Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2008

Η ΚΑΙΝΗ ΕΝΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


Η ΚΑΙΝΗ ΕΝΤΟΛΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ

 

Λόγος εις το Ιω. ιγ΄, 34-35

 

«…ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους,

καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους,

ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε,

ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις».

 

  Σεβασμιώτε, άγιε πρωτοσύγκελλε, σεβαστοί πατέρες, αγαπητοί αδελφοί.

          Λίγο μετά τον ιερόν νιπτήρα, όταν ο Κύριός μας λεντίω ζωννύμενος παρέδωσε στους μαθητές Του το πρότυπο της αγάπης και της διακονίας, πλένοντας ταπεινά τα πόδια τους, τους έδωσε και την παραπάνω εντολή. Ας δούμε, όμως, γιατί ονομάζει ο Χριστός καινήν, καινούρια την εντολή της αγάπης, εφόσον η εντολή αυτή δόθηκε από τον Θεό διά του Μωϋσέως ήδη από την Παλαιά Διαθήκη;

          Ο Χριστός μας ονομάζει καινήν την εντολή της αγάπης, γιατί με την ενανθρώπησή Του νοηματοδοτείται ξανά από την αρχή. Το γεγονός της ενανθρώπησης, που μυστηριακά και λειτουργικά θα βιώσουμε, πρώτα ο Θεός, σε δεκαπέντε μέρες είναι η μεγαλύτερη έκφραση της αγάπης στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Θεός προσλαμβάνει την ανθρώπινη σάρκα, για να την αγιάσει και να την λυτρώσει από τη φθορά και τον θάνατο. Προσλαμβάνει τη φθορά για να τη μεταμορφώσει σε αφθαρσία και να την οδηγήσει στην αιωνιότητα. Η φανέρωση, λοιπόν, της αγάπης αυτής, που είναι πρόσωπο, ο ίδιος ο Χριστός μας, μεταμορφώνει την αγάπη σε καινήν αγάπη. Αγάπη υπέρλογη και πρωτοφανή. Γίνεται άνθρωπος ο Θεός, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν. Και το παράδειγμα της δικής Του αγάπης, μας καλεί και εμάς να ακολουθήσουμε.

          Καθώς ηγάπησα υμάς, όπως εγώ σας αγάπησα, έτσι και εσείς να αγαπάτε τους συνανθρώπους σας. Καλούμαστε λοιπόν να αγαπάμε αλλήλους με την αγάπη του Χριστού. Με την δική Του ανιδιοτελή, θυσιαστική και σταυρική αγάπη. Τούτο, βέβαια, δεν είναι απλό ούτε εύκολο. Απαιτεί αγώνα προσωπικό, προπάντων όμως την Χάρη του Θεού. Η αγάπη στην παράδοσή μας δεν είναι ένα ψυχολογικό, συναισθηματικό γεγονός, που εκφράζεται με λόγια. Είναι γεγονός βαθειά οντολογικό και, κυρίως, καρπός του Αγίου Πνεύματος, όπως μας βεβαιώνει ο Απόστολος των Εθνών Παύλος στην Προς Γαλάτας επιστολή του. Η αγάπη είναι μία άκτιστη ενέργεια του Θεού, στην οποία μπορούμε να μετέχουμε και εμείς οι αχρείοι δούλοι Του κατά χάριν.

          Γίνεται, έτσι, φανερό γιατί ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός ονομάζει καινήν την εντολή της αγάπης. Λέει, όμως, και κάτι ακόμα εξαιρετικά σημαντικό. Εάν έχετε την αγάπη αυτή τότε θα γνωρίσει όλος ο κόσμος ότι είστε μαθητές Μου. Τα λόγια αυτά έχουν βαρύτητα μεγάλη και οφείλουμε να προβληματιστούμε κατά πόσο έχουμε και εμείς την αγάπη του Χριστού. Και, για να μπορέσουμε να διερευνήσουμε στην καρδιά μας μέσα, αν έχουμε την αγάπη αυτή, είναι άριστο να μας καθοδηγήσει κάποιος που είχε την αγάπη αυτή και εκφράστηκε σπουδαία για την έννοια και το περιεχόμενό της. Ο λόγος γίνεται για τον χρυσορρήμονα Πατέρα της Εκκλησίας μας, άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που θα είναι για το υπόλοιπο της ομιλίας μας ο παιδαγωγός μας στην καινή εντολή.

          Η αγάπη, μας λέγει, ο αντιοχειανός άγιος είναι η ρίζα όλων των αγαθών, καθώς μας οδηγεί στην προς αλλήλους ένωση και αναιρεί όσα την καταστρέφουν[1]. Με την παρατήρηση αυτή κατανοείται και ερμηνεύεται η σύνδεση της αγάπης με τον πλησίον. Δεν μπορείς να λες ότι αγαπάς και την αγάπη να την κρατάς εγωϊστικά και αποκλειστικά για τον εαυτό σου. Η αγάπη εκχέεται από το περίσσευμα της καρδιάς μας και μοιράζεται με τον συνάνθρωπο, διαφορετικά δεν πρόκειται για αγάπη αληθινή αλλά για κάποια ψευδαίσθηση.

          Η αγάπη είναι η συγκεφαλαίωση των αρετών και το θεμέλιο όλων των εντολών, τονίζει ο ιερός Χρυσόστομος σε ομιλία του στο βιβλίο της Γένεσης[2]. Πραγματικά, πάνσοφα ο Ιησούς παρέδωσε την καινήν εντολή της αγάπης, η οποία καθώς ο ίδιος βεβαιώνει συμπεριλαμβάνει τον νόμο ολάκερο και τους Προφήτες[3]. Είναι αδύνατο να αγαπάς τον Θεό και τον πλησίον και ταυτόχρονα να παραβαίνεις κάποια από τις εντολές, που αφορούν ακριβώς αυτές τις σχέσεις. Απλώς, με την παρουσία του Χριστού στη γη ανακαινίζονται τα πάντα, παρέρχεται η σκιά του νόμου και καλούμαστε επ’ ελευθερία να αγαπάμε. Η αγάπη δεν είναι πια ένα νομικό καθήκον ως τήρηση μιας επιταγής αλλά πνευματική κατάσταση.

          Είναι, όμως, απαραίτητο στο σημείο αυτό να διευκρινίσουμε ότι το πνευματικό δεν είναι κάτι διανοητικό ή μία φαντασιακή κατάσταση αλλά κάτι ορατό και πραγματικό. Έτσι και η αληθινή αγάπη λαμβάνει σάρκα και οστά στην καθημερινότητά μας. Οφείλει να μετουσιώνεται σε πράξεις διαφορετικά είναι νεκρή. Η αγάπη δεν πρέπει να κρύβεται, αντίθετα, να είναι λύχνος που φωτίζει τη ζωή τη δική μας και των συνανθρώπων μας. Αγάπη, στο πρότυπο του καλού Σαμαρείτη, που δεν προσπερνά αδιάφορα τον πληγωμένο και αναγκεμένο πλησίον αλλά γονατίζει δίπλα του, περιποιείται τις πληγές του και ανακουφίζει τον πόνο του. Την αγάπη αυτή έχει ιδιαίτερα ανάγκη, σήμερα, η σκληρόκαρδη κοινωνία μας. Και είναι βέβαιο ότι όταν εκφράζεται ανυπόκριτα η αγάπη αυτή, κανείς δεν θα μείνει ασυγκίνητος. Η αποστασία του σύγχρονου ανθρώπου από τον Θεό οφείλεται και στο ότι ελλείπουν τα παραδείγματα. Αρεσκόμαστε και αρκούμαστε σε ωραία λόγια, που παραμένουν όμως ανεπιβεβαίωτα από τις πράξεις μας.

          Εκεί ακριβώς έγκειται η δική μας σπουδαία προσωπική και παράλληλα εκκλησιολογική ευθύνη. Είναι εύκολο να την μετακυλίουμε αλλού γενικά και αόριστα, ενώ είναι δύσκολο πολύ να συνειδητοποιήσουμε τη δική μας συνευθύνη. Η Εκκλησία δεν είναι συνάθροιση προσώπων αλλά το Σώμα του Χριστού. Μέλη του Σώματος αυτού είμαστε όλοι μας, όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν και τον ενδυθήκαμε μυστηριακά την ώρα του Αγίου Βαπτίσματος. Πώς μπορούμε, επομένως, να αδιαφορούμε για τα υπόλοιπα μέλη του δικού μας σώματος; Αν ασθενεί ο αδελφός μου, ασθενώ και εγώ κι αν σκανδαλίζεται καίγομαι μαζί του, λέει ο πρώην διώκτης και στη συνέχεια πρωτοκορυφαίος Απόστολος Παύλος. Από όλα αυτά γίνεται φανερό ότι η έλλειψη της αγάπης από τη ζωή μας σημαίνει διαμελισμός του Σώματος του Χριστού και αυτό είναι σαφώς μεγάλη αμαρτία. Για αυτό λέγει ο Ιησούς να αγαπήσουμε τον πλησίον ως σεαυτόν. Ως εαυτό μας. Όπως θα μεριμνούσαμε και θα προστρέχαμε στον γιατρό αν πονούσαν τα χέρια, τα πόδια, η καρδιά ή το κεφάλι μας με την ίδια επιμέλεια έχουμε ευθύνη να μεριμνήσουμε αγαπητικά για τον συνάνθρωπο.

          Για να αναδειχθεί εναργέστερα το μέγεθος και η σπουδαιότητα της αρετής της αγάπης, αξίζει να αναφέρουμε, έστω και επιγραμματικά, μερικούς από τους ορισμούς του ιερού Χρυσοστόμου για αυτήν. Είναι ρίζα και ασφάλεια όλων των αγαθών[4]. Είναι μητέρα[5], βασίλισσα[6] και κορωνίδα[7] των αρετών. Είναι η ίδια η μεγαλύτερη αρετή[8], το μεγαλύτερο θαύμα[9] και ανώτερη από το θαυματουργικό χάρισμα[10]. Είναι πηγή ευφροσύνης[11] και σημείο γνώσης του Θεού[12]. Είναι, επίσης, προϋπόθεση της σωτηρίας μας[13]. Αυτό άλλωστε μαρτυρούν και τα άψευστα χείλη του Σωτήρος Χριστού στην παραβολή της τελικής κρίσης, όπου λέγει ότι εφόσον δεν δείξαμε αγάπη σε έναν από τους ελάχιστους αδελφούς Του, αρνηθήκαμε ουσιαστικά να προσφέρουμε αγάπη στον ίδιο τον Χριστό.

          Είναι όντως αξιοθαύμαστο το μεγαλείο της αγάπης του Θεού! Θεωρεί αδελφούς του όλους τους αναγκεμένους και πονεμένους ανθρώπους. Αυτούς που εμείς ενδεχομένως περιφρονούμε και εγκαταλείπουμε αβοήθητους, ο ίδιος ο Χριστός, ο προαιώνιος Θεός τους αγαπά σαν αδέλφια Του. Ας διδασκόμαστε λοιπόν από όλα αυτά και ας αγωνιζόμαστε να αποκτήσουμε την αληθινή αγάπη, που είναι αγάπη πνευματική[14], και δώρον Θεού.

          Επειδή, όπως προείπαμε, η έκφραση της αγάπης δεν είναι ένα ιδιωτικό γεγονός αλλά εκκλησιαστικό, για αυτό και η Εκκλησία μας επονόμασε πολύ όμορφα και σοφά τον ετήσιο φιλόπτωχο έρανο, «έρανο της αγάπης», του οποίου διακόνισσες και διάκονοι ταπεινοί είμαστε όσοι συγκεντρωθήκαμε σήμερα εδώ να λάβουμε την ευχή και την ευλογία του επισκόπου μας για τον θεάρεστο τούτο σκοπό. Πρόκειται για αρχαία παράδοση της Εκκλησίας μας, σύμφωνα και με τις αναφορές του Αποστόλου Παύλου στην Β΄ Προς Κορινθίους. Από την επιστολή αυτή είναι πολύ χρήσιμο να επισημάνουμε ορισμένα σημεία. Αναφερόμενος στον έρανο για τους δοκιμαζόμενους αδελφούς της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, προτρέπει τους Κορινθίους να συνεισφέρουν «ου κατ’ επιταγήν αλλά δοκιμάζων το γνήσιον της υμετέρας αγάπης[15]». Όχι επειδή το επιτάσσει ο Απόστολος αλλά ως περίσσευμα της αγάπης τους. Επομένως, η φιλανθρωπία και η ελεημοσύνη δεν δύνανται να εκφράζονται αναγκαστικά ή πιεστικά, παρά μονάχα σαν απόδειξη της γνησιότητας της αγάπης μας. Και λίγο πιο κάτω τονίζει, «έκαστος καθώς προαιρείται τη καρδία, μη εκ λύπης ή εξ ανάγκης, ιλαρόν γαρ δότην αγαπά ο Θεός». Ο καθένας ας συνεισφέρει ανάλογα με την προαίρεσή του, όχι με λύπη ή εξαναγκαστικά, καθώς ο Θεός αγαπά αυτόν που δίδει με ιλαρότητα. Τις επισημάνσεις αυτές είναι καλό να τις αξιοποιήσουμε, όσοι συνδιακονούμε στον ευλογημένο αυτόν έρανο.

          Η αγάπη μας είναι αντίδωρο σμικρόν και ελάχιστη αντιπροσφορά στην αγάπη του Θεού. Ωστόσο, συμβαίνει κάτι παράδοξο, που αποδεικνύει την ωφέλεια που αποκομίζουμε αν αγαπάμε. Η αγάπη όσο μοιράζεται, τόσο πολλαπλασιάζεται. Είναι μια αστείρευτη πηγή, που αναβλύζει όλο και περισσότερο και καθαρότερο νερό ενώ αντίθετα όταν ατονεί και ελλείπει είναι σαν την πηγή που στερεύει[16].

          Στο σημείο αυτό, όμως, τίθεται ένα δύσκολο ερώτημα. Ποιός άνθρωπος μπορεί να καυχηθεί ότι τηρεί την καινήν εντολή της αγάπης; Τηρεί την εντολή αυτός που χαίρει μετά χαιρόντων και κλαίει μετά κλαιόντων. Αυτός που αγαπά χωρίς να ζητάει ανταπόδοση. Αυτός που δεν φθονεί την ευτυχία του συνανθρώπου του. Αυτός που θυσιάζει το εγώ του για να κοινωνήσει με τον πλησίον, ακολουθώντας το παράδειγμα του Αμνού του Θεού που θυσιάζεται για χάρη μας στην Ιερή Πρόθεση, για να κοινωνήσουμε εμείς οι ανάξιοι το Τίμιον Σώμα και το Αίμα Του. Η αγάπη ως καρπός του Πνεύματος είναι φωτιά που καίει και λιώνει την καρδιά του ανθρώπου για τον πλησίον. Είναι φως στο σκοτάδι των δύσκολων καιρών μας. Είναι αυτή, που θα σώσει τον κόσμο, για να παρερμηνεύσουμε, σεβασμιώτατε, την αγαπημένη σας ντοστογεφσκική ρήση από τα χείλη του πρίγκηπα Μίσκιν ότι η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο. Άλλωστε η αγάπη είναι ομορφιά.

          Ολοκληρώνοντας την αναφορά μας στην καινήν αγάπη, που ενετείλατο ο Ιησούς στους μαθητές Του, και μαθητές Του έχουμε την τιμή και ευλογία να ονομαζόμαστε όλοι όσοι πολιτογραφηθήκαμε στον ουρανό σαν γινήκαμε χριστιανοί, θα ήταν παράλειψη αν δεν ομιλούσαμε για ακόμα μία διάσταση της αγάπης αυτής. Η αγάπη, για την οποία μιλά ο Χριστός, είναι αγάπη αδιάκριτη. Χωρίς καμία προϋπόθεση, χωρίς κανέναν αποκλεισμό, χωρίς καμία απόρριψη. Κάθε άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού. Αν έχουμε ανοιχτά τα μάτια της καρδιάς μας αυτήν την εικόνα οφείλουμε να αντικρύζουμε και, με την προϋπόθεση αυτή, καταργείται κάθε έχθρα και μίσος. Μπορούμε όχι μόνο να συγχωρήσουμε αλλά να αγαπήσουμε και τους εχθρούς μας, κάτι που δεν είναι ανεφάρμοστο. Ας θυμηθούμε τον γλυκύ Εσταυρωμένο που προσευχήθηκε για τους σταυρωτές Του. Η αγάπη δεν μπορεί να κλείνεται σε κανενός είδους όρια ούτε να χαρίζεται επιλεκτικά. Στο πρόσωπου του καθενός αναγκεμένου πλησίονος αδελφού, είναι ο ίδιος ο Χριστός που χτυπά την πόρτα της καρδιάς μας. Και όπως μας υποσχέθηκε ότι «κρούετε και ανοιγήσετε», είναι βέβαιο ότι και εμείς αν ανοίξουμε την πόρτα της καρδιάς μας, θα ανοίξει και ο Θεός την θύρα της δικής Του τέλειας αγάπης, για να μας την χαρίσει στην παρούσα και την μέλλουσα αιώνια ζωή.

         


[1] Εις Ματθ., ομιλία ιθ΄, ΜG 57.283

[2] Εις Γεν., ομιλία νε΄, MG 54.483

[3] Μτ., 22:40

[4] MG. 59.353

[5] MG. 60.604

[6] MG. 55.385

[7] MG. 54.483

[8] MG. 49.391

[9] MG. 60.464

[10] MG. 57.383

[11] MG. 52.733

[12] MG. 59.300

[13] MG. 57.321

[14] MG. 62.303

[15] Β΄Κορ., 8:8

[16] MG. 48.785

Δεν υπάρχουν σχόλια: