲ τὸν σταυρὸ στὸ χέρι, κι’ ἀπὸ πίσω τοὺς χύμιζε
κλαίγοντας ὁ λαός, κ’ ἔψελνε: «Γιὰ τῆς πατρίδας τὴν ἐλευθερία, γιὰ τοῦ Χριστοῦ
τὴν πίστη τὴν ἁγία, γι’ αὐτὰ τὰ δυὸ πολεμῶ, μ’ αὐτὰ νὰ ζήσω ἐπιθυμῶ, κι’ ἂν δὲν
τὰ ἀποχτήσω, τί μ’ ὠφελεῖ νὰ ζήσω;» Στὴν Πόλη κρεμάστηκε ὁ πατριάρχης
Γρηγόριος, ἀνοίγοντας πρῶτος τὸ μαρτυρολόγιο τῆς Ἐπανάστασης. Ὁ Θανάσης Διάκος
πολέμησε σὰν νέος Λεωνίδας, καὶ σουβλίστηκε γιὰ τὴν πίστη του, ὁ Παλαιῶν Πατρὼν
Γερμανός, ὁ Ἠσαΐας Σαλώνων, ὁ Ρωγῶν Ἰωσήφ, ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Θύμιος Βλαχά[β]ἄς,
κι’ ἄλλοι πολλοί, πολεμήσανε γιὰ τὴν ἁγιασμένη πατρίδα τους.
Στὴν
Τριπολιτσὰ κλειστήκανε στὴ φυλακὴ κατὰ τὴν Ἐπανάσταση, οἱ δεσποτάδες τοῦ Μοριά,
κι’ οἱ περισσότεροι πεθάνανε μὲ ἀβάσταχτα μαρτύρια. Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Πόλη,
φυλακωθήκανε καὶ κρεμαστήκανε πολλοὶ δεσποτάδες.
Παρακάτω
βάζω λίγα λόγια ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο τοῦ ἀντιναύαρχου Γεωργίου Σαχτούρη:
«Παρασκευή,
25 Δεκεμ. Ἑορτὴ τῶν Γενεθλίων του Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἠμῶν Ἰησοῦ
Χριστοῦ. Ἀραγμένοι εἰς Ντάρδιζα μὲ ἥσυχον ἀέρα τῆς τραμουντάνας, πλὴν μὲ
χιόνια. Αὐτὴν τὴν ἡμέραν διὰ τὸ χαρμόσυνόν της ἑορτῆς, τὸ πρωΐ, ὑψώνοντας τὴν
σημαίαν μας, ἐρρίχθη καὶ μία κανονιά, καθὼς καὶ ὅλα τὰ ἑλληνικὰ ἐδῶ ἀραγμένα τὸ
αὐτὸ ἔπραξαν».
«Κυριακή,
15 Αὐγούστου. Ἑορτὴ τῆς Θεοτόκου. Ἐξημερώθημεν ἀραγμένοι. Ὑψώσαμεν τᾶς σημαίας
καὶ ἐρρίξαμεν καὶ ἀπὸ μίαν κανονιὰν διὰ τὸ χαρμόσυνόν της ἡμέρας».
Ὁ
ναύαρχος Κουντουριώτης, ἔκανε τὴν προσευχή του, σὰν τοὺς παλιούς, νὰ τὸν
βοηθήση ἡ Παναγία στὴ ναυμαχία τῆς Ἕλλης, κι’ ὅπου ἀλλοῦ τὸν καλοῦσε τὸ χρέος
του. Τὸ ἴδιο κάνανε καὶ κάνουνε ὅλοι οἱ Ἕλληνες στὸν πόλεμο.
Κατὰ
τὴν καταστροφὴ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, πρῶτοι οἱ ἄνθρωποι τῆς θρησκείας πληρώσανε μὲ
τὴ ζωὴ τοὺς τὸ καινούριο χαράτσι στὸν ἐχθρό της πίστης μας. Ὁ μητροπολίτης τῆς
Σμύρνης Χρυσόστομος κρεμάστηκε, ὁ δεσπότης τῶν Κυδωνιῶν Γρηγόριος θάφτηκε
ζωντανός, ὁ Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος θανατώθηκε ἄσπλαγχνα, κι’ ὅλοι οἱ παπάδες κ’
οἱ καλόγεροι περάσανε ἀπὸ τὸ σπαθί.
Οἱ
Γερμανοὶ κ’ οἱ Ἰταλοὶ θανατώσανε κι’ αὐτοὶ τοὺς ρασοφορεμένους τῶν χωριῶν, γιὰ
νὰ μὴν ἀπομείνουνε παραπίσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους θεομάχους.
Ναί!
Πίστη καὶ πατρίδα εἶναι γιὰ μᾶς ἕνα πράγμα. Κι’ ὅποιος πολεμᾶ τὸ ἕνα, πολεμᾶ
καὶ τ’ ἄλλο, κι ἂς μὴν ξεγελιέται.
Ἡ
μάνα μας ἡ πνευματικὴ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ποὺ ποτίσθηκε μὲ πολὺ κι’
ἁγιασμένο αἷμα. Κανένας λαὸς δὲν ἔχυσε καὶ δὲν χύνει ὡς τὰ σήμερα τὸ αἷμα του
γιὰ τὴν πίστη, ὅσο ὁ δικός μας. Ἡ Ὀρθόδοξη πίστη εἶναι ὁ θησαυρὸς ὁ κρυμμένος
κι’ ὁ πολύτιμος μαργαρίτης ποὺ λέγει ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ τὸν φυλάγουμε
προσεχτικὰ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του, ποὺ εἶναι λογιῶν – λογιῶν. Οἱ πιὸ ἐπικίνδυνοι
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλουνε νὰ παραμορφώσουνε τὴν Ὀρθοδοξία, νὰ νοθέψουνε τὴν
ἁγνότητά της μὲ ξενοφερμένους νεωτερισμούς, ὥστε νὰ γίνη ἀγνώριστη.
Μὰ
ὁ βλογημένος λαός μας φωνάζει μαζὶ μὲ τὸν ποιητή: «Ἡ πίστη μας, ἀληθινὰ εἲν’
σύγκαιρη τοῦ κόσμου. Κανένας δὲν ἐβρέθηκε γιὰ νὰ τὴν ἐξαλείψη. Κανένας, γιατί
σκέπει τ[ω]ν ‘πὸ πάνω ὁ Θεός μου. Ἡ πίστη μας θὲ νὰ χαθῆ, ὄντας ὁ κόσμος
λείψη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου