Ἡ
φυλακὴ
τῆς
Τριπολιτσᾶς.
Μάρτυρες Χριστοῦ οἱ καρτερόψυχοι.
Τοῦ κ. Φώτη Κόντογλου.
Ἄρθρο στὴν Ἐλευθερία, 8-11-1964.
Γ΄
(πρώτη δημοσίευση από το ιστολόγιό μας)
Τὴ νύχτα ὁ ἐπίσκοπός της Δημητσάνας ἐπῆρε ἕνα οὐροδοχεῖο κ’ ἔρριξε τὶς πέντε χιλιάδες χρυσὰ γρόσια ποὺ εἶχε στὸ πουγγί του, μὲ σκοπὸ νὰ τάβρη μετὰ τὸ θάνατό του κανένας χριστιανὸς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ κάνανε τὶς βρώμικες δουλειές, ἐπειδὴ οἱ Τοῦρκοι δὲν ἀγγίζανε αὐτὰ τὰ δοχεῖα.
Ἂς ποῦμε τώρα πὼς καθόντανε οἱ ἁλυσωμένοι. Ἡ κάθε μία ἀπὸ τὶς δυὸ ἁλυσίδες εἶχε ἀπὸ δεκαοχτὼ ἁλυσοδεμένους, καὶ ἔκανε κατὰ μάκρος τρεῖς βόλτες..
Ἐκεῖνοι ποὺ βρισκόντανε στὴν πρώτη βόλτα, εἴχανε τὴ ράχη γυρισμένη στὸν τοῖχο καὶ τὸ πρόσωπο γυρισμένο σὲ κείνους ποὺ ἤτανε στὴ δεύτερη βόλτα. Οἱ ἁλυσωμένοι της δεύτερης βόλτας εἴχανε γυρισμένο τὸ πρόσωπο πρὸς τὴν πρώτη βόλτα τῆς ἁλυσίδας, καὶ τὴ ράχη πρὸς τὴν τρίτη βόλτα. Οἱ κατάδικοί της τρίτης βόλτας εἴχανε τὴ ράχη τοὺς πρὸς τὴ δεύτερη βόλτα καὶ τὸ πρόσωπο γυρισμένο πρὸς τὴν τρίτη βόλτα τῆς δεύτερης ἁλυσίδας. Καὶ στὶς δυὸ ἁλυσίδες οἱ τελευταῖες βόλτες φτάνανε στὸ μεγάο κούτσουρο ποὺ εἴπαμε, κι’ αὐτοὶ ποὺ ἤτανε δεμένοι μ’ αὐτές, ἤτανε καθισμένοι στὸ κούτσουρο. Ὅλοι οἱ ἁλυσωμένοι ἤτανε τριανταέξ, ἀλλὰ ὑπήρχανε καὶ δυὸ χωρὶς ἁλυσίδα.
Ἤτανε τόσο στριμωγμένοι, ποὺ δὲ μπορούσανε νὰ τεντώσουνε μηδὲ τὰ πόδια τους, ἀλλὰ καθισμένοι μέρα – νύχτα,
κουβεντιάζανε. Ἔτσι
κοιμώντανε ἐπὶ πέντε ὁλόκληρους μῆνες, χωρὶς νὰ ξαπλώσουνε. Ὢ μαρτύρια ἀβάσταχτα ποὺ ὑποφέρανε ἐκεῖνοι οἱ μάρτυρες οἱ καρτερόψυχοι γιὰ τὴν πίστη τους, πού μας τὴν παραδώσανε «μὴ ἔχουσαν ρύπον ἢ κηλίδαν». Γιατί, ἂν ἀλλαξοπιστούσανε, ἀμέσως, τὴν ἴδια στιγμὴ θὰ γλυτώνανε, καὶ μάλιστα οἱ Τοῦρκοι θὰ τοὺς κάνανε καὶ τιμές.
Ὅπως λοιπὸν καθόντανε οἱ δύστυχοι, κολλημένοι ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, ἀπὸ τὴ στενοχώρια ὁ ἵδρωτας ἔτρεχε σὰν βρύση ἀδιάκοπα ἀπὸ τὰ κορμιά τους, καὶ σαπήσανε τὰ ροῦχα τους. Καὶ τόσες ψεῖρες καὶ κόνιδες εἴχανε ἀπάνω τους, ποὺ τὰ μακρυα γένεια ποὺ εἴχανε φαινόντανε κάτασπρα.
Σημείωσε ἀκόμα
πὼς ὁ χαλκὰς ποὺ εἶχε ὁ καθένας στὸν λαιμό του καὶ ποὺ ἀκουμποῦσε πρωτήτερα στὸ ροῦχο, κατὰ τὸν σβέρκο, ἀπὸ τὸ βάρος, ἀπὸ τὸν ἵδρωτα κι’ ἀπὸ τὸ τρίψιμο, τὰ εἶχε κόψει, κι’ ἀκουμποῦσε πιὰ ἀπάνω στὸ κρέας καὶ τὸ εἶχε πληγώσει.
Σὰν βίαζε κανέναν ἡ κοιλιά του νὰ κάνη τὴν ἀνάγκη του, τότε ἔπρεπε νὰ σηκωθοῦνε ὅλοι ποὺ ἤτανε δεμένοι στὴν ἴδια ἁλυσίδα ποὺ ἤτανε δεμένος αὐτός, κ’ οἱ δεκαοχτώ, καὶ νὰ πᾶνε κοντὰ στὸν κάδο, τεντώνοντας τὸν λαιμό τους καὶ λασκάροντας τὴν ἁλυσίδα, γιὰ νὰ εὐκολύνουνε ἐκεῖνον ποὺ καθότανε ἀπάνω στὸν κάδο μπροστὰ σὲ ὅλους. Καὶ τὸ χειρότερο ἤτανε σὰν πάθαινε κανένας διάρροια, κι’
ἀκόμα πιὸ χειρότερο κι’ ἀνυπόφερτο, ὅποτε εἴχανε κόψιμο περισσότεροι ἀπὸ ἕναν, κ’ ἔπρεπε νὰ σηκώνονται ὅλοι κάθε λίγο. Οἱ δυὸ ποὺ δὲν ἤτανε ἁλυσωμένοι, εἴχανε γιὰ δουλειὰ νὰ χύνουνε στὸν κάδο τὰ οὔρα, καὶ τὸ βράδυ νὰ ἀδειάζουνε τὸν κάδο ἔξω ἀπὸ τὸ Σεράγι, τὴν ὥρα ποὺ ἄνοιγε ὁ δεσμοφύλακας τὴν ὀξώπορτα γι’ αὐτὸν τὸν σκοπό. Κι’ αὐτοὶ οἱ δυὸ ἤτανε ὁ διάκος τοῦ δεσπότη τῆς Μονεμβασίας Γρηγόριος, κι’ ὁ Γιάννης Παπασπηλιόπουλος ἀπὸ τὸ Βιζίκι τῆς Γορτυνίας.
Παρακαλῶ τὸν ἀναγνώστη νὰ μὲ συγχωρήση γι’ αὐτὰ τὰ σιχαμερὰ καθέκαστα ποὺ μεταγράφω καὶ γιὰ τὴν ἀηδία ποὺ παίρνει, ἀλλὰ ἔκρινα καλὸ νὰ τὰ βάλω, γιὰ νὰ νοιώσουνε καλὰ τὰ μαρτύρια ποὺ τραβήξανε ἐκεῖνοι οἱ μάρτυρες, ποὺ βασανιστήκανε ἀπάνω ἀπ’ ὅσο ἀντέχει ἄνθρωπος, γιὰ νὰ μᾶς δώσουν τὴν ἐλευθερία μας.
Μπορεῖ νὰ φαντασθῆ κανένας, ὓστερ’ ἀπ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση, τί φοβερὴ ἀποφορὰ γέμιζε ἐκεῖνο τὸ μπουντρούμι,, ποὺ ἤτανε χειρότερο ἀπὸ τὴν κόλαση. Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφταναν αὐτά, κάποτε θελήσανε νὰ καθαρίσουνε οἱ Τοῦρκοι τὴ φυλακὴ ποὺ ἤτανε στὸ ἀπάνω πάτωμα, σκορπώντας στὸ πάτωμα στάχτη καὶ κοπριές, κι’ ἀπὸ τὶς χαραμάδες ποὺ εἶχε τὸ ἀποπάνω πάτωμα πέφτανε στὴν κάτω φυλακὴ ἐκεῖνες οἱ ἀκαθαρσίες. Γιὰ νὰ φυλαχτοῦνε λίγο οἱ φυλακωμένοι, βάλανε τὰ μαντήλια τοὺς ἀπάνω στὰ κεφάλια τους. Τότε ὁ Θόδωρος Ντεληγιάννης εἶπε στοὺς ἄλλους νὰ τεντώσουνε τὴν ἁλυσίδα, καὶ πηγαίνοντας κοντὰ στὸ παράθυρο, φώνακε στὸν μπίμπαση (τὸν χιλίαρχο) νὰ κοπιάση μέσα, λέγοντας στοὺς ἄλλους νὰ μὴ βγάλουνε τὰ μαντήλια ἀπὸ τὰ κεφάλια τους. Σὰν ἐμπῆκε ὁ ἀξιωματικὸς μέσα, τοῦ λέγει ὁ Ντεληγιάννης: «Τί μας τυραγνᾶτε ἔτσι; Ἂν θέλετε νὰ μᾶς σκοτώσετε, σκοτῶστε μας! Ἔτσι δὲ μποροῦμε πιὰ νὰ ζήσουμε!». Ὁ μπίμπασης ἐβγῆκε ἔξω θυμωμένος κ’ ἔσπασε στὸ ξύλο τοὺς δεσμοφύλακες. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ἐκείνη γινήκανε πιὸ μαλακοὶ στοὺς φυλακωμένους.
Κατὰ τὰ τέλη Ἀπριλίου, ὁ Κιαχαγέμπεης ἔφταξε στὴν Τρίπολη ἀπὸ τὴν Κόρινθο καὶ τὸ Ἄργος, ἀφοῦ ἔκαψε καὶ χάλασε ὅ,τι εὕρισκε μπροστά του. Εἶχε τρισήμιση χιλιάδες στρατιῶτες καὶ πολλοὺς αἰχμάλωτους. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς ἤτανε κι’ ἕνας φούρναρης, ποὺ τὸν ρίξανε στὴ φυλακή, ἐκεῖ ποὺ εἴχανε τοὺς δεσποτάδες καὶ τοὺς προεστούς, καὶ τοὺς ἐξιστόρησε ὅσα κάνανε οἱ Τοῦρκοι στὸν δρόμο, ξεκινώντας ἀπὸ τὴ Βοστίτσα (Αἴγιο).
Ἐκεῖνες τὶς μέρες βάλανε οἱ ἄπιστοι μπροστὰ στὴ φυλακὴ διακόσια παλούκια βαμμένα
κόκκινα, κι’ ὁ
Τατάραγας Χασάναγας φώναξε ἀπὸ τὸ παράθυρο τῆς φυλακῆς: «Τὰ μάθατε;». Κ’ οἱ δυστυχισμένοι ἀποκριθήκανε: «Δὲν μάθαμε τίποτα». Κ’ ἐκεῖνος ξαναεῖπε: «Τὸν Πατριάρχη σας τὸν κρεμάσανε στὴν Πόλη, μαζὶ μὲ τοὺς μεγάλους δεσποτάδες σας. Ἴνσαλλαχ (ὁ Θεὸς νὰ δώση) νὰ πάγω τὰ κεφάλια σας ἐγὼ στὴν Πόλη. Βλέπετε τὰ παλούκια, ὅλα κρεμεζὶ – κρεμεζὶ (κόκκινα – κόκκινα); Οὔλους θὰ σᾶς παλουκώσω, κ’ ἐσένα Παπαλέξη, θὰ σὲ κρεμάσουνε στὰ τσεγκέλια». Ὁ Παπαλέξης τοῦ εἶπε: «Ἂν θελήση ὁ Θεὸς θὰ μὲ κρεμάσετε στὰ τσεγκέλια (στοὺς γάντζους). Μὰ ἂν δὲν θελήση, δὲν θὰ μοῦ κάνετε τίποτα». Ὁ Τοῦρκος ἀποκρίθηκε: «Ἴνσαλλαχ!». Κι’ ὁ Παπαλέξης εἶπε κι’ αὐτὸς : «Ἴνσαλλαχ!».
Ὁ Παπαζαφειρόπουλος γράφει:
«Πανταχόθεν λοιπὸν
ἀπὸ δεινὰ καὶ φόβους περιστοιχιζόμενοι, ἐπήρχετο σ’ αὐτοὺς ἡ τῆς πασσαλώσεως ἰδέα, καὶ ὑποθέτοντες νοερῶς ἑαυτοὺς ἐπὶ τῶν πασσάλων, ἠσθάνοντο τὴν δριμύτητα καὶ τᾶς ἀλγηδόνας τᾶς ἐξ αὐτῶν ὡς εἰ πραγματικῶς ἔπασχον τοῦτο. Ἔλεγον δὲ καθ’ ἑαυτοὺς ἐν κλαυθμῷ: «Ὑπομένωμεν νὰ διέλθη διὰ τοῦ σώματός μας ὁ πάσσαλος καὶ ἀμέσως νὰ ἀποθάνωμεν. Ἀλλά, ἐὰν ζήσωμεν ἀπ’ αὐτοῦ ὁλοκλήρους ἡμέρας, ὁποία φρίκη δι’ ἠμᾶς, ὁποία δυστυχία, ὁποία βάσανος φοβερὰ καὶ ἀνυπόφορος!».
Κατὰ τὸ βράδυ πῆγε στὴ φυλακὴ ἕνας μπουλούκμπασης τοῦ Ἀχμὲτ - Δέμου, ἄνοιξε τὴν πόρτα κ’ εἶπε στὸν Δεσμοφύλακα: «Ποιὸς εἶναι ὁ Θοδωράκης Ντεληγιάννης;». Κ’ ἐκεῖνος τὸν ἔδειξε. Τότε ὁ μπουλούκμπασης πρόσταξε τὸν δεσμοφύλακα νὰ τοῦ βγάλη τὴν ἁλυσίδα, καὶ πῆρε κατὰ μέρος τὸν Ντεληγιάννη καὶ τοῦ εἶπε: «Χαιρετίσματα ἀπὸ τὸν μπέη. Τώρα ποὺ ἦρτε αὐτὸς ἐδῶ, μὴ φοβᾶσαι. Τὴ νύχτα θὰ σὲ βγάλη νὰ κουβεντιάσετε». Ὁ Ντεληγιάννης τὸν ρώτησε τότε: «Ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ μπέης»; Κι’ ὁ ἄλλος τ’ ἀποκρίθηκε: «Ὁ Ἀχμὲτ – Δέμος». Ὁ Ντεληγιάννης ἀποκρίθηκε: «Δὲν τὸν γνωρίζω». Ὁ μπουλούκμπασης εἶπε τότε: «Στὸν καιρὸ τοῦ Βελὴ – πασὰ δὲν γνώρισες τὸν Ἰμπραὴμ – Δέμο; Ἔ! Ἐκεινοῦ παιδὶ εἶναι». Τότε ὁ Ντεληγιάννης εἶπε μὲ χαρά: «Αὐτὸς ἤτανε ὁ πρῶτος φίλος μου. Μὲ γλύτωσε ἀπὸ τὴ φυλακὴ τοῦ Βελὴ – πασά. Πέστου λοιπὸν προσκυνήματα».
Κατὰ τὶς ὀχτὼ τὸ βράδυ ἔστειλε ὁ Ἀχμὲτ – Δέμος κι’ ἀνεβάσανε τὸν Ντεληγιάννη σ’ ἕνα δωμάτιο στὸ ἀπάνω πάτωμα, καὶ σὰν τὸν εἶδε, τοῦ εἶπε: «Φίλε μου, ὁ μπαμπάς μου σ’ ἄφησε χρόνους καὶ μ’ ἄφησε βασιγὲτ (παραγγελία) πρὶν πεθάνη, ἂν ἔρθω καμμιὰ φορᾶ στὸν Μοριά, νὰ φυλάξω τὸ σπίτι σας καὶ τὸ βιλαέτι σας (τὴν ἐπαρχία σας). Τώρα λοιπὸν εἶμαι σταλμένος ἀπὸ τὸν μεγάλον Χουρσὶτ – πασὰ σερασκέρης ἀπάνω σ’ ὅλο τὸ ἀσκέρι (στρατό), γιὰ νὰ κάνω τὸν πόλεμο τοῦ Μοριά. Γιὰ τοῦτο, φίλε μου, θέλω νὰ γράψης στὸ βιλαέτι σου, νάρθουν νὰ προσκυνήσουν καὶ νὰ τοὺς δώσω [ραγμπουγιουρντί],
νάρχουνται μέσα, νὰ
φέρουν ὅ,τι ἔχουν γιὰ πούλημα μὲ ὅσο παζάρι θέλουν. Κι’ ἂν κανεὶς τοὺς πάρη τὸ πράγμα μπενταβὰ (ἀπλήρωτο), νάρχουνται νὰ τοὺς πληρώνω ἐγώ, ὅσο θέλουνε, κ’ ἐγὼ κάνω καλὰ μ’ ἐκεῖνον ποὺ τὸ πῆρε, γιὰ νὰ μὴ ζημιώνεται ὁ ραγιάς». Ὁ Ντεληγιάννης ἀποκρίθηκε: «Μπέη ἐφέντη μου, ὁ Θεὸς νὰ σὲ πολυχρονίση. Ἠμεῖς εἴμαστε στὴ φυλακή, κι’ ἂν γράψουμε, δὲν θὰ μᾶς ἀκούσουν». Κι’ ὁ Τοῦρκος εἶπε: «Γράψε στ’ ἀδέρφια σου, κι’ ἂν δὲν σ’ ἀκούσουν κι’ αὐτοί, ἐσὺ μὴ φοβηθῆς τίποτα, τώρα ποὺ εἲμ’ ἐγὼ ἐδῶ». Τότε τοῦ λέγει ὁ Ντεληγιάννης: «Ἐγώ, μπέη μου, ἕνα φλυτζάνι αἷμα ἔχω, καὶ τί βγαίνη μ’ ἕναν ἄνθρωπο, ἂν ζήση, ἂν χαθῆ; Ἀλλὰ πρέπει νὰ πιάσουμε τὸ πράγμα μὲ γνώση. Βέβαια ὁ Θεὸς σὲ ἀπέστειλε, γιὰ νὰ οἰκονομηθῆ τὸ πράγμα καὶ νὰ μὴ χαθῆ ὁ λαὸς καὶ τὸ μούλκι (τὸ κτῆμα) τοῦ βασιλιᾶ. Κρίνω λοιπὸν λογικὸ νὰ μᾶς βγάλετε ἀπὸ τὴ φυλακὴ καὶ νὰ μᾶς ἀνεβάσετε ἀπάνω, γιὰ νὰ ἀκουστῆ πὼς μὲ τὸν ἐρχομό σας μᾶς ἐλευθερώσατε. Κ’ ὕστερα νὰ γράψουμε σ’ ὄλον τὸν Μοριὰ νάρθουνε ὅλα τὰ βιλαέτια νὰ προσκυνήσουνε, καὶ τότε πιὰ σὰν ἀπομείνουν μοναχὰ τρακόσιοι – πεντακόσιοι
κλέφτες, τοὺς
παίρνουμε μπροστὰ
Τοῦρκοι καὶ Ρωμηοί, καὶ τοὺς χαλᾶμε, καὶ θὰ παινευτοῦμε κι’ ἀπὸ τὸν κόσμο κι’ ἀπὸ τὸν σουλτάνο». Ὁ Ἀχμὲτ – Δέμος εἶπε τότε: «Αὐτὸ ποὺ λές, φίλε μου, μοῦ ἀρέσει. Ἄφησε νὰ κουβεντιάσουμε καὶ μὲ τοὺς γερλίστους (τοὺς ντόπιους) ἀγάδες, κι’ ἂν τὸ κρίνουν καλό, θὰ γίνη». Ἀφοῦ εἴπανε αὐτά, ὁ Ντεληγιάννης γύρισε στὴ φυλακή. Μὲ ὅσα εἶπε, εἶχε σκοπὸ νὰ κάνη νὰ χρονοτριβήσουνε οἱ Τοῦρκοι περιμένοντας ν’ ἀπαντήσουν ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες στὰ γράμματα ποὺ θὰ στέλνανε οἱ δεσποτάδες κι’ οἱ προύχοντες, ὥστε νὰ ἑτοιμασθοῦνε καλύτερα καὶ νὰ δυναμώσουνε οἱ Ἕλληνες.
Ἐπὶ τέσσερες μέρες κάνανε
συμβούλια οἱ
ἀγάδες μαζὶ μὲ τὸν Ἀχμὲτ – Δέμο, κι’ ἄλλοι παραδεχόντανε τὴ σκέψη τοῦ Ντεληγιάννη, κι’ ἄλλοι ὄχι. Στὸ τέλος, τὴν πέμπτη μέρα ἀποφασίσανε καὶ βγάλανε τοὺς δεσποτάδες καὶ τοὺς προύχοντες ἀπὸ τὸ μπουντρούμι, καὶ τοὺς ἀνεβάσανε στὸν ἀπάνω ὀντὰ ποὺ ἤτανε φυλακωμένοι στὴν ἀρχή. Στὸ μεταξὺ ὁ διερμηνέας Σταυράκης ἔγραψε τὰ γράμματα στὶς ἐπαρχίες, καὶ τὰ ὑπογράψανε ὅλοι οἱ ἀρχιερεῖς κ’ οἱ προύχοντες, καὶ τὰ πήρανε νὰ τὰ πάνε στὶς ἐπαρχίες σαράντα χριστιανοί, ποὺ μ’ αὐτὴ τὴν εὐκαιρία κερδίσανε τὴν λευτεριά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου