Αδαμιαίος Θρήνος,
του Αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη.
Ο Αδάμ, ο πατήρ της οικουμένης, εν τω Παραδείσω εγνώριζε την ηδύτητα της θείας αγάπης. Ούτω, μετά την έξωσιν εκ του Παραδείσου δια το αμάρτημα αυτού, εγκαταλελειμμένος υπό της αγάπης του Θεού, ώδινε πικρώς και μετά βαθέων στεναγμών ωδύρετο. Πάσα η έρημος αντήχει εκ των λυγμών αυτού. Η ψυχή αυτού εβασανίζετο υπό της σκέψεως: «Τον ηγαπημένον μου Θεόν ελύπησα». Δεν μετεμελείτο τοσούτον περί της Εδέμ ή του κάλλους αυτής, όσον περί της απωλείας της θείας αγάπης, ήτις ακορέστως έλκει την ψυχήν προς τον Θεόν.
Ούτω πάσα ψυχή, ήτις εγνώρισε τον Θεόν εν Πνεύματι Αγίω, ύστερον δε απώλεσε την χάριν, δοκιμάζει αδαμιαίον πένθος. Οδυνάται η ψυχή και μεταμελείται σφοδρώς, όταν προσβάλη τον ηγαπημένον Κύριον.
Έπληττεν ο Αδάμ επί της γης οδυρόμενος πικρώς, και η γη δεν εχαροποίει αυτόν· ενοστάλγει τον Θεόν και έκραζε:
«Διψά η ψυχή μου τον Κύριον και μετά δακρύων αναζητώ Αυτόν.
»Πώς να μη ζητώ Αυτόν; Ότε ήμην μετ’ Αυτού, η ψυχή μου εν ειρήνη ηγάλλετο, και απρόσιτος ήμην εις τους εχθρούς.
[//560] »Νυν δε το πονηρόν πνεύμα έλαβεν εξουσίαν επ’ εμού και κλονίζει και τυραννεί την ψυχήν μου. Διο και εκλείπει η ψυχή μου δια τον Κύριον έως θανάτου και ορμά το πνεύμα μου προς τον Θεόν, και ουδέν γήϊνον με παρηγορεί και η ψυχή μου υπ’ ουδενός δέχεται παραμυθίαν, αλλ’ επιποθεί διψαλέως πάλιν να βλέπη Αυτόν και απολαύη Αυτού έως κόρου.
»Δεν δύναμαι να επιλησθώ Αυτού ουδέ επί στιγμήν, και εκ πλήθους πόνου στενάζω οδυνηρώς: “Ελέησον με, ο Θεός, το παραπεσόν Σου πλάσμα”».
Ούτως ωδύρετο ο Αδάμ και πλήθος δακρύων έρρεεν από του προσώπου αυτού και έπιπτεν επί το στήθος αυτού και επί την γην. Πάσα η έρημος ήκουε μετά δέους τους στεναγμούς αυτού. Θηρία και πετεινά εσίγων εν θλίψει. Ο δε Αδάμ ωδύρετο, διότι δια το αμάρτημα αυτού οι πάντες εστερήθησαν ειρήνης και αγάπης.
Μεγάλη υπήρξεν η οδύνη του Αδάμ μετά την εξορίαν εκ του Παραδείσου, αλλά, ότε είδεν τον υιόν αυτού Άβελ φονευθέντα υπό του Κάϊν, η θλίψις του Αδάμ έτι μάλλον ηυξήθη, και δεινώς οδυνώμενος έκλαιε προβλέπων: «Εξ εμού λαοί εξελεύσονται και πληθυνθήσονται επί της γης, και πάντες θα πάσχουν, ζώντες εν έχθρα και αλλήλους φονεύοντες». Και ήτο η θλίψις αυτού ως ωκεανός μεγάλη, και εννοούν αυτήν μόνον αι ψυχαί αι γνωρίσασαι τον Κύριον και το άμετρον της αγάπης Αυτού.
Και εγώ απώλεσα την χάριν και μετά του Αδάμ βοώ: «Ίλεως γενού μοι, Κύριε. Δος μοι πνεύμα ταπεινώσεως και αγάπης».
Ώ, η αγάπη του Κυρίου! Όστις σε εγνώρισεν, εκείνος ακαμάτως σε ζητεί και κράζει ημέρας και νυκτός:
«Ποθώ Σε, Κύριε, και Σε αναζητώ μετά δακρύων. Πώς να μη Σε ζητώ; Συ έδωκας εις εμέ να Σε γνωρίσω εν Πνεύματι Αγίω, και η θεία αύτη γνώσις έλκει την ψυχήν προς Σε αδιαλείπτως».
[//561] Θρηνεί ο Αδάμ.
«Δεν με τέρπει η σιγή της ερήμου.
»Δεν με ελκύουν των ορέων τα ύψη.
»Δεν αναπαύει με των δασών και λειμώνων το κάλλος.
»Δεν καταπραΰνει τον πόνον μου των πτηνών το κελάδημα.
»Ουδέν, ουδέν χαροποιεί με νυν.
»Η ψυχή μου ερράγη εκ της πολλής θλίψεως:
»Τον ηγαπημένον Θεόν μου προσέβαλον.
»Και εάν πάλιν προσελάμβανε με ο Κύριος εις τον παράδεισον, και εκεί πάλιν αλγεινώς θα εθρήνουν:
“Ίνα τί τον ηγαπημένον μου Θεόν παρεπίκρανα”»;
Ο Αδάμ, απελαθείς του Παραδείσου, εξέβλυζεν εκ της τετρωμένης αυτού καρδίας πηγάς δακρύων. Ούτω πάσα ψυχή, γνωρίσασα τον Κύριον, θρηνεί δι’ Αυτόν και λέγει:
«Πού εί Συ Κύριε;
»Πού έδυ το κάλλος του Προσώπου Σου;
»Η ψυχή μου επί τοσούτον χρόνον δεν θεωρεί το Φως Σου και οδυνωμένη Σε ζητεί μετά δακρύων».
«Πού εκρύβη ο Κύριος μου;
»Ίνα τί δεν βλέπω Αυτόν εν τη ψυχή μου;
»Τί κωλύει Αυτόν να κατοική εντός μου;
»Δεν υπάρχει άρα εν εμοί η του Χριστού ταπείνωσις και η προς τους εχθρούς αγάπη».
Ο Θεός γαρ αγάπη εστίν, άπειρος και ανερμήνευτος.
Επορεύετο ο Αδάμ επί της γης και εδάκρυεν εκ της συνοχής της καρδίας, δια δε του νοός αυτού απαύστως ελογίζετο τον Θεόν. Ότε δε το καταπεπονημένον σώμα αυτού εστερείτο δακρύων, τότε εφλέγετο προς τον Θεόν το πνεύμα αυτού, μη δυνάμενον να επιλησθή του παραδείσου το κάλλος. Αλλ’ έτι μάλλον τον Θεόν ηγάπα η ψυχή του Αδάμ, και δυνάμει της αγάπης ταύτης διηνεκώς [//562] ωρμάτο προς Αυτόν.
Ώ Αδάμ, γράφω περί σου, αλλά συ βλέπεις ότι ο ασθενής νους μου δεν δύναται να συλλάβη πόσον συ έπασχες δια τον Θεόν και πώς έφερες τον κόπον της μετάνοιας.
Ώ Αδάμ, συ βλέπεις εμέ το τέκνον σου, πάσχω επί της γης. Ολίγον το πυρ της αγάπης εν εμοί, και μόλις δεν σβέννυται η αγάπη μου.
Ώ Αδάμ, ψάλλε ημίν του Κυρίου το άσμα, ίνα ευφρανθή η ψυχή μου επί τω Κυρίω και εγερθή προς ύμνον και δοξολογίαν Αυτού, καθώς δοξάζουν Αυτόν εν ουρανοίς τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ και πάσαι αι επουράνιοι δυνάμεις.
Ώ Αδάμ, ο πατήρ ημών, άσον ημίν την ωδήν του Κυρίου, όπως ακούση αυτήν πάσα η γη, και πάντα τα τέκνα σου υψώσουν τον νουν αυτών προς τον Θεόν και ηδυνθούν υπό των ήχων του ουρανίου ύμνου, επιλανθανόμενοι των οδυνών της γης.
Το Πνεύμα το Άγιον είναι αγάπη και ηδύτης της ψυχής, του νου και του σώματος. Και όστις εγνώρισε τον Θεόν Πνεύματι Αγίω, ούτος ακορέστως εκλείπει δια τον ζώντα Θεόν ημέρας και νυκτός, διότι η αγάπη του Θεού είναι γλυκεία σφόδρα. Όταν όμως η ψυχή απολέση την χάριν, τότε και πάλιν μετά δακρύων ζητεί το Πνεύμα το Άγιον.
Όστις δεν εγνώρισε τον Θεόν Πνεύματι Αγίω, ούτος δεν δύναται μετά δακρύων να αναζητή Αυτόν, και η ψυχή αυτού μένει πάντοτε προσβαλλομένη υπό των παθών· ο νους αυτού λογίζεται τα γήϊνα και δεν δύναται να αναβή εις την θεωρίαν και γνωρίση τον Ιησούν Χριστόν. Ούτος γνωρίζεται Πνεύματι Αγίω.
Ο Αδάμ εγνώριζε τον Θεόν και τον Παράδεισον και μετά την πτώσιν μετά δακρύων εζήτει Αυτόν.
– «Ώ Αδάμ, ο πατήρ ημών, λέγε ημίν, τοις τέκνοις [//563] σου, περί του Κυρίου. Η ψυχή σου εγνώριζε τον Κύριον, εγνώριζε και την Εδέμ, την γλυκύτητα αυτής και την αγαλλίασιν· νυν δε κατοικείς εν ουρανοίς και εποπτεύεις την δόξαν του Κυρίου.
»Ειπέ ημίν πώς δοξάζεται ο Κύριος ημών δια τα Πάθη Αυτού, και πώς ψάλλονται αι ωδαί εν τοις ουρανοίς και πόσον γλυκείαι είναι αι ωδαί αύται, αίτινες άδονται εν Πνεύματι Αγίω.
»Ειπέ ημίν περί της δόξης του Κυρίου, και πόσον ελεήμων είναι Ούτος.
»Ειπέ ημίν πώς αγάλλονται εκεί οι Άγιοι και πώς καταυγάζονται ούτοι υπό της χάριτος· πώς αγαπούν ούτοι τον Κύριον και εν ποία αγία ταπεινώσει παρίστανται ενώπιον του Θρόνου Αυτού.
»Ώ Αδάμ, παρηγόρησον και χαροποίησον τας τεθλιμμμένας ημών ψυχάς.
»Διηγήθητι ημίν: Τί θεωρείς συ εν ουρανοίς; …
»Δεν αποκρίνεσαι; … Ίνα τί η σιγή αύτη;
»Ιδού οδυνάται πάσα η γη …
»Ή εκ της Θείας αγάπη ουδέ να μνησθής ημών δύνασαι;
»Ή θεωρείς την Θεομήτορα εν δόξη, και δεν δύνασαι να χωρισθής της ουρανίου οπτασίας ταύτης, διό και εγκαταλείπεις τα τεθλιμμένα τέκνα σου άνευ λόγου στοργής, ίνα επιλαθώμεθα των δεινών του επιγείου ημών βίου;
»Ώ Αδάμ, ο πατήρ ημών, δεν αποκρίνεσαι;
»Συ βλέπεις την οδύνην των επί γης υιών σου.
»Ίνα τί άρα γε η σιγή αύτη;».
Λέγει ο Αδάμ:
– «Άφετε με εν ειρήνη, τεκνία μου αγαπητά. Δεν δύναμαι να χωρισθώ της θεωρίας του Θεού. Η ψυχή μου ετρώθη υπό της αγάπης του Κυρίου και σκιρτά επί τη [//564] αγαθότητι Αυτού. Οι ζώντες εν τω Φωτί του Προσώπου του Δεσπότου δεν δύνανται να μνησθούν των επί γης».
– «Ώ Αδάμ, ο πατήρ ημών, εγκατέλιπες ημάς, τα ορφανά σου τέκνα, βυθιζόμενα εν τη αβύσσω των δεινών της γης;
»Αλλ’ επί τέλους, ειπέ ημίν πώς δυνάμεθα να ευαρεστήσωμεν εις τον Θεόν;
»Άκουε τα τέκνα σου, τα διεσπαρμένα ανά την γην. Ο νους αυτών, διακεχυμένος, δεν δύναται να συλλάβη το Θείον, και πολλοί απέστησαν από του Θεού, και εν σκότει ζώντες πορεύονται εις τας αβύσσους του άδου».
– «Μη διακόπτετε την έκστασίν μου. Θεωρώ την Θεομήτορα εν δόξη και δεν δύναμαι να αποσπάσω τον νουν μου από της θείας ταύτης θεωρίας και να ομιλήσω προς υμάς. Βλέπω και τους Αγίους Προφήτας και Αποστόλους και εκπλήττομαι πώς ούτοι πάντες ομοιάζουν προς τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού.
»Περιπατώ εν τη Εδέμ, και ιδού, απανταχού η δόξα του Κυρίου, επειδή Αυτός ζη εν εμοί και εποίησεν εμέ όμοιον προς Αυτόν. Ούτω δοξάζει ο Κύριος τον άνθρωπον».
– «Ώ Αδάμ, ομίλει προς ημάς – είμεθα τέκνα σου και πάσχομεν επί της γης. Ειπέ ημίν πώς δυνάμεθα να κληρονομήσωμεν τον παράδεισον, ίνα και ημείς ομοίως προς σε θεωρώμεν την δόξαν του Κυρίου. Αι ψυχαί ημών φλέγονται δια τον Κύριον, συ δε εν ουρανοίς χαίρεις και αγάλλεσαι επί τη θεία δόξη.
»Ικετεύομεν σε· παραμύθησον ημάς».
– «Τί βοάτε προς με, τεκνία μου; Ο Κύριος αγαπά υμάς και έδωκεν υμίν προστάγματα σωτηρίας. Ταύτα τηρήσατε και αγαπάτε αλλήλους, και ούτω θα εύρητε την ανάπαυσιν εν τω Θεώ. Μετανοείτε καθ’ εκάστην ώραν δια τα παραπτώματα υμών, ίνα καταξιωθήτε να υπαντήσητε τον Χριστόν. Ο Κύριος είπε: “Τους αγαπώντας Με αγαπώ και τους δοξάζοντας Με δοξάσω”».
– «Ώ Αδάμ, πρέσβευε υπέρ ημών, των τέκνων σου. Εκ πλήθους οδυνών περίλυπος είναι η ψυχή ημών».
– «Ώ Αδάμ, ο πατήρ ημών, συ μένεις εν τοις ουρανοίς και θεωρείς τον Κύριον καθήμενον εν δόξη εκ δεξιών του Πατρός. Συ βλέπεις τα Χερουβίμ και τα Σεραφίμ και πάντας τους Αγίους. Συ ακούεις τα ουράνια άσματα, υπό της γλυκύτητος των οποίων απερροφήθη η ψυχή σου. Ημείς δε κατηφείς και εστερημένοι της χάριτος απαύστως επιποθούμεν τον Θεόν. Άσον ημίν εκ των ωδών, τας οποίας ακούεις εν τοις ουρανοίς, όπως ακούση αυτάς πάσα η γη και οι πάντες ανανήψουν εκ της θανατηφόρου ακηδίας».
Απαντά ο Αδάμ:
– «Μη μοι κόπους παρέχετε, τεκνία μου. Ο καιρός των εμών θλίψεων παρήλθεν. Από της ηδύτητος του Αγίου Πνεύματος και της τρυφής του Παραδείσου δεν δύναμαι να προσβλέψω προς την γην. Αλλά και πάλιν θα είπω υμίν:
»Αγαπά υμάς ο Κύριος, και υμείς εν αγάπη ζήσατε· πείθεσθε τοις προεστώσιν υμών, ταπεινούτε τας καρδίας υμών, και τότε Πνεύμα Θεού θα σκηνώση εν υμίν. Τούτο έρχεται ηρέμα και δίδει ειρήνην εις την ψυχήν, και μαρτυρεί την σωτηρίαν αυτής άνευ λόγων.
»Ψάλατε τω Θεώ εν αγάπη και ταπεινώσει πνεύματος, ότι ο Κύριος χαίρει επ’ αυτώ».
– «Ώ Αδάμ, ψάλλομεν ημείς, αλλά δεν έχομεν εν ημίν ούτε αγάπην ούτε ταπείνωσιν».
– «Μετανοείτε και προσεύχεσθε. Και εγώ επί πολύ μετενόουν και εθλιβόμην, ότι τον Θεόν προσέβαλον, ότι δια το αμάρτημα μου αφηρέθη η ειρήνη και η αγάπη από του προσώπου της γης. Τα δάκρυα μου έρρεον κατά πρόσωπον και ήρδευον το στήθος και έπιπτον επί την γην· και πάσα η έρημος ήκουε των στεναγμών μου.
»Υμείς δεν δύνασθε να εννοήσητε το βάθος της θλίψεως [//566] μου, ούτε πώς ωδυρόμην δια τον Θεόν και τον Παράδεισον. Εν τω Παραδείσω ήμην αγαλλόμενος. Πνεύμα Θεού ηύφραινε με και ελεύθερος ήμην παθημάτων. Ότε όμως εξεβλήθην εκ του Παραδείσου, τότε θηρία και πετεινά, άτινα το πρότερον με ηγάπων, ήρξαντο να φοβώνται εμέ και να φεύγουν απ’ εμού· αι κακαί σκέψεις εσπάρασσον την καρδίαν μου· ψύχος και λιμός με εβασάνιζον· ο ήλιος με έκαιε και άνεμοι εμάστιζον με· οι υετοί με κατέβρεχον, και αι ασθένειαι κατεπόνουν με· ως και τα λοιπά δεινά της γης. Εγώ δε τα πάντα έφερον μετ’ ακλονήτου ελπίδος εις τον Θεόν.
»Και υμείς, τεκνία μου, φέρετε τους πόνους της μετανοίας· αγαπάτε τας θλίψεις, αποξηραίνετε τα σώματα υμών δι’ ασκήσεως εγκρατείας, ταπεινούτε εαυτούς και αγαπάτε τους εχθρούς, όπως ενοικήση εν υμίν το Άγιον Πνεύμα.
»Τότε θα γνωρίσητε και θα εύρητε την Βασιλείαν των Ουρανών.
»Μη ταράττετε δε την ειρήνην μου: Νυν εκ της Θείας αγάπης αδυνατώ να στραφώ προς την γην. Επελαθόμην πάντων των επιγείων. Επελαθόμην και αυτού τούτου του απολεσθέντος υπ’ εμού Παραδείσου, διότι βλέπω την αιώνιον δόξαν του Κυρίου και την δόξαν των Αγίων, οίτινες εκ του Φωτός του Προσώπου του Θεού και οι ίδιοι λάμπουν ομοίως προς Αυτόν».
– «Ώ Αδάμ, ψάλλε, ψάλλε ημίν τον ουράνιον ύμνον, ίνα ακούη πάσα η γη και ηδυνθή δια της θείας αγάπης. Επιποθούμεν να ακούωμεν τους γλυκείς αυτούς ύμνους, διότι ψάλλονται εν Πνεύματι Αγίω».
Ο Αδάμ απώλεσε τον επίγειον παράδεισον και θρηνών εζήτει αυτόν: «Παράδεισε μου, παράδεισε, θαυμαστέ μου παράδεισε». Ο δε Κύριος δια της αγάπης Αυτού επί του σταυρού εχαρίσατο εις αυτόν άλλον Παράδεισον, [//567] κρείττονα του απολεσθέντος, εν τοις ουρανοίς, όπου το άκτιστον Φως της Αγίας Τριάδος.
«Τί ανταποδώσωμεν τω Κυρίω δια την αγάπην Αυτού προς ημάς»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου