Τοῦ κ. Φώτη Κόντογλου.
Ἐλευθερία, 25-10-1964
(Α΄)
(πρώτη δημοσίευση από το ιστολόγιό μας)
Ὁ Χριστὸς εἶπε προφητικὰ στοὺς μαθητές του: «Ὅπως καταδιώξανε ἐμένα, θὰ καταδιώξουνε κ’ ἐσᾶς», «Εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν». (Ἰωάν. ἴε΄, 20). Καὶ γιὰ νὰ τυπωθοῦν τὰ λόγια του στὸν νοῦ τους, εἶπε: «Νὰ θυμόσαστε τὸν λόγο πού σας εἶπα, «Μνημονεύετε τοῦ λόγου οὐ ἐγὼ εἶπον ὑμίν».
Καὶ δὲν τὸ εἶπε αὐτὸ μία ἢ δυὸ φορές, ἀλλὰ πολλὲς φορές. Πρὶν νὰ πῆ τὰ λόγια ποὺ γράψαμε παραπάνω, εἶπε καὶ τοῦτα: «Ἂν ὁ κόσμος σας μισεῖ, ξέρετε πὼς ἐμένα μὲ μίσησε πρωτήτερα ἀπὸ ἐσᾶς». Καὶ στοὺς μακαρισμοὺς εἶπε: «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, μακάριοι ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ». (Μάτθ. ἔ΄, 10). Καὶ πάλι λέγει: «Προσέχετε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Γιατί θὰ σᾶς παραδώσουν σὲ συνέδρια καὶ στὶς συναγωγές τους καὶ θὰ σᾶς μαστιγώσουνε, καὶ θὰ σᾶς τραβήξουνε μπροστὰ σὲ ἡγεμόνες καὶ βασιλιάδες γιὰ μένα, γιὰ νὰ μαρτυρήσετε μπροστά τους καὶ μπροστὰ στοὺς εἰδωλολάτρες.
Καὶ θὰ παραδώση ἀδελφὸς ἀδελφὸ σὲ θάνατο καὶ πατέρας τὸ παιδί του… καὶ θάσαστε μισημένοι ἀπὸ ὅλους γιὰ τόνομά μου. Μὰ ἐκεῖνος ποὺ θὰ κάνη ὑπομονὴ ὡς τὸ τέλος, αὐτὸς θὰ σωθῆ». (Μάτθ. ἴ΄, 17). Καὶ πάλι ἀλλοῦ λέγει τὸ ἀληθινὸ στόμα τοῦ Κυρίου: «Θὰ βάλουνε ἀπάνω σας τὰ χέρια τους καὶ θὰ σᾶς καταδιώξουνε, παραδίνοντάς
σας σὲ
δικαστήρια καὶ
σὲ φυλακὲς γιὰ τόνομά μου. Κι’ αὐτὸ θὰ γίνη γιὰ νὰ μαρτυρήσετε τὴν πίστη σας. Βάλετε λοιπὸν στὶς καρδιές σας νὰ μὴ προμελετᾶτε τί θὰ ἀπολογηθῆτε, γιατί ἐγὼ θὰ σᾶς δώσω στόμα καὶ σοφία, ποὺ δὲ θὰ μπορέσουν νὰ ἀντιμιλήσουν μήτε νὰ ἀντισταθοῦνε ὅλοι οἱ ἀντίμαχοί σας». (Λούκ. κά΄, 12).
Λοιπόν, ὑπάρχει πιὸ σίγουρη καὶ βεβαιωμένη ἀπόδειξη πὼς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ ἀληθινὸς εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ καταδιωχθῆ γιὰ τόνομά του καὶ θὰ βασανισθῆ γιατί εἶναι χριστιανός, κι’ ὄχι ἐκεῖνος ποῦ δὲν παθαίνει τίποτα γιὰ τὴν πίστη του; Ἀληθινά, δὲν ὑπάρχει πραγματικὸς χριστιανὸς ποὺ δὲν τράβηξε κάποια μαρτύρια. Ἂν δὲν τὸν δείρουν ἢ δὲν τὸν βασανίσουν ἢ δὲν τὸν σφάξουν, ὡστόσο θὰ περάση ἀπὸ ἄλλα μαρτύρια, γιατί ἢ θὰ τὸν συκοφαντήσουν, ἢ θὰ τὸν πομπέψουν, «λέγοντες πᾶν πονηρὸν ρῆμα κατ’ ἐμοῦ, ψευδόμενοι ἕνεκεν τοῦ Χριστοῦ».
Ὥστε, ξαναλέγω, πὼς ἡ σίγουρη σφραγίδα πὼς πορεύεται κανεὶς στὸν δρόμο τοῦ Χριστοῦ, «τὴν τεθλιμμένην ὁδόν», εἶναι τὸ νὰ τὸν μισὴ καὶ νὰ τὸν καταδιώκη ὁ κόσμος, κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ ἴδιου του Χριστοῦ. Καλοπερασμένος κι’ ἀξέγνοιαστος χριστιανὸς δὲν γίνεται.
Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας καταδιώχθηκε καὶ καταδιώκεται ἀπὸ ἄπιστους κι’ ἀπὸ ψευδαδέλφους ψευτοχριστιανούς,
καὶ
θυσιασθήκανε γιὰ
τὴν πίστη
μυριάδες τέκνα της, στερεώνοντας τὴν
μὲ τὸ αἷμα τους. Αὐτὸ φανερώνει τρανώτατα πὼς αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἔχει ἀπάνω τῆς τὶς πληγὲς τοῦ Κυρίου της. Ἐνῶ τὸν παπισμὸ μήτε τὸν καταδίωξε ποτὲ κανένας, μήτε μάρτυρες ἔχει νὰ δείξη, ἀλλὰ τὸ ἀνάποδο, αὐτὸς καταδίωξε ἄλλους, κι’ ἀντὶ νὰ γίνη μάρτυρας γιὰ τόνομα τοῦ Χριστοῦ, ἔγινε δήμιος, κριτὴς κ’ ἐξουσιαστὴς ἀπὸ τοὺς πλέον σκληρούς. Γιὰ τοῦτο ἡ παπικὴ αἵρεση δὲν εἶναι Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καθόλου ὁλότελα. Αὐτὸ ἤθελε νὰ φανερώση ὁ πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης,
ποὺ τὸν θανατώσανε οἱ Τοῦρκοι, πληρωμένοι ἀπὸ τοὺς παπικούς, λέγοντας μὲ ἐπίγνωση καὶ μὲ δίκαιη ἔξαψη τοῦτα τὰ λόγια: «Ἂς λογιάσουν οἱ Λατίνοι ὅτι ἂν δὲν ἔχωμεν σοφίαν ἐξωτέραν (ἐξωτερικήν, κοσμικήν), ἔχομεν ὅμως χάριτι Χριστοῦ, σοφίαν ἐσωτέραν καὶ πνευματικήν, ἡ ὁποία στολίζει τὴν Ὀρθόδοξόν μας πίστιν, καὶ εἰς τοῦτο εἴμεσθεν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς Λατίνους εἰς τοὺς κόπους, εἰς τᾶς σκληραγωγίας καὶ εἰς τὸ νὰ σηκώνωμεν τὸν σταυρόν μας καὶ νὰ χύνωμεν τὸ αἷμα μας διὰ τὴν πίστιν καὶ ἀγάπην, τὴν πρὸς τὸν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστόν. Ἂν εἶχε βασιλεύση ὁ Τοῦρκος εἰς τὴν Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανοὺς ἐκεῖ δὲν (θά) εὕρισκες. Καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα τώρα τριακόσιους χρόνους
(1) εὑρίσκεται,
καὶ
κακοπαθούσιν οἱ
ἄνθρωποι
καὶ
βασανίζονται διὰ
νὰ στέκουν
εἰς τὴν πίστιν τῶν, καὶ λάμπει ἡ πίστις τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ μυστήριόν της εὐσεβείας, καὶ σεῖς μου λέγετε ὅτι δὲν ἔχομεν σοφίαν;Τὴν σοφίαν σου δὲν τὴν θέλω, ἐμπρὸς εἰς τὸν Σταυρὸν τοῦ Χριστοῦ».
Ἀκοῦς τί λέγει ὁ μάρτυρας Πατριάρχης, ποῦ ὁ ἴδιος, ὓστερ’ ἀπὸ λίγον καιρὸ πλήρωσε τὴν ὀρθόδοξη πίστη μὲ τὴ ζωή του; «Ἂν εἶχε βασιλέψει ὁ Τοῦρκος στὴ Φραγκιά, μοναχὰ δέκα χρόνια, δὲν θὰ βρισκόντανε ἐκεῖ χριστιανοί, γιατί θὰ εἴχανε ὅλοι ἀλλαξοπιστήσει. Ἐνῶ στὴν Ἑλλάδα τυραννᾶ τοὺς χριστιανοὺς τριακόσια χρόνια (τοὺς βασάνισε ὑστερώτερα κι’ ἄλλα ἑκατὸ χρόνια ἀπάνω – κάτω ὡς τὴν Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, κι’ ἄλλα ἑκατὸ χρόνια ὡς ποὺ ἐξόντωσε τὸν Χριστιανισμὸ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας), καὶ ὅμως, λέγει, ἀντέχουνε στὰ μαρτύρια καὶ κακοπαθοῦν, καὶ σφάζουνται καὶ κρεμάζουνται, καὶ λάμπει ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ κ’ ἡ εὐσέβεια, κ’ ἐσεῖς οἱ Φράγκοι μας λέτε πῶς δὲν ἔχουμε σοφία; (τὴν ἐξωτερικὴ κοσμικὴ σοφία μὲ τὰ Πανεπιστήμια καὶ μὲ τὶς μάταιες γνώσεις). Τὴν ψεύτικη σοφία σας δὲν τὴ θέλουμε, μπροστὰ στὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ἀληθινὴ σοφία».
Ναί. Ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε πὼς εἶναι δικοί του μαθητὲς ὅσοι ἀποχτήσουνε γνώσεις ἐπιστημονικὲς καὶ κάθε λογής, γιατί αὐτὲς εἶναι γιὰ τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ εἶναι προσωρινός,
«καταργούμενος», ἀλλὰ ὅσοι περπατᾶνε ἔχοντας γιὰ γνώση καὶ σοφία τὴ γνώση πού μας ἔδωσε Ἐκεῖνος μὲ τὴ διδαχή του, καὶ καταδιώκονται ἀπὸ τὸν κόσμο, καὶ τραβᾶνε μαρτύρια, ὅπως Ἐκεῖνος, γιὰ νὰ πάρουνε ἀπ’ Αὐτὸν τὸ ἀμάραντο στέφανο «τὸ διάδημα τοῦ αἰωνίου κάλλους ἐκ χειρὸς Κυρίου». Λοιπόν, ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, ἤγουν ἡ Ὀρθόδοξος, εἶναι ἡ μονάχη ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φορᾶ «ὡς πορφύραν καὶ βύσσον τὰ αἵματα τῶν μαρτύρων τῆς πίστεως», ποὺ ἀρχίσανε νὰ μαρτυροῦνε ἀπὸ τ’ ἀρχαία χρόνια καὶ μαρτυροῦν ὡς τὰ σήμερα.
Ἀληθινά, τὸ μαρτυρολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἀτελείωτο. Μὲ τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης, ἄνοιξε καινούριο βιβλίο στὸν οὐρανό, γιὰ νὰ γραφτοῦν οἱ μυριάδες ἀπὸ τοὺς νέους Μάρτυρες τῆς πίστεως. Κι’ ὅπως γίνεται συχνά, ἕνα πράγμα ποὺ τὸ βλέπει γιὰ κακὸ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὰ δικά του μάτια, νὰ τὸ γυρίζη σὲ καλὸ ὁ Κύριος, ἔτσι καὶ τότε ποὺ ἕσφιγγε ὁ Τοῦρκος τὴ δυστυχισμένη Κωνσταντινούπολη,
νὰ τὴν πνίξη, κι’ ὁ βασιλιὰς Ἰωάννης μὲ τὸν Πατριάρχη καὶ τοὺς ἄλλους κληρικοὺς πήγανε στὴν Ἰταλία μὲ τὴν ἀπόφαση νὰ ὑποταχθοῦνε στὸν Πάπα γιὰ νὰ πάρουνε ἀπ’ αὐτὸν βοήθεια, γυρίσανε πίσω ἄπραχτοι, γιατί ὁ Μάρκος ὁ Εὐγενικὸς κι’ ὁ πολὺς λαὸς δὲν θελήσανε τὴν ντροπιασμένη Ἕνωση, καὶ προτιμήσανε νὰ πάρη ὁ Τοῦρκος τὴν Πόλη, καὶ σκλαβώθηκε ἡ Χριστιανοσύνη, μὰ ἡ ὀρθόδοξη πίστη δὲν χάθηκε, ἀλλὰ καὶ περισσότερο δυνάμωσε, μὲ τὶς χιλιάδες ποὺ μαρτυρήσανε κι’ ἁγιάσανε, ποτίζοντας μὲ τὸ τίμιο αἷμα τοὺς τὰ θεόχτιστα θεμέλιά της.
Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς νεομάρτυρες εἶναι γραμμένοι σ’ ἕνα βιβλίο, ποὺ λέγεται «Νέον Μαρτυρολόγιον τῶν μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως
μαρτυρησάντων». Τὶς
ἱστορίες τῶν Νεομαρτύρων τὶς μάζεψε καὶ τὶς τύπωσε σ’ αὐτὸ τὸ βιβλίο ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης. Τὸ «Προοίμιον» τοῦ βιβλίου ἀρχίζει ἔτσι: «Ἂς εἶσαι εὐλογημένος καὶ δοξασμένος εἰς τοὺς αἰώνας, Κύριε ἠμῶν Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ μαρτυρήσας ἐπὶ Ποντίου τὴν καλὴν ὁμολογίαν, καὶ διὰ τοῦτο Πρωτομάρτυς ἀληθῶς καὶ τῶν ἀθλητῶν ἁπάντων πρωταθλητής, καὶ ὢν καὶ ὀνομαζόμενος, ὅτι καὶ εἰς τοὺς ὑστέρους τούτους καιροὺς εὐδόκησας ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός Σου νὰ γίνωνται νέοι μάρτυρες… Καὶ ταῦτα πότε; Ὅταν ὁ τοῦ Θεοῦ φόβος ἔλειψεν, ὅταν ἡ πίστις ἠσθένησεν, ὅταν ἡ ἐλπὶς ὀλιγόστευσεν. Ὅταν ἡ ἀρετὴ ἐξέλιπε καὶ ἡ κακία ἐπερίσσευσεν… Κατὰ ἀλήθειαν, τοῦτο εἶναι ἕνα θαῦμα παρόμοιον ὡσὰν νὰ βλέπη τίνας μέσα εἰς τὴν καρδίαν τοῦ χειμῶνος, ἐαρινὰ ἄνθη καὶ τριαντάφυλλα. Ἡ Ἁγία του Χριστοῦ Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἐντρυφὰ καὶ τρέφεται νοητῶς, ὄχι μόνον μὲ τὰ γεννήματα τῶν παλαιῶν Μαρτύρων, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ καινούρια τῶν νέων της Ἀθλητῶν… Μὰ τί λέγω μόνον ὅτι ἔτεκεν; Αὐτὴ καὶ μέχρι συντελείας τοῦ αἰῶνος ἔχει νὰ τίκτη τοιούτους νέους υἱοὺς καὶ Μάρτυρας… Οὗτοι δὲ εἶναι τέκνα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τὰ δόγματα ταύτης κατέχοντες.
Τώρα ἂς ἔλθουν καὶ τὰ μικρὰ παιδάρια νὰ κάμουν τὸ συμπέρασμα καὶ νὰ εἰποῦν ὅτι: καθὼς αὐτοὶ εἶναι ἅγιοι καὶ εὐάρεστοι τῷ Θεῷ, ἔτσι καὶ ἡ πνευματικῶς γεννήσασα αὐτοὺς Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία ἑπομένως εἶναι Ἅγια καὶ εὐάρεστος τῷ Θεῷ καὶ ταμιοῦχος τῆς θείας χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος… Ἀλλ’ ὢ νέοι του Χριστοῦ ἀθληταὶ καὶ Μάρτυρες, ἐσεῖς ἀληθῶς εἶσθε ὁ ἀνακαινισμὸς ὅλης της ὀρθοδόξου πίστεως. Ἐσεῖς εἶσθε ἡ δόξα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν αἱρετικῶν ἡ καταισχύνη καὶ ὁ ἔλεγχος».
Τέτοιοι νεομάρτυρες σταθήκανε καὶ ὁ ἀρχιεπίσκοπος τῆς Κύπρου Κυπριανὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀρχιερεῖς ποὺ μαρτυρήσανε κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, καὶ τὸ μαρτύριό τους, ποὺ τὸ ἐξιστόρησε στὸ ποίημά του μὲ τέτοιον θαυμαστὸ τρόπο ὁ ποιητὴς Βασίλης Μιχαηλίδης, τὸ γράψαμε στὴν «Ἐλευθερία» πρὶν ἀπὸ λίγες βδομάδες. Ὕστερα ἀπ’ αὐτό, καλὸ θάναι νὰ γράψουμε καὶ τὰ μαρτύρια ποὺ τραβήξανε μὲ γενναῖο φρόνημα κάποιοι ἄλλοι ἀρχιερεῖς, κατὰ τὸν ἴδιον καιρὸ ποὺ ἐπαναστάτησε ἡ Ἑλλάδα καταπάνω στὸν Τοῦρκο.
Ἂς τὰ μάθουνε ὅσοι δὲν τὰ ξέρουνε, γιὰ νὰ δοῦνε πὼς ἡ γῆς ποὺ πατοῦμε εἶναι ἁγιασμένη, ποτισμένη μὲ αἷμα ἀπάνω στὸ αἷμα.
Μὲ τὴν καρδιὰ γεμάτη ἀπὸ κατανυκτικὴ θλίψη, κάθησα κ’ ἔγραψα στὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ γλώσσα τὰ παρακάτω λόγια:
«Σκέπασον ἠμᾶς, Κύριε, ὑπὸ τὴν σκέπην τῶν πτερύγων Σου. Σύ, ὁ ἀετὸς ὁ μεγαλοπτέρυγος. Ἐπισύναξον ἠμᾶς ὡς ἡ ὄρνις, καὶ θέρμανον ἠμᾶς, ὡς ἠβουλήθης, πάλαι ποτέ, ποιῆσαι τοὶς ἀχαρίστοις Ἰουδαίοις, καὶ οὐκ ἠθέλησαν.
Καὶ ἀπεστράφη τὸ πρόσωπόν Σου ἀπ’ αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσας ἠμᾶς, τοὺς ἐξ ἐθνῶν, σπλαγχνισθεῖς ἐφ’ ἠμᾶς. Καὶ ἐφώτισας ἠμᾶς τοὺς Ἕλληνας, τοὺς προσκυνοῦντας λίθους, καὶ ἀνέστησας καὶ ἤγειρας ἐκ λίθων, φωτόμορφα τέκνα τοῦ Ἀβραάμ.
Καὶ ἐξήγαγες ἠμᾶς ἐκ σκότους ἀγνωσίας εἰς ἀναψυχήν, καὶ ἀπεστράφημεν ἀπὸ τῆς προγονικῆς ματαιότητος, καὶ κατέστησας ἐξ ἠμῶν κήρυκας τοῦ Ἁγίου Σου ὀνόματος εἰς πάσαν τὴν γῆν, διὰ τῆς ἡμετέρας γλώσσης διδάσκοντας τὸν λόγον Σου, ὡς πάλαι ποτὲ ἐφανέρωσας τὸ ἅγιον θέλημά Σου διὰ τῆς γλώσσης τῆς ὄνου τοῦ μάντεως Βαλαάμ.
Καὶ ἠγίασας τοὺς Ἕλληνας, καὶ κατέστησας αὐτοὺς λαόν Σου καὶ τέκνα τῆς υἱοθεσίας Σου, καὶ ἠξίωσας τὴν ἀρχαίαν ταύτην χώραν, τὴν ἐν φιλοσοφίᾳ πονηρευθείσαν ἀναγεννηθῆναι ἐν ἁγνότητι καὶ ἀνακαινίσει τοῦ νοός, διὰ τὸ
μέγα καὶ ἀνεξιχνίαστόν Σου ἔλεος.
Κατέστησας δὲ ταύτην κληρονόμον τῆς βασιλείας Σου, διὰ τοῦ αἵματος τῶν θυσιῶν τῶν ὑπὲρ τοῦ Παναγίου Ὀνόματός Σου προσφερομένων, μέχρι
τοῦ νῦν καὶ μέχρι τερμάτων αἰῶνος, χαρισάμενος αὐτὴ τὰ πρωτοτόκια τοῦ αἵματος τοῦ ὑπὲρ τῆς πίστεως ἐκχεομένου.
Καὶ ηὐλόγησας αὐτήν, ὥστε ἀναδύεσθαι ἐκ τῶν κόλπων αὐτῆς νέφη μαρτύρων, ἁγιαζόντων διὰ τοῦ αἵματος αὐτῶν πάσαν πόλιν καὶ κώμην, καὶ πάσαν νῆσον καὶ ἀκρωτήριον, καὶ πᾶν ὄρος καὶ φάραγγα καὶ ποταμὸν καὶ κρημνόν, καὶ δάσος καὶ δρυμόν, καὶ πᾶν φρούριον καὶ φυλακήν, καὶ πάντα λίθον καὶ πᾶν δένδρον καὶ χόρτον καὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ».
(1)
Τὰ ἔγραφε κατὰ τὰ 1750 περίπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου