ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ
Λκ. ι΄, 25 - 37
Καὶ ἰδοὺ νομικός τις ἀνέστη ἐκπειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς ἑαυτόν. εἶπε δὲ αὐτῷ· ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν ᾿Ιησοῦν· καί τίς ἐστί μου πλησίον; ὑπολαβὼν δὲ ὁ ᾿Ιησοῦς εἶπεν· ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ ῾Ιερουσαλὴμ εἰς ῾Ιεριχώ, καὶ λησταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευΐτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ᾿ αὐτόν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθών, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ᾿ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
Όγδοη Κυριακή του ευαγγελιστή Λουκά, σήμερα, αγαπητοί μου αδελφοί, και ακούσαμε την πολύ γνωστή σε ολους παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Αφορμή για να πει ο Κύριος την παραβολή αυτή, ήταν η ερώτηση ενός νομικού. Νομικός, δηλαδή νομοδιδάσκαλος, την εποχή εκείνη, ήταν αυτός που ερμήνευε τον νόμο, και νόμος για τους ιουδαίους ήταν η πεντάτευχος του Μωϋσή, τα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης, η Γένεσις, η Έξοδος, το Λευϊτικόν, οι Αριθμοί και το Δευτερονόμιο. Αυτοί, οι διδάσκαλοι και ερμηνευτές του νόμου, όμως, ήταν πολύ σκληρόκαρδοι. Τον ερμήνευαν με μεγάλη αυστηρότητα με αποτέλεσμα να φορτώνουν δυσβάστακτα τους ακροατές τους. Η ζωή τους όλη, χωρίς υπερβολή, περιστρεφόταν γύρω από τις διατάξεις του νόμου, ώστε η ζωή των ανθρώπων προσλάμβανε τον χαρακτήρα δουλείας στο γράμμα του νόμου. Ο Χριστός, όμως, ήλθε να μας ελευθερώσει από αυτό ακριβώς το πράγμα. Με την χάρι του Θεού, που πέμπεται από τον Θεάνθρωπο, ως επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, την ημέρα της Πεντηκοστής, παρέρχεται οριστικά η σκιά, ο φόβος, του νόμου. Έτσι, καλός χριστιανός δεν είναι αυτός που τηρεί κατά γράμμα κανόνες και διατάξεις αλλά αυτός που αγαπά. Άλλωστε, αυτός που αγαπά τον Θεό και τον πλησίον, τηρεί τον νόμο του Θεού μέσα από την καρδιά του και ελεύθερα και κατ’ αυτόν τον τρόπο συνεργώντας με την Χάρι του Θεού, κληρονομεί την αιώνια ζωή.
Αυτή ακριβώς ήταν η απάντηση του Χριστού, στο ερώτημα του νομικού, τί πρέπει να κάνει για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή. Αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον. Και ως απάντηση στην συνέχεια της ερώτησης του νομικού, ο οποίος ήθελε να δικαιώσει τον εαυτό του, ποιός είναι ο πλησίον, λέει ο Κύριος την παραβολή που ακούσαμε σήμερα στο ευαγγέλιο. Πλησίον είναι ο ποιήσας το έλεος στον δυστυχή εκείνον άνθρωπο, ο οποίος λησταίς περιέπεσεν, και ενώ κειτόταν μισοπεθαμένος στο δρόμο από τα Ιεροσόλυμα προς την Ιεριχώ, όποιος περνούσε τον προσπερνούσε αδιάφορα. Σαν τον ιερέα και τον λευΐτη της παραβολής. Ο μόνος που τον σπλαγχνίστηκε ήταν ένας Σαμαρείτης. Ένας αμαρτωλός για τα μάτια των ιουδαίων νομικών, που αν συναντούσαν στο δρόμο Σαμαρείτη απέστρεφαν με περιφρόνηση το πρόσωπο αλλού. Πλησίον για αυτούς μόνο κάποιος καθαρός Ιουδαίος μπορούσε να γίνει. Έτσι, ο Χριστός, για να δώσει ένα μάθημα στον σκληρόκαρδο αυτό νομικό, που κακοπροαίρετα, πειράζων αυτόν, και με διάθεση αυτοδικαίωσης έκανε την ερώτηση στον Ιησού, με την παραβολή αυτή, έδειξε ότι η αγάπη δεν κλείνεται σε σύνορα θρησκευτικά ή εθνικά, αλλά είναι ποτάμι ορμητικό, που ξεχειλίζει και γκρεμίζει τέτοιου είδους φράγματα. Και αγάπη στην πράξη σημαίνει έλεος. Σημαίνει συμπόνια. Σημαίνει να καίγεται η καρδιά σου για τον δυστυχισμένο συνάνθρωπο. Γιατί πολλοί αγαπούν μοναχά στα λόγια, που αποδεικνύονται ανεπιβεβαίωτα στην πράξη. Όποιος, όμως, δεν σπλαγχνίζεται τον συνάνθρωπο και τον αποστρέφεται περιφρονητικά, αποστρέφεται ουσιαστικά τον ίδιο τον Κύριο, με συνέπεια την κρίση τη φοβερή εκείνη ημέρα, που θα μας ζητηθεί λόγος για την αγάπη μας.
Με τη σημερινή παραβολή, μας κηρύττει ο Χριστός να γίνουμε και εμείς Σαμαρείτες. Να γίνουμε σπλαγχνικοί. Να γίνουμε πλησίονες αδελφοί. Να αφήσουμε την σκληροκαρδία μας και να μην περιμένουμε ότι θα σωθούμε με την τήρηση του γράμματος του νόμου. Για παράδειγμα, σήμερα εισερχόμαστε στην ευλογημένη περίοδο της σαρακοστής των Χριστουγέννων. Περίοδο πνευματικής προετοιμασίας, ώστε να γεννηθεί ο Κύριος στη φάτνη της καρδιάς μας και να μην αρνηθούμε τη φιλοξενία Του, μη διαθέτοντας τόπο στο κατάλυμα της ψυχής μας και στέγη, για να εισέλθει ο Θεάνθρωπος. Αναμφίβολα, η νηστεία, που αρχίζει σήμερα είναι πολύ σπουδαία και απαραίτητη για την παραπάνω προετοιμασία. Αν όμως νηστεύουμε ακόμα και με την πιο απόλυτη μορφή της νηστείας, την ασιτία, αλλά δεν δείχνουμε έλεος και δεν γινόμαστε πλησίονες για τους αναγκεμένους, πραγματικά δεν κάνουμε τίποτα και άσκοπα γίνεται ακόμα και η νηστεία. Για να μην παρεξηγηθεί αυτό που λέμε, χρειάζεται το ένα, χρειάζεται και το άλλο. Αρκεί να μην θέλουμε με τη νηστεία να αυτοδικαιωθούμε σαν τον νομικό της σημερινής παραβολής.
Τέλος, η επίδειξη ελέους στον συνάθρωπο, είναι προϋπόθεση, για να δείξει ο Κύριος το έλεός Του και σε εμάς. Έλεος, που επιζητάμε συνέχεια στην προσευχή μας, όταν λέμε Κύριε ελέησον, ή Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με. Ο Θεός, είναι ελεήμων και φιλεύσπλαγχνος, και όποτε δείχνουμε αγάπη, γινόμαστε μέτοχοι στη δική Του ελεημοσύνη και ευσπλαγχνία.
Ο ιερός Χρυσόστομος προχωρώντας ακόμα περισσότερο λέει ότι κάθε φορά που δείχνουμε έλεος προσφέρουμε στον Θεό θυσία, θυσία την οποία μπορεί ο καθένας να προσφέρει στο πρόσωπο του συνανθρώπου. Ο πλησίον, λέει ο πατήρ, γίνεται έμψυχον θυσιαστήριο, όταν εκφράζουμε σε αυτόν έλεος, σύμφωνα με τον λόγο του Θεού, ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν[1]. Μάλιστα, λέει ότι η θυσία του ελέους είναι σπουδαιότερη και από την προσευχή και από τη νηστεία. Τέτοιες θυσίες προσδέχεται ο Θεός[2]. Τέτοιες θυσίες προσμένει ο Θεός, σύμφωνα και με τον τελευταίο στίχο της σημερινής ευαγγελικής περικοπής, στον οποίο προτρέπει ο Ιησούς τον νομικό, να μιμείται το έλεος του σπλαγχνικού Σαμαρείτη, με τα λόγια, πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου