Τρίτη 19 Μαρτίου 2013

Ἀτελεύτητο μαρτυρολόγιο (Β΄). Ἡ φυλακὴ τῆς Τριπολιτσᾶς. Τοῦ κ. Φώτη Κόντογλου


τελεύτητο μαρτυρολόγιο (Β΄).
φυλακ τς Τριπολιτσς.
Το κ. Φώτη Κόντογλου
λευθερία, 1-11-1964

Β΄

(πρώτη δημοσίευση από το ιστολόγιό μας)


            Τν καιρ πο σηκώθηκε σ πανάσταση σκλαβωμένη λλάδα στ 1821, πασς τς Τριπολιτσς πρόσταξε ν πνε σ’ ατ τν πολιτεία ο δεσποτάδες κα ο προεστο π’ λες τς παρχίες το Μοριά. Μαζευτήκανε λοιπόν, παρεκτς π τν Θόδωρο Ντεληγιάννη, πο τανε μόραγας, δηλαδ πρτος προύχοντας το Μοριά, καθς κι’ π τν μητροπολίτη Τριπόλεως Δανιήλ, πο εχε μαζί του τν εροδιάκονό του ωσφ Ζαφειρόπουλο, ο παρακάτω πίσημοι Γραικοί: Μονεμβασίας Χρύσανθος, νδρούσης ωσήφ,
ναστάσιος Μαυρομιχάλης γυις το Πετρόμπεη, Πανάγος Κυριακς π τν Καλαμάτα, Χριστιανουπόλεως Γερμανός, ναγνώστης Κωστόπουλος π τ Μηλιάκικα τς Μεσσηνίας, Γιαννάκης Τομαρς κι’ ντωνάκης Καραπατς π τν Τριφυλλία, πίσκοπος λένης Φιλάρετος, Γιάννης Βιλαέτης π τν Πύργο, νδρέας Καλαμογδάρτης π τν Πάτρα μαζ μ τν Μτρο Ροδόπουλο, Κορίνθου Κύριλλος μ τν Σωτηράκη Νοταρά, Ναυπλίου Γρηγόριος μ τν Γιάννη Περούκα, Γιαννούλης Καραμάνος π τν Πραστ τς Κυνουρίας, Κατανίτσας κι’ Μελέτιος π τ Σπάρτη, κι’ Δημητσάνης Φιλόθεος. Δν πήγανε στν Τριπολιτσά, ψηφώντας τν προσταγ το Πασ, Παλαιν Πατρν Γερμανός, ντρέας Ζαΐμης, Σωτήρης Θεοχαρόπουλος, ντρέας Λόντος, Κρεβατς κα κάποιοι λλοι. Επανε πς θ πηγαίνανε στν Σουλτάνο στν Πόλη.
            Τ στορικ τοτο, πο θ βάλουμε κάμποσο δ, γιατί εναι πολ συγκινητικ κα σπουδαο, κα γι’ ατ ξίζει ν τ διαβάσουν πολλοί, τ γραψε διάκος το μητροπολίτη Τριπόλεως ωσφ Ζαφειρόπουλος, κα τ χει γράψει πολ μορφα, μ λα τ καθέκαστα, πο φανερώνουν τί μαρτύρια τραβήξανε ατο ο μάρτυρες.
            λους ατος τος νθρώπους τος κλείσανε σ’ ναν ντ (δωμάτιο), μέσα στ σεράγι (διοικητήριο). Τ μέρα το Πάσχα, ο Τορκοι σκοτώσανε τριαντατρεις λληνες στς Κερασιές, κα κυριέψανε δυ σημαες. Τ κεφάλια τν σκοτωμένων τ πήγανε στν Τριπολιτσά, μαζ μ τς σημαες, καθς κα τος αχμάλωτους Θεοφίλη Γουλέ, π τν Λογκανίκο, τν Παλο Δημητρόπουλο π τν Βασσαρ τς Σπάρτης κα τν ερέα Παναγιώτη Σακελλαρίου μ τν γυι το λία. Ατος τος φυλακώσανε στν δια φυλακ μ τος προύχοντες, λλ σ λλον ντά. Τ κεφάλια τν σκοτωμένων τ βάλανε μπροστ στ φυλακή, γι ν τ βλέπουνε ο φυλακωμένοι, κ’ επανε στν δραγουμάνο (διερμηνέα) ν διαβάση μία πιγραφ πο λεγε ποιο τανε. Κ’ κενος, φο τ διάβασε, διάβασε μ δυνατ φων τ γράμματα πο τανε γραμμένα πάνω στς σημαες «ησος Χριστς νικ».
            Τ λαμπροπέμπτη κστρατέψανε ο Τορκοι καταπάνω στ Λεβίδι, μ τος νικήσανε ο λληνες, κι’ νάμεσα στος σκοτωμένους Τούρκους τανε κα ξ π κείνους πο φυλάγανε στ φυλακή. Ο τρες σκοτωθήκανε, ο λλοι τρες λαβωθήκανε βαρει κα τος κούγανε ν φωνάζουν κα ν βογκον π τν πόνο, γιατί τος εχανε βάλει σ’ ναν ντ κοντ στν ξώπορτα το σεραγιο, ς πο πεθάνανε. Ο Τορκοι τανε ξαγριωμένοι π τ κακ πο πάθανε κα βρίζανε τος φυλακωμένους δεσποτάδες κα προεστούς, πο φοβηθήκανε μήπως τος σκοτώσουνε.
            Τ Σάββατο, κατ τ μεσημέρι, πγε στ φυλακ καβάσμπασης κ’ επε ν πνε ο διάκοι κ’ ο πηρέτες γι ν τος ρωτήση καϊμακάμης. Πήγανε λοιπν μαζί του διάκος το Τριπόλεως ωσήφ, Γρηγόριος το Μονεμβασίας, ωαννίκιος το λένης, σωματοφύλακας το Μαυρομιχάλη Γαλάνης κ’ νας Κωνσταντνος, νεψις το Παπαλέξη. Στ πλόχωρο γραφεο το Καϊμακάμη στεκόντανε πλθος π μπέηδες κι’ γάδες, μαζ μ τος σωματοφύλακές τους. Στν αλ κα στ χαγιάτια τανε τόσο τουρκομάνι ρματωμένο, πο μ δυσκολία περνοσε νθρωπος.
            Στν ντ το καϊμακάμη εδανε ναν νθρωπο δεμένον ν στέκεται μπροστ στν καϊμακάμη, κ’ νας Κιαμλ – μπέης τν ρωτοσε, πειδ ατς ξερε τ λληνικά. δεμένος τανε ψευτομάρτυρας, κ’ επε πς γνώρισε τν Κωνσταντνο, τ νήψι το Παπαλέξη κα πς τν στειλε στ Λεβίδι ν εδοποιήση τος Ρωμηος ν κάνουνε δυνατ ταμπούρια, πειδ θ πηγαίνανε ν τος πολεμήσουν ξ χιλιάδες Τορκοι μ κανόνια. Κωνσταντνος το επε: «Δν σ γνωρίζω, Τορκος εσαι Ρωμηός». στερα βάλανε μέσα στν ντ ναν λλο χριστιανό, κι’ ψευτομάρτυρας επε πς κι’ κενος τανε σπιονος, κι’ Καϊμακάμης πρόσταξε ν τος κατεβάσουνε στν αλή. στερα βγκε καϊμακάμης στ παράθυρο μαζ μ τν Κιαμλ – μπέη, κι’ μπέης φώναξε: «Μαρτυρτε, μπρέ, ν γλυτστε τ ζωή σας». Κ’ κενοι επανε φοβα: «μες ψέματα δν λέμε, κι’ ,τι θέλετε κάνετε». μέσως δόθηκε διαταγ ν τος ποκεφαλίσουν, κα τος κόψανε τ κεφάλια μπροστ στ τουρκομάνι, στος διάκους κα στν Γαλάνη. Το Κωνσταντίνου τ κεφάλι κόπηκε μ’ να μοναχ χτύπημα, μ το λλουνο μ τρία. Ο λλοι τρέμανε π τ φόβο τους κα σηκωθήκανε ο τρίχες το κεφαλιο τους. Κιαμλ – μπέης τος επε: «Μ φοβόσαστε, δ θ σς χαλάσουμε».
            Σν γυρίσανε στ φυλακ ο διάκοι κι’ Γαλάνης, βρήκανε τν Θόδωρο Ντεληγιάννη ν δίνη στν καθένα π τος φυλακωμένους ρούμι, κα ν τος λέγη: «Μ φοβάστε. ν εναι πόφαση το Θεο ν μς κόψουν, γλυκύτερος θάνατος π το σπαθιο δν εναι λλος». Σ λίγο εδανε π τ παράθυρο τέσσερες βραίους ν σέρνουνε π τ πόδια μπρούμυτα τ κουφάρια τν ποκεφαλισμένων κα ν περνον μπροστ π τ φυλακή. τατάραγας πρόσταξε ν μν πνε παραπέρα, γι ν φοβηθονε τ χαρέμια το πασ. Γι τοτο τ τραβήξανε κατ τν πάνω πόρτα το σεραγιο, κα βγάζοντας τ π κε, τ ρίξανε ξω.
            Τν Κυριακή του Θωμά, μπήκανε στ φυλακ ο στρατιτες πο φυλάγανε τν πάνω κα τν κάτω φυλακή, κ’ επανε στος φυλακωμένους: «Κάλκ!», δηλαδ «Σηκωθτε!». μέσως σηκωθήκανε πάνω λοι κα συγχωρούσανε νας τν λλον. πάνω σ’ ατ μπκε μέσα δραγουμάνος (διερμηνέας). Τότε δεσπότης τς Τριπόλεως Δανιλ το επε μ δακρυσμένα μάτια: «ρχοντα, στ ζωή σου, Θες ν σ πολυχρονίση, παρακάλεσε τν φέντη σου ν μς θανατώση τ πρωΐ. Γιατί γνωρίζεις, σν χριστιανός, τι θρησκεία μας παιτε ν μεταλάβωμεν κα ν ξομολογηθμεν πρ το θανάτου μας. μες μως θ κοινωνήσωμεν ταύτην τν νύκτα, πειδ χομεν μαζί μας τ γιον ρτοφόριον». κενος ποκρίθηκε: «Βαλαΐ, μπιλαΐ, μ τ κεφάλι το πατισάχ, δν θ σς θανατώσουν, λλ θ σς κατεβάσουν κάτω». Τος κατέβασαν λοιπν στν κάτω φυλακ παρεκτς το ναστάση Μαυρομιχάλη κα το νδρέα Καλαμογδάρτη, πο τος πήγανε στν ντ τν σαράφηδων (ργυραμοιβν). Τν Μτρο Ροδόπουλο τν πρε νας Μουσταφάμπεης, γιατί π τν φόβο το ρνήθηκε, λλοίμονο, τν πίστη του. Τν Κορίνθου Κύριλλο κα τν Σωτηράκη Νοταρά, τος πρε Κιαμλ – μπέης.
            κάτω φυλακ τανε να φριχτ μπουντρούμι. διάκος Ζαφειρόπουλος κατέβηκε βαστώντας τ μοφόριο το δεσπότη του κα τ ρτοφόριον. Μπήκανε λοιπν σ κενον τν τάφο. τανε νας μεγάλος ντς κάτω π τ σεράγι, ριστερ π τ μεγάλη καστρόπορτα, πο βρισκότανε στ βορειν μέρος τς πολιτείας. φυλακ εχε σανιδένιο πάτωμα, κα στ μέση εχε να μακρ δοκάρι, π τν ναν τοχο ς τν λλον. πάνω σ’ ατ τ δοκάρι τανε σοφελιασμένο να λλο, πο τανε βιδωμένο μ τ ποκάτω δοκάρι μ μία θελει πο βρισκότανε στ μία κτη, κα τ νεβοκατεβάζανε σο θέλανε. Στν λλη κρη πρχε μία κλειδαρι πο δενε γερ τ δυ δοκάρια. πάνω στ κάθε δοκάρι πήρχανε μισοστρόγγυλες κάμποσες τρύπες, κα σν σμιγε τ να δοκάρι κοντ στ’ λλο, ο τρύπες γινόντανε στρογγυλς πο χωροσε καθεμι τ ποδάρι νς νθρώπου. Ατ τ βασανιστικ ργαλεο τ ξέρανε ο ραγιάδες μ τόνομα «Κούτσουρο», κα μ’ ατ σφίγγανε τ ποδάρια τν δυστυχισμένων. Κι’ ναλόγως τ πόσο θέλανε ο βασανιστς ν βασανίσουνε τν κατάδικο, βάζανε τ πόδια του σ δυ τρύπες, τ μία κοντ στν λλη, σ δυ λλες πο ν’ πέχουνε περισσότερο μία π τν λλη, κα τ πι σκληρ βασάνισμα τανε ν βάλουνε τ ποδάρια του σ δυ τρύπες πο ν εναι πολ μακρυ μία π τν λλη, τόσο πο σκιζότανε τ κορμ κεινο το δυστυχισμένου π τ τέντωμα στ πίσω μέρος. τανε κι’ να λλο «κούτσουρο» διο μ τ μεγάλο λλ μικρότερο, πο κειτότανε σ μία γωνιά, κα κοντ σ’ ατ νας κάδος, να σαρδελλοβάρελο, κα κάμποσα οροδοχεα. Σ’ ατ τ σκοτειν μπουντρούμι πρχε μοναχ να παράθυρο, φραγμένο μ σταυρωτ σίδερα.
            Σν μπήκανε μέσα ο δεσποτάδες κι’ ο προύχοντες, ο Τορκοι τος δέσανε μ μία μακρυ λυσίδα μ τοτον τν τρόπο. Στο καθενς τν λαιμ βάλανε ναν χοντρν χαλκά, πο νοιγε π τ πίσω μέρος γι ν περάση τ κεφάλι, κ’ στερα σφαλνοσε μ’ να στριφνάρι. π’ ατν τν χαλκ κατεβαίνανε δυ λλοι μεγάλοι χαλκάδες, κι’ ατο τανε νωμένοι μ’ ναν χαλκ πι μικρόν. π τος δυ μεγάλους χαλκάδες περνοσε λυσίδα, πο τανε χοντρ σαμε να ντρίκιο χέρι κα κρεμότανε πάνω στ στθος, δεμένη δεξι κι’ ριστερ μ τος λλους κατάδικους. τσι μπαγλαρωμένοι περάσανε ατο ο μάρτυρες τν πρώτη νύχτα.
            Τν λλη μέρα τ πρωΐ βγάλανε τος δεκαοχτ πηρέτες κα σωματοφύλακες πο τος εχανε φυλακωμένους σ λλον ντά, δεκατρες μέρες πρίν, δεμένους στν λυσίδα, κα τος τουφεκίσανε ξω π τν πολιτεία, γι ν δειάση λυσίδα, στε ν δέσουνε μ’ ατ τος δεκαοχτ διάκους, πηρέτες κα αχμάλωτους πο τανε μαζ μ τος δεσποτάδες κα τος προεστούς. φο τος σκοτώσανε λοιπόν, προστάξανε τέσσερες στρατιτες ν κουβαλήσουνε στ φυλακ τν λυσίδα, κι’ ατο τ βάλανε πάνω σ δυ δοκάρια κα τν πήγανε, σηκώνοντας τ στν μο τους. λλοι Τορκοι κόψανε τ κεφάλια τν σκοτωμένων κα τ ραδειάσανε γι ν τ βλέπουνε ο φυλακωμένοι κοντ στν λυσίδα. Κι’ σοι Τορκοι βρισκόντανε κε, λέγανε: «Αριο ποφασίσαμε ν κάνουμε κιμ κι’ ατ τ γουρούνια πο εναι δ μέσα, κα ν τ ρίξουμε στ σκυλι ν τ φάνε». Δέσανε στν λυσίδα κα τος δεκαοχτ παραγυιος πο επαμε, πως τανε δεμένα τ’ φεντικά τους.
            κούγοντας ατ ο φυλακωμένοι, περιμένανε πι τν θάνατο. Κοινωνήσανε λοιπν τ χραντα μυστήρια, κα καρτερούσανε φοβα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: