Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Το ποιμαντικό και κατηχητικό κενό ως αιτίες των αιρέσεων.

Το ποιμαντικό και κατηχητικό κενό ως αιτίες των αιρέσεων.

π.Γεωργίου Οικονόμου,
Δρ.Θεολογίας-Καθηγητή Μ.Ε.

Σε μία ιερατική σύναξη πρόσφατα ενημερωθήκαμε για τα πορίσματα κάποιων αντιαιρετικών συνεδρίων. Κοινός παρονομαστής των συμπερασμάτων είναι ότι οι αιρέσεις εμφανίζονται και ανθούν, όπου υπάρχει ποιμαντικό κενό. Αδιάφορη, δηλαδή, ή ελλειματική δράση και επίβλεψη των ποιμένων, οπότε οι «λύκοι», οι αιρετικοί, οι λυμαινόμενοι την Εκκλησία έχουν ελεύθερο πεδίο δράσης. Και η αλήθεια είναι ότι δρουν οργανωμένα, σχεδιασμένα, συντονισμένα και με πολύ ζήλο, οπότε οι επιρρεπείς πιστοί μπορεί να επηρεαστούν, να ακούσουν και να αποδεχτούν ξένες διδασκαλίες, ομολογίες και δόγματα ή ακόμα και ξένες θρησκείες ή παραθρησκευτικές φιλοσοφίες.

Στο παρόν άρθρο θέλουμε να επιμείνουμε στην έννοια του ποιμαντικού κενού και να την προεκτείνουμε ως κατηχητικό κενό. Θα ήταν ακόμα ορθότερο να την δούμε ως πνευματικό κενό και έλλειψη εν Χριστώ ζωής, αλλά θα έσπευδαν ορισμένοι να μας κατηγορήσουν ως «πνευματικούς». Δεν είναι, όμως, δογματική κατάντια να λοιδωρείται η πνευματικότητα και να αντιπροβάλλεται μία κοινωνιστική κοσμικότητα ως η ουσία της χριστιανικής ζωής; Και, φυσικά, δεν θα τολμούσαμε ποτέ να καυχηθούμε για δική μας πνευματικότητα, καθώς ανυπόκριτα έχουμε τη συνείδηση του εκτρώματος. Μας λυπεί, όμως, και μας ανησυχεί βαθύτατα αυτή η αντιπνευματική διολίσθηση. Γιατί είναι άλλο πράγμα η επίφαση πνευματικότητας και η ενδεχόμενη ιδιοτελής εκμετάλλευσή της για καλλιέργεια προσωποκεντρικών τάσεων και άλλο πράγμα ο γνήσιος και αληθής καρπός του Πνεύματος. Δε θα ήταν, μάλιστα, υπερβολή να πούμε ότι αυτό συνιστά και την ασυγχώρητη αμαρτία, της βλασφημίας του Αγίου Πνεύματος.
Ας επανέλθουμε, όμως, στο κατηχητικό κενό ως αιτία διαρροών χριστιανών προς τις αιρέσεις. Από τότε, που καθιέρωσε η αγία μας Εκκλησία τον νηπιοβαπτισμό, η κατήχηση μετατέθηκε για τα χρόνια μετά το Βάπτισμα. Και η ευθύνη αυτή αφορά τους γονείς, ώστε να ανατρέφουν και να παιδαγωγούν τα παιδιά τους εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, αφορά τον ανάδοχο, αφορά το κατηχητικό σχολείο και αφορά και την εκπαίδευση στο σχολείο. Πώς, όμως, ακατήχητοι γονείς θα κατηχήσουν τα παιδιά τους; Πώς ακατήχητος νονός, που μόνο μέλημά του είναι το χριστουγεννιάτικο δώρο, η πασχαλινή λαμπάδα, η γιορτή και τα γενέθλια του παιδιού, θα αναλάβει αυτή την ευθύνη; Και αυτοί, οι γονείς και οι νονοί θα μπορούσαν κάπως να δικαιολογηθούν. Ας δούμε τι γίνεται στην Εκκλησία.
Στην εκκλησία με την επικράτηση ενός μοντερνιστικού και εκκοσμικευμένου πνεύματος η κατήχηση θεωρήθηκε εκτός μόδας. Έτσι, γίνονται συζητήσεις, ημερίδες και συνέδρια πώς θα μπορούσαμε να μετονομάσουμε τα κατηχητικά, ώστε να είναι ελκυστικά για τους νέους, ως συντροφιές, παρέες, χριστιανικά καφενεία και λοιπά. Επίσης, για τον τρόπο εκφοράς του κατηχητικού λόγου με χρήση νέων τεχνολογιών, ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας και μάθησης, project και άλλων. Δεν αρνούμαστε ούτε απορρίπτουμε τις παραπάνω προτάσεις, οι οποίες βέβαια δεν μπορεί να γίνονται αυτοσκοπός. Η ουσία της κατήχησης, όμως, δεν είναι αυτή. Είναι κατ’ αρχήν να μάθουμε τα δόγματα της χριστιανικής μας πίστης. Να μελετήσουμε τον λόγο του Θεού. Να ενσταλάξουμε στις καρδιές των παιδιών αγάπη για την Εκκλησία και να τους προσφέρουμε εμπειρικές προσεγγίσεις της χριστιανικής διδασκαλίας μέσα από ιστορίες και διηγήσεις, που άφθονες υπάρχουν στην παράδοση της Εκκλησίας. Ελπίζω να μην θεωρηθεί εγκληματική αυτή η αναφορά στην παράδοση, καθώς ύπουλα έχει διεισδύσει μία προτεσταντικού χαρακτήρα αντιπαραδοσιακότητα στις σύγχρονες ορθόδοξες αντιλήψεις. Ας αποτινάξουμε τη συμπλεγματική προσέγγιση «του κατηχητικού», ας το απενοχοποιήσουμε και ας επανασχεδιάσουμε εξ αρχής αυτό το εξαιρετικά ουσιώδες και θεοφιλές έργο. Τα παιδιά δεν έχουν ανάγκη powerpoint και βίντεο αλλά ψυχή και Χριστό, σύμφωνα με τον κατηχητή άγιο και νεομάρτυρα της τουρκοκρατίας, Κοσμά τον Αιτωλό. Όσο είμαστε ακατήχητοι – και είμαστε στα αλήθεια – οι περισσότεροι χριστιανοί τόσο θα αλωνίζουν οι αιρετικοί, θα ενσπείρουν τα ζιζάνια του αιρετικού λόγου και σε συνάρτηση με το ποιμαντικό κενό αυτός θα καρποφορεί. Αν, όμως, γνωρίζουμε βιωματικά τον πλούτο και τον θησαυρό της αγιασμένης ορθόδοξης χριστιανικής μας πίστης τίποτα αιρετικό, τίποτα κακόδοξο, δεν μπορεί να μας πτοήσει, να μας συγκινήσει και να μας οδηγήσει στη συνειδητή άρνηση της πίστης μας. Αντίθετα, το κατηχητικό κενό είναι βασική αιτία των διαρροών προς τις αιρέσεις. Θα τολμούσαμε, μάλιστα, να προτείνουμε τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της χριστιανικής κατήχησης για όσους επιλέγουν να βαπτίσουν τα παιδιά τους αλλά και για τους ίδιους τους ενηλίκους.
Εδώ, τίθεται και ένα άλλο πολύ σπουδαίο θέμα, η κατήχηση ενηλίκων πριν την Βάπτισή τους. Όταν ένας ενήλικος ζητά να βαπτιστεί, ο επίσκοπος με εντολή του ορίζει ιερέα για την κατήχηση και τη Βάπτισή του. Δυστυχώς, όμως, τις περισσότερες φορές η Βάπτιση γίνεται χωρίς καθόλου κατήχηση και χωρίς να διακριβωθεί η προαίρεση εισδοχής στη χριστιανική πίστη. Υπάρχουν, για παράδειγμα, άνθρωποι, που βαπτίζονται υποκρινόμενοι την επιθυμία να γίνουν χριστιανοί, προκειμένου να παντρευτούν χριστιανό ή χριστιανή και αμέσως μετά επιστρέφουν στην προηγούμενη θρησκεία. Αυτή η περίπτωση, μάλιστα, συνιστά και την βαρύτατη αμαρτία, που προαναφέραμε, βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Θα ήταν καλό, λοιπόν, να οργανωθεί συστηματική κατήχηση – τουλάχιστον ετήσια – για όσους ενηλίκους επιθυμούν να γίνουν χριστιανοί, για την πρόληψη φαινομένων όπως το παραπάνω αλλά και ως εφόδιον εν Χριστώ ζωής.

Και ας κλείσουμε με μία αναφορά στο θρησκευτικό μάθημα του σχολείου. Σε αντίθεση με την επιταγή του επιγραφόμενου στο όνομα της αγίας και ομοουσίου και αδιαιρέτου Τριάδος συντάγματος της Ελλάδας για καλλιέργεια θρησκευτικής συνείδησης ως σκοπού της παιδείας, έχει προβληθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια ένας διαφορετικός χαρακτήρας του μαθήματος. Ένα θρησκευτικό μάθημα μη κατηχητικό, μη ομολογιακό, αλλά πολιτιστικό, θρησκειολογικό, κοινωνικό, σύμφωνα με τις επιταγές πλέον ευρωπαϊκών οδηγιών. Αποτέλεσμα; Απόφοιτος λυκείου, που έχει διδαχτεί δέκα χρόνια θρησκευτικά στο σχολείο, δεν γνωρίζει να απαντήσει με σαφήνεια στην ερώτηση «σε ποιόν Θεό πιστεύεις»; Η έκπτωση του θρησκευτικού μαθήματος σε κάτι άλλο γενικό και αόριστο συνευθύνεται, όμως, ως αιτία κατηχητικού κενού για τη διαρροή προς τις αιρέσεις και θα ήταν πολύ υπεύθυνο αν το θεωρούσαμε και από αυτήν την πλευρά. Ο δε κατηχητικός χαρακτήρας δε θα σήμαινε σε καμία περίπτωση έναν προπαγανδιστικό, σκληροπυρηνικό ή ταλιμπανίστικο χαρακτήρα, καθώς η χριστιανική πίστη διακρίνεται για την οικουμενικότητα, την αγάπη, την καλλιέργεια αμοιβαίου σεβασμού, την καταδίκη της μισαλλοδοξίας και την ανάδειξη της ελευθερίας. Με ένα κατηχητικό θρησκευτικό μάθημα δεν θα θελήσεις να αλλάξεις το «πιστεύω» ετερόδοξων, ετερόθρησκων ή άθεων μαθητών, εάν υπάρχουν και εάν δεν θελήσουν να απαλλαγούν, όπως νόμιμα δικαιούνται, αλλά θα βοηθήσεις τα παιδιά, ώστε να γνωρίσουν την αλήθεια, τον πλούτο και τον ανεξάντλητο θησαυρό της χριστιανικής πίστης. Αυτή θα ήταν και η καλύτερη αντιαιρετική αγωγή. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: