Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Μερικές προτάσεις επί του κατηχητικού έργου.

Προτάσεις επί του κατηχητικού έργου.


π.Γεωργίου Οικονόμου
Δρ.Θεολογίας - Καθηγητή Μ.Ε.

 
          Προτάσεις επί του κατηχητικού έργου.

          Σε προηγούμενο κείμενό μας αναφερθήκαμε στο κατηχητικό κενό ως αιτία διαρροής προς τις αιρέσεις. Η αλήθεια είτε μας αρέσει είτε όχι είναι ότι οι χριστιανοί σήμερα είμαστε ακατήχητοι ως προς την χριστιανική μας πίστη, ενώ παρατηρείται το φαινόμενο η προσέγγισή μας προς αυτήν να είναι κυρίως αντιρρητική και απολογητική.


 Γνωρίζουμε, δηλαδή, τις κακοδοξίες των άλλων και όχι την ορθή δόξα της δικής μας πίστης. Θεωρούμε, ταπεινά, ότι η θετική και καταφατική προσέγγιση είναι καλύτερη και περισσότερο αποτελεσματική. Αντί, για παράδειγμα, να ορίζουμε αφοριστικά τι είναι αμαρτία και γιατί πρέπει να την αποφεύγουμε σε συνδυασμό με την απειλή αιώνιας καταδίκης, να καλλιεργούμε στον κατηχούμενο την αγαπητική και ελεύθερη τήρηση των εντολών. Αντί του φόβου ή μιας ιδιοτελούς προσέγγισης του χριστιανικού αγώνα συνδυασμένου με αιώνια ανταπόδοση, την αληθινή αγάπη προς τον Θεό. Θα μπορούσε, όμως, να υποστηρίξει κάποιος ότι σύμφωνα με την πατερική μας παράδοση αυτό είναι χαρακτηριστικό των τελείων και όχι των αρχαρίων και αυτό είναι  αλήθεια. Δεν μας εμποδίζει να γνωρίσουμε στους κατηχούμενους έναν Θεό αγάπης, ελέους, ευσπλαγχνίας, μακροθυμίας και θυσίας. Τον Θεό ως σπλαγχνικό Πατέρα. Η άλλη, η αυστηρή και απόλυτη προσέγγιση καλλιεργεί την εικόνα ενός Θεού τιμωρού, εκδικητή και σαδιστή. Αυτό το μοντέλο κατήχησης εφαρμόστηκε, κυρίως, τις προηγούμενες δεκαετίες με παταγώδη αποτυχία. Έτσι, οι κατηχούμενοι τις περισσότερες φορές απομακρύνθηκαν εν τέλει από την χριστιανική πίστη και ζωή, επειδή δεν άντεχαν αυτή την αυστηρότητα, η οποία επικεντρωνόταν στην ηθική μόνο διάσταση του χριστιανισμού με παράλληλη υποτίμηση και παραθεώρηση της οντολογικής και βιωματικής πνευματικής προσέγγισης.
          Για να μην μείνουμε, όμως, στη μιζέρια διαπιστώσεων, ας περάσουμε σε ορισμένες προτάσεις επανασχεδιασμού του κατηχητικού έργου. Καθώς, λοιπόν, το κατηχητικό έργο είναι κύριο έργο του επισκόπου, αυτός είναι που θα ορίσει και τις ιδιαίτερες παραμέτρους γνωρίζοντας τις ιδιαίτερες ποιμαντικές ανάγκες της επαρχίας του. Η κατήχηση στην επαρχία, για παράδειγμα, δεν μπορεί να είναι η ίδια με την κατήχηση των μεγάλων πόλεων εξαιτίας των διαφορετικών ψυχοπαιδαγωγι-κών προϋποθέσεων και συνθηκών. Σε κάθε περίπτωση ο επίσκοπος έχει την ευθύνη για το περιεχόμενο της κατήχησης και τον έλεγχο της «ορθοδοξίας» της και η κατήχηση δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να διεξάγεται χωρίς την ευλογία και την επίβλεψή του. Δεν μπορεί, επίσης, να γίνεται μέσο προβολής ιδιωτικών θέσεων και απόψεων αλλά οφείλει να είναι έκθεση της χριστιανικής πίστης βάσει της Αγίας Γραφής και της ιερής παράδοσης. Αυτό προϋποθέτει την κατάρτιση του κατηχητή όχι μόνο με επιμορφώσεις, οι οποίες είναι απαραίτητες και σπουδαίες, αλλά και πνευματική, εν Χριστώ, κατάρτιση. Κάτι που δεν το ζεις δεν μπορείς να το μεταδώσεις. Γιατί σκοπός της κατήχησης δεν είναι η μετάδοση γνώσης αλλά να εμπνευστεί ο κατηχούμενος από τον κατηχητή. Έτσι, και ο ίδιος ο κατηχητής πρέπει να εμπνευστεί από πρότυπα αγίων κατηχητών.
          Ενδεικτικά θα αναφέρουμε μερικά τέτοια πρότυπα. Πρώτο, ο Απόστολος Παύλος. Ιερουργός του λόγου, ακούραστος ταξιδευτής, κήρυκας του ευαγγελίου. Παιδαγωγός εις Χριστόν. Ταπεινός και εργατικός. Με βαθειά πατρική αγάπη και πόνο για τα τεκνία του. Καλώντας επ’ελευθερία και κηρύττοντας δημόσια στη συναγωγή ή την αγορά. Όχι ιδιωτικά ή χτυπώντας τις πόρτες των σπιτιών, όπως κάνουν σύγχρονοι αιρετικοί, σύμφωνα άλλωστε και με τον λόγο του Κυρίου όστις θέλει. Με διαρκή μέριμνα για την πνευματική πρόοδο των παιδιών του στηρίζοντάς τους στην πίστη, νουθετώντας, διορθώνοντας, με διακριτική χρήση του ελέγχου αλλά και του επαίνου ανά περίσταση. Με αγάπη Χριστού, που καίει την καρδιά του. Με γνώση πότε να μιλήσει και πότε να σταματήσει. Όταν για παράδειγμα στην Αθήνα τον ειρωνεύτηκαν για τη διδασκαλία του περί αναστάσεως, δεν άρχισε να τους βρίζει ή να τους καταριέται αλλά σεβάστηκε τη διαφορετική τους γνώμη. Εργαζόμενος τίμια, χωρίς να κάνει ποτέ κατάχρηση του αποστολικού του αξιώματος. Κατηχώντας με κήρυγμα ελπίδας, στηριγμένο στις έννοιες της αγάπης, της χαράς, της δικαιοσύνης, της πίστης. Αδειάζοντας τον εαυτό του με τη συνείδηση του εκτρώματος και του αχρείου δούλου και προβάλλοντας το πρόσωπο του Θεανθρώπου Ιησού και το κήρυγμα του σταυρού. Όλα τα παραπάνω είναι ιδιαίτερα πολύτιμα στοιχεία και χαρακτηριστικά του αυθεντικού κατηχητικού έργου και κάθε κατηχητής ή κατηχήτρια μπορεί να εμπνευστεί και να ενδυναμωθεί στη δική του διακονία μιμούμενος αυτό το παράδειγμα.
          Δεύτερο παράδειγμα ο Άγιος Δημήτριος. Θαυματουργός και μυροβλήτης μετά θάνατον, κατηχητής ένθερμος μέχρι το μαρτύριό του. Στα δύσκολα χρόνια των διωγμών, όπου η μαρτυρία και ομολογία της χριστιανικής πίστης οδηγούσε σε μαρτυρικό θάνατο αναλαμβάνει το ευλογημένο και αγιασμένο έργο της κατήχησης. Βάζοντας τον Χριστό πάνω από το στρατιωτικό του αξίωμα δεν διστάζει να ομιλεί για Αυτόν και, ιδιαίτερα, στα παιδιά, που τόσο αγαπούσε. Ενέπνεε σε αυτά τη χριστιανική πίστη γνωρίζοντας τις συνέπειες, που θα είχε. Αλλά και όταν οδηγήθηκε μπροστά στον Διοκλητιανό απολογήθηκε με παρρησία για την πίστη του κάνοντας πράξη τη διδασκαλία του και αυτό είναι το σπουδαιότερο κομμάτι της κατήχησης. Να μην είναι μόνο λόγος αλλά και βίωμα από την πλευρά του κατηχητή, ώστε να συγκινεί και να εμπνέει αληθινά τους κατηχουμένους.
          Τρίτο παράδειγμα, ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Και αυτός σε χρόνια δύσκολα και μαρτυρικά κηρύττει τον Χριστό ως νέος Απόστολος Παύλος. Αφήνει την αγιορείτικη ησυχία και ασφάλεια και οργώνει την τουρκοκρατούμενη ρωμιοσύνη προκειμένου να στηρίξει τους ανθρώπους στην πίστη τους. Στον ορατό και άμεσο κίνδυνο να αλλαξοπιστήσουν τους ενθαρρύνει, τους εμπνέει και τους κατηχεί προσπαθώντας να τους μεταδώσει ψυχή και Χριστό. Να μάθουν γράμματα ελληνικά και χριστιανικά, ώστε να είναι ελεύθεροι και καλλιεργημένοι. Αυτό θα έφερνε και την αντίσταση και την επανάσταση, επανάσταση που δεν ήταν μόνο εθνική ή κοινωνική, όπως ορισμένοι την ερμήνευσαν, αλλά και θρησκευτική. Για να μπορούν να λατρεύουν ελεύθερα τον Θεό, να χτυπούν τις καμπάνες, να λειτουργούν, να βαπτίζουν τα παιδιά τους, να παντρεύονται και να διαβάζουν τους κεκοιμημένους. Ο Πατροκοσμάς, επίσης, τονίζει την ιδιαίτερη σημασία του σχολείου και το συνδέει με την κατήχηση στη χριστιανική πίστη. Λέει απὸ τὸ σχολεῖον μανθάνομεν τί εἶνε Θεός, τί εἶνε Ἁγία Τριάς, τί εἶνε Ἄγγελοι, δαίμονες, παράδεισος, κόλασις, ἀρετή, κακία· τί εἶνε ψυχή, σῶμα κ.λπ. Διότι χωρὶς τὸ σχολεῖον περιπατοῦμεν εἰς τὸ σκότος· ἀπὸ τὸ σχολεῖον ἀνοίγει τὸ μοναστήριον . Ἂν δὲν ἦτο τὸ σχολεῖον, ποῦ ἤθελα μάθει ἐγὼ νὰ σᾶς διδάσκω; Αφιλοχρήματος και φτωχός, θαυματουργός και προφήτης είναι πάντα δίπλα στις ανάγκες των ανθρώπων, στους οποίους μιλά πάντα με τη γλώσσα της αλήθειας ακόμα και αν αυτή είναι δύσκολη και υποδεικνύει οδό στενή και τεθλιμμένη. Αυτή η γλώσσα, όμως, είναι που μιλά εν τέλει στις καρδιές των κατηχουμένων.
          Από τα παραπάνω παραδείγματα και εντρυφώντας περισσότερο ο κατηχητής στη ζωή και τη διδασκαλία των προτύπων αυτών μπορεί πολύ να ωφεληθεί, να εμπνευστεί και να ενδυναμωθεί στην ευλογημένη του διακονία. Στο επόμενο κείμενό μας, θα αναφερθούμε στο τελειότερο πρότυπο κατηχητή στην ιστορία της ανθρωπότητας, που είναι αναμφισβήτητα ο Κύριος Ιησούς Χριστός.

Δεν υπάρχουν σχόλια: