Ἡ φυλακὴ τῆς Τριπολιτσᾶς.
Τοῦ κ. Φώτη Κόντογλου
Ἐλευθερία, 1-11-1964
Β΄
(πρώτη δημοσίευση από το ιστολόγιό μας)
Τὸν καιρὸ ποὺ σηκώθηκε σὲ ἐπανάσταση ἡ σκλαβωμένη Ἑλλάδα στὰ 1821, ὁ πασὰς τῆς Τριπολιτσᾶς πρόσταξε νὰ πᾶνε σ’ αὐτὴ τὴν πολιτεία οἱ δεσποτάδες καὶ οἱ προεστοὶ ἀπ’ ὅλες τὶς ἐπαρχίες τοῦ Μοριά. Μαζευτήκανε λοιπόν,
παρεκτὸς ἀπὸ τὸν Θόδωρο Ντεληγιάννη, ποὺ ἤτανε ὁ μόραγας, δηλαδὴ ὁ πρῶτος προύχοντας τοῦ Μοριά, καθὼς κι’ ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Τριπόλεως Δανιήλ,
ποὺ εἶχε μαζί του τὸν ἱεροδιάκονό του Ἰωσὴφ Ζαφειρόπουλο, οἱ παρακάτω ἐπίσημοι Γραικοί: ὁ Μονεμβασίας Χρύσανθος, ὁ Ἀνδρούσης Ἰωσήφ,
ὁ Ἀναστάσιος Μαυρομιχάλης γυιὸς τοῦ Πετρόμπεη, ὁ Πανάγος Κυριακὸς ἀπὸ τὴν Καλαμάτα, ὁ Χριστιανουπόλεως Γερμανός, ὁ Ἀναγνώστης Κωστόπουλος ἀπὸ τὰ Μηλιάκικα τῆς Μεσσηνίας, ὁ Γιαννάκης Τομαρᾶς κι’ ὁ Ἀντωνάκης Καραπατᾶς ἀπὸ τὴν Τριφυλλία, ὁ ἐπίσκοπος Ὠλένης Φιλάρετος, ὁ Γιάννης Βιλαέτης ἀπὸ τὸν Πύργο, ὁ Ἀνδρέας Καλαμογδάρτης ἀπὸ τὴν Πάτρα μαζὶ μὲ τὸν Μῆτρο Ροδόπουλο, ὁ Κορίνθου Κύριλλος μὲ τὸν Σωτηράκη Νοταρά, ὁ Ναυπλίου Γρηγόριος μὲ τὸν Γιάννη Περούκα, ὁ Γιαννούλης Καραμάνος ἀπὸ τὸν Πραστὸ τῆς Κυνουρίας, ὁ Κατανίτσας κι’ ὁ Μελέτιος ἀπὸ τὴ Σπάρτη, κι’ ὁ Δημητσάνης Φιλόθεος. Δὲν πήγανε στὴν Τριπολιτσά, ἀψηφώντας τὴν προσταγὴ τοῦ Πασᾶ, ὁ Παλαιῶν Πατρὼν Γερμανός, ὁ Ἀντρέας Ζαΐμης, ὁ Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, ὁ Ἀντρέας Λόντος, ὁ Κρεβατᾶς καὶ κάποιοι ἄλλοι. Εἴπανε πὼς θὰ πηγαίνανε στὸν Σουλτάνο στὴν Πόλη.
Τὸ ἱστορικὸ τοῦτο, ποὺ θὰ βάλουμε κάμποσο ἐδῶ, γιατί εἶναι πολὺ συγκινητικὸ καὶ σπουδαῖο, καὶ γι’ αὐτὸ ἀξίζει νὰ τὸ διαβάσουν πολλοί, τὸ ἔγραψε ὁ διάκος τοῦ μητροπολίτη Τριπόλεως Ἰωσὴφ Ζαφειρόπουλος, καὶ τὸ ἔχει γράψει πολὺ ἔμορφα, μὲ ὅλα τὰ καθέκαστα, ποὺ φανερώνουν τί μαρτύρια
τραβήξανε αὐτοὶ οἱ μάρτυρες.
Ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους τοὺς κλείσανε σ’ ἕναν ὀντὰ (δωμάτιο), μέσα στὸ σεράγι (διοικητήριο). Τὴ μέρα τοῦ Πάσχα, οἱ Τοῦρκοι σκοτώσανε τριαντατρεις Ἕλληνες στὶς Κερασιές, καὶ κυριέψανε δυὸ σημαῖες. Τὰ κεφάλια τῶν σκοτωμένων τὰ πήγανε στὴν Τριπολιτσά, μαζὶ μὲ τὶς σημαῖες, καθὼς καὶ τοὺς αἰχμάλωτους Θεοφίλη Γουλέ, ἀπὸ τὸν Λογκανίκο, τὸν Παῦλο Δημητρόπουλο ἀπὸ τὸν Βασσαρὰ τῆς Σπάρτης καὶ τὸν ἱερέα Παναγιώτη Σακελλαρίου μὲ τὸν γυιὸ τοῦ Ἠλία. Αὐτοὺς τοὺς φυλακώσανε στὴν ἴδια φυλακὴ μὲ τοὺς προύχοντες, ἀλλὰ σὲ ἄλλον ὀντά. Τὰ κεφάλια τῶν σκοτωμένων τὰ βάλανε μπροστὰ στὴ φυλακή, γιὰ νὰ τὰ βλέπουνε οἱ φυλακωμένοι, κ’ εἴπανε στὸν δραγουμάνο (διερμηνέα) νὰ διαβάση μία ἐπιγραφὴ ποὺ ἔλεγε ποιοὶ ἤτανε. Κ’ ἐκεῖνος, ἀφοῦ τὴ διάβασε, διάβασε μὲ δυνατὴ φωνὴ τὰ γράμματα ποὺ ἤτανε γραμμένα ἀπάνω στὶς σημαῖες «Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾶ».
Τὴ λαμπροπέμπτη ἐκστρατέψανε οἱ Τοῦρκοι καταπάνω στὸ Λεβίδι, μὰ τοὺς νικήσανε οἱ Ἕλληνες, κι’ ἀνάμεσα στοὺς σκοτωμένους Τούρκους ἤτανε καὶ ἐξ ἀπὸ κείνους ποὺ φυλάγανε στὴ φυλακή. Οἱ τρεῖς σκοτωθήκανε, οἱ ἄλλοι τρεῖς λαβωθήκανε βαρειὰ καὶ τοὺς ἀκούγανε νὰ φωνάζουν καὶ νὰ βογκοῦν ἀπὸ τὸν πόνο, γιατί τοὺς εἴχανε βάλει σ’ ἕναν ὀντὰ κοντὰ στὴν ὀξώπορτα τοῦ σεραγιοῦ, ὡς ποὺ πεθάνανε. Οἱ Τοῦρκοι ἤτανε ἐξαγριωμένοι ἀπὸ τὸ κακὸ ποὺ πάθανε καὶ βρίζανε τοὺς φυλακωμένους δεσποτάδες καὶ προεστούς, ποὺ φοβηθήκανε μήπως τοὺς σκοτώσουνε.
Τὸ Σάββατο, κατὰ τὸ μεσημέρι, πῆγε στὴ φυλακὴ ὁ καβάσμπασης κ’ εἶπε νὰ πᾶνε οἱ διάκοι κ’ οἱ ὑπηρέτες γιὰ νὰ τοὺς ρωτήση ὁ καϊμακάμης. Πήγανε λοιπὸν μαζί του ὁ διάκος τοῦ Τριπόλεως Ἰωσήφ, ὁ Γρηγόριος τοῦ Μονεμβασίας, ὁ Ἰωαννίκιος τοῦ Ὠλένης, ὁ σωματοφύλακας τοῦ Μαυρομιχάλη Γαλάνης κ’ ἕνας Κωνσταντῖνος, ἀνεψιὸς τοῦ Παπαλέξη. Στὸ ἁπλόχωρο γραφεῖο τοῦ Καϊμακάμη στεκόντανε πλῆθος ἀπὸ μπέηδες κι’ ἀγάδες, μαζὶ μὲ τοὺς σωματοφύλακές τους. Στὴν αὐλὴ καὶ στὰ χαγιάτια ἤτανε τόσο τουρκομάνι ἁρματωμένο, ποὺ μὲ δυσκολία περνοῦσε ἄνθρωπος.
Στὸν ὀντὰ τοῦ καϊμακάμη εἴδανε ἕναν ἄνθρωπο δεμένον νὰ στέκεται μπροστὰ στὸν καϊμακάμη, κ’ ἕνας Κιαμὴλ – μπέης τὸν ρωτοῦσε, ἐπειδὴ αὐτὸς ἤξερε τὰ ἑλληνικά. Ὁ δεμένος ἤτανε ψευτομάρτυρας, κ’ εἶπε πὼς γνώρισε τὸν Κωνσταντῖνο, τὸ ἀνήψι τοῦ Παπαλέξη καὶ πὼς τὸν ἔστειλε στὸ Λεβίδι νὰ εἰδοποιήση τοὺς Ρωμηοὺς νὰ κάνουνε δυνατὰ ταμπούρια, ἐπειδὴ θὰ πηγαίνανε νὰ τοὺς πολεμήσουν ἐξ χιλιάδες Τοῦρκοι μὲ κανόνια. Ὁ Κωνσταντῖνος τοῦ εἶπε: «Δὲν σὲ γνωρίζω, Τοῦρκος εἶσαι ἢ Ρωμηός». Ὕστερα βάλανε μέσα στὸν ὀντὰ ἕναν ἄλλο χριστιανό, κι’ ὁ ψευτομάρτυρας εἶπε πὼς κι’ ἐκεῖνος ἤτανε σπιοῦνος, κι’ ὁ Καϊμακάμης πρόσταξε νὰ τοὺς κατεβάσουνε στὴν αὐλή. Ὕστερα βγῆκε ὁ καϊμακάμης στὸ παράθυρο μαζὶ μὲ τὸν Κιαμὴλ – μπέη, κι’ ὁ μπέης φώναξε: «Μαρτυρᾶτε, μπρέ, νὰ γλυτῶστε τὴ ζωή σας». Κ’ ἐκεῖνοι εἴπανε ἄφοβα: «Ἐμεῖς ψέματα δὲν λέμε, κι’ ὅ,τι θέλετε κάνετε». Ἀμέσως δόθηκε διαταγὴ νὰ τοὺς ἀποκεφαλίσουν, καὶ τοὺς κόψανε τὰ κεφάλια μπροστὰ στὸ τουρκομάνι, στοὺς διάκους καὶ στὸν Γαλάνη. Τοῦ Κωνσταντίνου τὸ κεφάλι κόπηκε μ’ ἕνα μοναχὰ χτύπημα, μὰ τοῦ ἀλλουνοῦ μὲ τρία. Οἱ ἄλλοι τρέμανε ἀπὸ τὸ φόβο τους καὶ σηκωθήκανε οἱ τρίχες τοῦ κεφαλιοῦ τους. Ὁ Κιαμὴλ – μπέης τοὺς εἶπε: «Μὴ φοβόσαστε, δὲ θὰ σᾶς χαλάσουμε».
Σὰν γυρίσανε στὴ φυλακὴ οἱ διάκοι κι’ ὁ Γαλάνης, βρήκανε τὸν Θόδωρο Ντεληγιάννη νὰ δίνη στὸν καθένα ἀπὸ τοὺς φυλακωμένους ρούμι, καὶ νὰ τοὺς λέγη: «Μὴ φοβάστε. Ἂν εἶναι ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ νὰ μᾶς κόψουν, γλυκύτερος θάνατος ἀπὸ τοῦ σπαθιοῦ δὲν εἶναι ἄλλος». Σὲ λίγο εἴδανε ἀπὸ τὸ παράθυρο τέσσερες Ὁβραίους νὰ σέρνουνε ἀπὸ τὰ πόδια μπρούμυτα τὰ κουφάρια τῶν ἀποκεφαλισμένων καὶ νὰ περνοῦν μπροστὰ ἀπὸ τὴ φυλακή. Ὁ τατάραγας πρόσταξε νὰ μὴν πᾶνε παραπέρα, γιὰ νὰ φοβηθοῦνε τὰ χαρέμια τοῦ πασᾶ. Γιὰ τοῦτο τὰ τραβήξανε κατὰ τὴν ἀπάνω πόρτα τοῦ σεραγιοῦ, καὶ βγάζοντας τὰ ἀπὸ κεῖ, τὰ ρίξανε ἔξω.
Τὴν Κυριακή του Θωμά, μπήκανε στὴ φυλακὴ οἱ στρατιῶτες ποὺ φυλάγανε τὴν ἀπάνω καὶ τὴν κάτω φυλακή, κ’ εἴπανε στοὺς φυλακωμένους: «Κάλκ!», δηλαδὴ «Σηκωθῆτε!». Ἀμέσως σηκωθήκανε ἀπάνω ὅλοι καὶ συγχωρούσανε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Ἀπάνω σ’ αὐτὰ μπῆκε μέσα ὁ δραγουμάνος (διερμηνέας). Τότε
ὁ δεσπότης
τῆς
Τριπόλεως Δανιὴλ
τοῦ εἶπε μὲ δακρυσμένα μάτια: «Ἄρχοντα, στὴ ζωή σου, ὁ Θεὸς νὰ σὲ πολυχρονίση, παρακάλεσε τὸν ἀφέντη σου νὰ μᾶς θανατώση τὸ πρωΐ. Γιατί γνωρίζεις, σὰν χριστιανός, ὅτι ἡ θρησκεία μας ἀπαιτεῖ νὰ μεταλάβωμεν καὶ νὰ ἐξομολογηθῶμεν πρὸ τοῦ θανάτου μας. Ἠμεῖς ὅμως θὰ κοινωνήσωμεν ταύτην τὴν νύκτα, ἐπειδὴ ἔχομεν μαζί μας τὸ ἅγιον ἀρτοφόριον». Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «Βαλαΐ, μπιλαΐ, μὰ τὸ κεφάλι τοῦ πατισάχ, δὲν θὰ σᾶς θανατώσουν, ἀλλὰ θὰ σᾶς κατεβάσουν κάτω». Τοὺς κατέβασαν λοιπὸν στὴν κάτω φυλακὴ παρεκτὸς τοῦ Ἀναστάση Μαυρομιχάλη καὶ τοῦ Ἀνδρέα Καλαμογδάρτη, ποὺ τοὺς πήγανε στὸν ὀντὰ τῶν σαράφηδων (ἀργυραμοιβῶν). Τὸν Μῆτρο Ροδόπουλο τὸν ἐπῆρε ἕνας Μουσταφάμπεης, γιατί ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ ἀρνήθηκε, ἀλλοίμονο, τὴν πίστη του. Τὸν Κορίνθου Κύριλλο καὶ τὸν Σωτηράκη Νοταρά, τοὺς ἐπῆρε ὁ Κιαμὴλ – μπέης.
Ἡ κάτω φυλακὴ ἤτανε ἕνα φριχτὸ μπουντρούμι. Ὁ διάκος Ζαφειρόπουλος κατέβηκε
βαστώντας τὸ
ὠμοφόριο
τοῦ δεσπότη
του καὶ τὸ ἀρτοφόριον. Μπήκανε λοιπὸν σὲ κεῖνον τὸν τάφο. Ἤτανε ἕνας μεγάλος ὀντὰς κάτω ἀπὸ τὸ σεράγι, ἀριστερὰ ἀπὸ τὴ μεγάλη καστρόπορτα, ποὺ βρισκότανε στὸ βορεινὸ μέρος τῆς πολιτείας. Ἡ φυλακὴ εἶχε σανιδένιο πάτωμα, καὶ στὴ μέση εἶχε ἕνα μακρὺ δοκάρι, ἀπὸ τὸν ἕναν τοῖχο ὡς τὸν ἄλλον. Ἀπάνω σ’ αὐτὸ τὸ δοκάρι ἤτανε ἰσοφελιασμένο ἕνα ἄλλο, ποὺ ἤτανε βιδωμένο μὲ τὸ ἀποκάτω δοκάρι μὲ μία θελειὰ ποὺ βρισκότανε στὴ μία ἄκτη, καὶ τὸ ἀνεβοκατεβάζανε ὅσο θέλανε. Στὴν ἄλλη ἄκρη ὑπῆρχε μία κλειδαριὰ ποὺ ἔδενε γερὰ τὰ δυὸ δοκάρια. Ἀπάνω στὸ κάθε δοκάρι ὑπήρχανε μισοστρόγγυλες κάμποσες
τρύπες, καὶ
σὰν ἔσμιγε τὸ ἕνα δοκάρι κοντὰ στ’ ἄλλο, οἱ τρύπες γινόντανε στρογγυλὲς ποὺ χωροῦσε ἡ καθεμιὰ τὸ ποδάρι ἑνὸς ἀνθρώπου. Αὐτὸ τὸ βασανιστικὸ ἐργαλεῖο τὸ ξέρανε οἱ ραγιάδες μὲ τόνομα «Κούτσουρο», καὶ μ’ αὐτὸ σφίγγανε τὰ ποδάρια τῶν δυστυχισμένων. Κι’ ἀναλόγως τὸ πόσο θέλανε οἱ βασανιστὲς νὰ βασανίσουνε τὸν κατάδικο, βάζανε τὰ πόδια του ἢ σὲ δυὸ τρύπες, τὴ μία κοντὰ στὴν ἄλλη, ἢ σὲ δυὸ ἄλλες ποὺ ν’ ἀπέχουνε περισσότερο ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, καὶ τὸ πιὸ σκληρὸ βασάνισμα ἤτανε νὰ βάλουνε τὰ ποδάρια του σὲ δυὸ τρύπες ποὺ νὰ εἶναι πολὺ μακρυὰ ἡ μία ἀπὸ τὴν ἄλλη, τόσο ποὺ σκιζότανε τὸ κορμὶ ἐκεινοῦ τοῦ δυστυχισμένου ἀπὸ τὸ τέντωμα στὸ πίσω μέρος. Ἤτανε κι’ ἕνα ἄλλο «κούτσουρο» ἴδιο μὲ τὸ μεγάλο ἀλλὰ μικρότερο, ποὺ κειτότανε σὲ μία γωνιά, καὶ κοντὰ σ’ αὐτὸ ἕνας κάδος, ἕνα σαρδελλοβάρελο, καὶ κάμποσα οὐροδοχεῖα. Σ’ αὐτὸ τὸ σκοτεινὸ μπουντρούμι ὑπῆρχε μοναχὰ ἕνα παράθυρο, φραγμένο μὲ σταυρωτὰ σίδερα.
Σὰν μπήκανε μέσα οἱ δεσποτάδες κι’ οἱ προύχοντες, οἱ Τοῦρκοι τοὺς δέσανε μὲ μία μακρυὰ ἁλυσίδα μὲ τοῦτον τὸν τρόπο. Στοῦ καθενὸς τὸν λαιμὸ βάλανε ἕναν χοντρὸν χαλκά, ποὺ ἄνοιγε ἀπὸ τὸ πίσω μέρος γιὰ νὰ περάση τὸ κεφάλι, κ’ ὕστερα σφαλνοῦσε μ’ ἕνα στριφνάρι. Ἀπ’ αὐτὸν τὸν χαλκὰ κατεβαίνανε δυὸ ἄλλοι μεγάλοι χαλκάδες, κι’ αὐτοὶ ἤτανε ἡνωμένοι μ’ ἕναν χαλκὰ πιὸ μικρόν. Ἀπὸ τοὺς δυὸ μεγάλους χαλκάδες περνοῦσε ἡ ἁλυσίδα, ποὺ ἤτανε χοντρὴ ἴσαμε ἕνα ἀντρίκιο χέρι καὶ κρεμότανε ἀπάνω στὸ στῆθος, δεμένη δεξιὰ κι’ ἀριστερὰ μὲ τοὺς ἄλλους κατάδικους. Ἔτσι μπαγλαρωμένοι περάσανε αὐτοὶ οἱ μάρτυρες τὴν πρώτη νύχτα.
Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωΐ βγάλανε τοὺς δεκαοχτὼ ὑπηρέτες καὶ σωματοφύλακες ποὺ τοὺς εἴχανε φυλακωμένους σὲ ἄλλον ὀντά, δεκατρεῖς μέρες πρίν, δεμένους στὴν ἁλυσίδα, καὶ τοὺς τουφεκίσανε ἔξω ἀπὸ τὴν πολιτεία, γιὰ νὰ ἀδειάση ἡ ἁλυσίδα, ὥστε νὰ δέσουνε μ’ αὐτὴ τοὺς δεκαοχτὼ διάκους, ὑπηρέτες καὶ αἰχμάλωτους ποὺ ἤτανε μαζὶ μὲ τοὺς δεσποτάδες καὶ τοὺς προεστούς. Ἀφοῦ τοὺς σκοτώσανε λοιπόν, προστάξανε
τέσσερες στρατιῶτες
νὰ
κουβαλήσουνε στὴ
φυλακὴ τὴν ἁλυσίδα, κι’ αὐτοὶ τὴ βάλανε ἀπάνω σὲ δυὸ δοκάρια καὶ τὴν πήγανε, σηκώνοντας τὰ στὸν ὦμο τους. Ἄλλοι Τοῦρκοι κόψανε τὰ κεφάλια τῶν σκοτωμένων καὶ τὰ ἀραδειάσανε γιὰ νὰ τὰ βλέπουνε οἱ φυλακωμένοι κοντὰ στὴν ἁλυσίδα. Κι’ ὅσοι Τοῦρκοι βρισκόντανε ἐκεῖ, λέγανε: «Αὔριο ἀποφασίσαμε νὰ κάνουμε κιμὰ κι’ αὐτὰ τὰ γουρούνια ποὺ εἶναι ἐδῶ μέσα, καὶ νὰ τὰ ρίξουμε στὰ σκυλιὰ νὰ τὰ φάνε». Δέσανε στὴν ἁλυσίδα καὶ τοὺς δεκαοχτὼ παραγυιοὺς ποὺ εἴπαμε, ὅπως ἤτανε δεμένα τ’ ἀφεντικά τους.
Ἀκούγοντας αὐτὰ οἱ φυλακωμένοι, περιμένανε πιὰ τὸν θάνατο. Κοινωνήσανε λοιπὸν τὰ ἄχραντα μυστήρια, καὶ καρτερούσανε ἄφοβα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου