Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Τὸ Ἅγιον Ὅρος κ’ οἱ γιορτές του, του κ. Φώτη Κόντογλου, άρθρο στην Ελευθερία, 30-6-1963.

Τ γιον ρος κ’ ο γιορτές του,
του κ. Φώτη Κόντογλου,
άρθρο στην Ελευθερία, 30-6-1963.


            Τὸ ἁγιασμένο Βυζάντιο ἔζησε χίλια χρόνια, ἀπὸ τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο ἴσαμε τὸν Κωνσταντῖνο τὸν Παλαιολόγο, καὶ δὲν πέθανε εἰρηνικά, παρὰ θανατώθηκε ἀπὸ ἕνα ἄγριον γένος ποὺ ἦρθε ἀπὸ τὴ βαθειὰ Ἀσία. Βέβαια θανατώθηκε εὔκολα, ἐπειδὴ ἤτανε γερασμένο. Μὰ τὰ βασίλεια κ’ οἱ πολιτεῖες μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο πεθαίνουνε πάντα, γιατί εἶναι χτίσματα καὶ συστήματα «τοῦ αἰῶνος τούτου τοῦ καταργουμένου». Γιὰ τοῦτο ἔλεγε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς χριστιανοὺς «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Σὲ τοῦτον τὸν ἄστατον κόσμο δὲν στέκεται τίποτα σίγουρα, μήτε αὐτοκρατορία, μήτε βασίλειο, μήτε κανένα ἄλλο σύστημα κανωμένο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Ὅσους αἰῶνες καὶ νὰ ζήση, θάρθη ἡ ὥρα του νὰ πεθάνη καὶ νὰ λυώση, ὅπως πεθαίνει καὶ λυώνει τὸ κορμὶ τοῦ ἀνθρώπου, κι’ ἂς εἶναι Ἀχιλλέας, εἴτε Μεγ’ Ἀλέξανδρος, εἴτε Καίσαρας, εἴτε Γιουστινιανός, εἴτε Μεχμέτης ἢ Ταμερλάνος.
            Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ χάνεται τὸ χωματένιο κορμί, μὰ ἡ ἀθάνατη ψυχὴ δὲν πεθαίνει μαζί του, ἀλλὰ ζῆ στὸν αἰώνα, ἔτσι κ’ ἡ ψυχὴ τοῦ Βυζαντίου
δὲν χάθηκε μαζὶ μὲ τὸ βασίλειο, ἀλλὰ ἔζησε ὓστερ’ ἀπὸ τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης, καὶ ζῆ ἀκόμα ἴσαμε σήμερα. Κι’ αὐτὸ ἔγινε ἐπειδὴ τὸ Βυζάντιο εἶχε «ψυχὴν ζῶσαν», ἐνῶ ἄλλα βασίλεια δὲν ἔχουνε ψυχὴ ἀθάνατη, καὶ γι’ αὐτὸ πεθαίνουνε μία γιὰ πάντα, ἀφήνοντας πίσω τοὺς κάποια συντρίμμια βουβὰ κ’ ἄψυχα, ἐπειδὴ οἱ ἄνθρωποι ποὺ τὰ εἴχανε συστήσει ἤτανε μόνο ὕλη, χωρὶς πνεῦμα, καὶ τὰ δημιουργήματά τους ἀποβλέπανε μοναχὰ στὶς ὑλικὲς ἀνάγκες τ’ ἀνθρώπου. Ἡ πόλη πάρθηκε καὶ χάλασε στὰ 1453, μὰ ἡ ἀθάνατη ψυχή της, ποὺ γέμιζε τὸν κόσμο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ ὡς τὴ Δύση, στάθηκε ἀπέθαντη κ’ ἀγέραστη, ἐπειδὴ ἤτανε ἡ ἁγιασμένη κιβωτὸς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶπε: « Μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεινόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι», καὶ «Τὸ πνεῦμα ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν».
            Αὐτὸ τὸ ἀθάνατο πνεῦμα ζῆ καὶ ὑπάρχει ὡς τὰ σήμερα. Εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, ἀγέραστη κι’ ἀπέθαντη,ὅπως ὁ Χριστὸς ποὺ τὴ θεμελίωσε καὶ ποὺ εἶπε γι’ αὐτὴ «καὶ πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς».
            Λοιπόν, τούτη ἡ γεραρὰ καὶ ἀγέραστη Ὀρθοδοξία κάλεσε σήμερα «ἐκ δυσμῶν καὶ βορρᾶ καὶ θαλάσσης καὶ ἐώας τὰ τέκνα της», σ’ ἕνα πνευματικὸ συμπόσιο ποὺ ἔδωσε μέσα στὸ ὁλάνθιστο καὶ μυροβόλο περιβόλι τῆς Παναγίας, στὸ Ἅγιον Ὅρος, χίλια χρόνια ἀπὸ τὸ θεμελίωμα αὐτῆς τῆς ἁγιασμένης μοναχικῆς πολιτείας, καὶ πεντακόσια δέκα χρόνια ἀπὸ τὸ σκλάβωμα τῆς Κωνσταντινούπολης. Ἑορτῶν ἑορτὴ καὶ πανήγυρις πανηγύρεων.

          
  Δὲν θὰ μιλήσω ἐδῶ γιὰ τὸ πὼς θάπρεπε, κατὰ τὴ γνώμη μου, νὰ γίνουνε αὐτὲς οἱ γιορτές. Μόνο θὰ πῶ πὼς θὰ μπορούσανε νὰ γίνουνε μὲ περισσότερη πίστη καὶ μὲ λιγότερη θεατρικὴ ἐπίδειξη. Ἀλλὰ ποιοὶ τὰ κανονίσανε αὐτὰ τὰ πράγματα; Μήπως κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ ἡ ζωὴ τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι ζωή τους καὶ τὸ Βυζάντιο ἡ ἀναπνοή τους; Ρωτῶ νὰ μάθω. Ἔχω τὴν ἰδέα πὼς ἂν ἐζοῦσε ὁ Παπαδιαμάντης θάτανε «ὁ μόνος παροικῶν ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ μὴ μετέχων τῶν ἐν τέλει βουλευμάτων αὐτῆς». Ἡ Ἐκκλησία, σήμερα, δὲν συμπαθεῖ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἀγαποῦν καὶ τὴ σέβουνται, ἀλλὰ ἐκείνους ποὺ τὴν κολακεύουνε.
            Θὰ μιλήσω λοιπὸν μοναχὰ γιὰ τὴ λειτουργία ποὺ ἔγινε στὸ Πρωτάτο τὴν περασμένη Κυριακή, 23 Ἰουνίου, καὶ ποὺ τὴν ἄκουσα ἀπὸ μακρυά, ἀπὸ τὸ ραδιόφωνο.

            
Ἡ ψαλμωδία, πρὸ πάντων στὸν Ὄρθρο, ἤτανε ἀκατάστατη, ἀνιαρὴ καὶ ἄτεχνη. Φωνὲς ἄτακτες, ἄλλος μπροστά, ἄλλος πίσω, κακοφωνίες, παραφωνίες. Προχειρότητα. Χωρὶς συντονισμὸ ἀνάμεσα στὶς φωνές. Ἔλειπε ὁ πνευματικὸς ἐνθουσιασμὸς (μὴν νομίσουν κάποιοι πώς, λέγοντας πνευματικὸν ἐνθουσιασμό, ἐννοῶ ἐπίδειξη τῆς φωνῆς καὶ ἔμφαση, ἀλλὰ ἴσια ἴσια τὴ μυστικὴ κίνηση τῆς ψυχῆς). Χασμωδία, συχνὰ ἀπελπιστική. Ὁ μυστικὸς τόνος ἔλειπε σχεδὸν ὁλότελα.
            Τὸ χερουβικὸ ἔκανε μία ἐξαίρεση καὶ θὰ μποροῦσε νὰ γίνη καὶ καλύτερο, ἂν σωπαίνανε κάποιοι ἰσοκράτες καὶ βοηθοὶ κακόφωνοι, παράφωνοι κι’ ἀπρόσεχτοι. Μ’ ὅλο ποὺ ἔλειπε γενικὰ ἀπὸ τὴ ψαλμωδία ὁ ἐκφαντωρικὸς καὶ διαπρύσιος τόνος, ὡστόσο πάλι ξεχώριζε ἡ σεμνότητα τῶν δικῶν μας μέσα στὶς μελοδραματικὲς φωνὲς κάποιων ἀπὸ τοὺς ξένους ἱερωμένους, ποὺ φαινόνταν σὰν νάκαναν ἐπίδειξη τῆς φωνῆς τοὺς στὸ θέατρο. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ διδάξη κάτι στοὺς θιασῶτες τῆς εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς καὶ νὰ τοὺς δείξη τὴ διαφορὰ ποὺ ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴ λειτουργία καὶ στὴν κοσμικὴ μουσική. Μὰ γιὰ νὰ γίνη αὐτὸ πρέπει ἐκεῖνος ποὺ ἀκούει νὰ ἀκούγη μὲ πνευματικὰ αὐτιά.
            Ἄλλη φορᾶ στὸ Ἅγιον Ὅρος ὑπῆρχαν οἱ ἄριστοι ψάλτες. Τώρα, ὅμως, ὅπως ἤτανε παραμελημένη ἡ ζωγραφική, καὶ μάλλιασε ἡ γλώσσα μας καὶ στράβωσε ἡ πέννα μας γιὰ νὰ κάνουμε τοὺς ἁγιορεῖτες ἁγιογράφους νὰ μὴ ζωγραφίζουνε ἰταλικὲς γενοβέφες καὶ Ρώσους γαλανομάτηδες, ἔτσι κ’ ἡ μουσικὴ ξέπεσε καὶ κατάντησε ἐρασιτεχνικὴ στὸ Ὅρος, ποὺ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἁγίους του εἶναι κι’ ὁ Ἀρίωνας τῆς Ὀρθοδοξίας, ὁ Ἰωάννης Κουκουζέλης. Σήμερα ὑπάρχουνε πολλοὶ λίγοι ἀξιόλογοι ψαλτάδες ἀνάμεσα στοὺς ἁγιορεῖτες. Αὐτὴ ἡ παραμέληση βγῆκε ἀπὸ τὴν παρακμὴ τῆς μοναχικῆς ζωῆς κι’ ἀπὸ τὴν προχειρότητα ποὺ ξέπεσε ἡ πνευματικὴ ζωὴ στὸ Ἅγιον Ὅρος, καθὼς κι’ ἀπὸ τὴν ἀντίληψη πὼς ἡ ἀσκητικὴ ζωὴ δὲν χρειάζεται τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, ἀλλὰ χωρὶς αὐτὲς ὁ μοναχὸς εἶναι καλύτερα προσηλωμένος στὸν Θεό, ἐπειδὴ δὲν τὸν ἀπασχολοῦν τὰ γήινα. Κι’ ἀνάμεσα στὰ γήϊνα λογαριάζουνε καὶ τὴ ψαλμωδία κάποιοι μοναχοὶ (1), καὶ γιὰ τοῦτο τὴν περιφρονοῦν καὶ δὲν τὴν σπουδάζουν μήτε τὴν καλλιεργοῦν. Ποῦ; Στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἐκεῖ ποὺ ἔψαλλε ὁ Ἄγγελος τὸ «Ἄξιον ἐστίν» καὶ ποὺ ἅγιασεο ἠδύλαλος Κουκουζέλης ποὺ συγκινούτανε μὲ τὴν κατανυκτικὴ ψαλμωδία του ἡ Παναγία, ὅπως γράφει ἡ ἱστορία του, ὁ Κουκουζέλης ποὺ ἔγινε σύμβολο τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ. Γιατί ἀληθινὰ ἡ ψαλμωδία εἶναι καθαρὰ πνευματικὴ ἔκφραση τῆς Ὀρθοδόξου ψυχῆς κι’ ἀνεβάζει τὴν ψυχὴ τῶν πιστῶν εἰς θεϊκᾶς ἀναβάσεις. Ἡ Ὀρθοδοξία θρέφει τοὺς πιστούς της μὲ πνευματικὰ ἀκούσματα καὶ ὁράματα, καὶ μὲ αὐτὰ ἁγιάζει τὶς αἰσθήσεις. Δὲν καταργεῖ τὶς αἰσθήσεις, γιὰ νὰ ρίξη τὴν ψυχὴ τοῦ Χριστιανοῦ στὴν ἀοριστία, στὴν ἀμορφία καὶ στὸ μεταφυσικὸ χάος, ἀλλὰ τὶς καθαρίζει («καθαρθῶμεν τᾶς αἰσθήσεις καὶ ὀψόμεθα») μεταλλάζοντας τὲς ἀπὸ φυσικὲς καὶ σαρκικές, σὲ πνευματικές.

            Οἱ λειτουργικὲς τέχνες εἶναι στενὰ δεμένες μὲ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ Ὀρθοδόξου χριστιανοῦ καὶ μὲ τὴν εὐσέβεια, γιατί εἶναι τὰ μέσα ποὺ ἐκφράζεται ἡ εὐσέβεια. Γιὰ τοῦτο οἱ ἐκκλησιαστικὲς τέχνες ἀκμάσανε σὲ καιροὺς ποὺ βρισκότανε σὲ ἀκμὴ ἡ εὐσέβεια.
            Ἡ ὡραία φωνὴ εἶναι θεϊκὸ χάρισμα, καὶ πρέπει νὰ ὑπηρετῆ στὴν δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὅσα πολύτιμα ἔχει ὁ ἄνθρωπος προσφέρονται στὸ ὑποπόδιο τῶν ποδῶν του. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ στὴν ἁγιογραφία. Μὲ πνευματικὰ ἀκούσματα καὶ ὁράματα κατανύγεται ἡ ψυχὴ τοῦ πιστοῦ, καὶ δροσίζεται καὶ ἀρδεύεται καὶ δὲν ξηραίνεται μὲ τὸν διανοητικὸν λίβα. Μὲ αὐτὰ ἐκφράζεται ἡ πίστη του, ἡ πνευματικὴ ἀγαλλίασή του κ’ ἡ συντριβή του. Αὐτὰ δίνουν πνευματικὴ μορφὴ στὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ἀλλέως, ἡ ἔννοια τῆς Ὀρθοδοξίας θὰ καταντήση στὴν παγωμένη ἀμορφία τοῦ προτεσταντισμοῦ καὶ στὸν καώδη ἐφιάλτη τοῦ βουδδισμοῦ καὶ τῆς θεοσοφίας.
            Ἡ λειτουργία τοῦ Πρωτάτου θὰ μποροῦσε νὰ χρησιμέψη σὰν ἕνα μάθημα γιὰ τοὺς ἀνώτερους κληρικούς μας. Ἂς βάλουνε μὲ τὸ νοῦ τους πὼς οἱ τοιχογραφίες τοῦ Πανσελήνου ἀκούγανε ἄλλη φορᾶ κάποιους ἀγγελόφωνους ψαλτάδες, ποὺ ἡ ψαλμωδία τοὺς ἤτανε ὅ,τι εἶναι στὴ ζωγραφικὴ τὰ ἔργα τοῦ Πανσελήνου. Ἂς καταλάβουνε πὼς ἡ ψαλμωδία κ’ οἱ ἄλλες ἱερὲς τέχνες, δίνουνε τὸν βαθὺν καὶ μυστικὸ παλμὸ στὶς τελετουργίες τῆς Ἐκκλησίας μας, κι’ ἂς μὴν τὶς θεωροῦν κάτι «ἐπουσιῶδες», ποὺ δὲν ἀξίζει τὴν προσοχὴ τοὺς ὅσο ἄλλα πράγματα ποὺ εἶναι, ἀληθινά, ἀσήμαντα. Ἡ ψαλμωδία εἶναι ἡ ἴδια ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, κι’ ἂς τὴν καλλιεργοῦν μὲ σύστημα καὶ ἐπιμέλεια. Ἂς διαλέγουν γιὰ χειροτονία εὐσεβεῖς μὲν ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ καλλίφωνους. Γιατί, ὅπως πᾶμε, τὸ ἱερατεῖο μας γέμισε ἀπὸ κακόφωνους κι’ ἀνέκφραστους κληρικούς, ποὺ συνεργοῦνε στὴ δυσφήμηση τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἤτανε καταστολισμένη ἀπὸ ὅλα τὰ πνευματικὰ ἄνθη τῆς λειτουργικῆς τέχνης. Ἕνας ἀρχιερεὺς ἢ ἱερεὺς καλλίφωνος καὶ κατανυκτικὸς εἶναι στόλισμα τοῦ ναοῦ. Τὸ νὰ μὴ δυσανασχετίση κανένας ἀκούγοντας ἕναν κακόφωνο ἱερέα, μοναχὰ γιὰ ἕναν ἅγιο κακόφωνον μπορεῖ νὰ τὸ κάνη.
            Δυστυχῶς, σὲ ὅλα τὰ σεβάσμια προσκυνήματά μας, στὴν Παναγία τῆς Τήνου, στὸν ἅγιο Ἀνδρέα τῶν Πατρών, στὴν Ὑπαπαντὴ τῆς Καλαμάτας, στὸν ἅγιο Γεράσιμο τῆς Κεφαλλονιᾶς, στὸν ἅγιο Σπυρίδωνα τῆς Κέρκυρας, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοὺς ἐπικρατεῖ στὴ λειτουργία ἡ χειρότερη ἀκαταστασία, κακοφωνία, προχειρότητα καὶ ἀθλιότητα, ἰδίως στὰ ψαλσίματα καὶ στὸ διάλεγμα τῶν κληρικῶν ποὺ κάνουν τὶς ἐκφωνήσεις. Ἀνάμεσα σ’ αὐτοὺς δύσκολα βρίσκεται κανένας καλλίφωνος ἢ κὰν ὑποφερτός. Οἱ περισσότεροι εἶναι παράφωνοι, ἀπρόσεχτοι, χωρὶς θεῖον ἐνθουσιασμὸ καὶ φόβο Θεοῦ. Οἱ μεταδόσεις ποὺ γίνουνται μὲ τὸ ραδιόφωνο, σκορποῦν τὴν ἀπογοήτευση στοὺς πιστούς.
            Οἱ κακόφωνοι κι’ ἄτονοι κληρικοὶ δὲν ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική, ἐνῶ ἔπρεπε νὰ ἔχουν γι’ αὐτὴ ἱερὸ πάθος, ὅπως εἴχανε οἱ παλαιοὶ ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς. Κι’ ὅταν συλλειτουργοῦν τέτοιοι ἄμουσοι ἄνθρωποι, σὲ μία ἐκκλησία ποὺ εἶναι κι’ ἁγιογραφημένη κατὰ τὸν ἴδιον βάρβαρον τρόπο, ἀντὶ νὰ κατανυγῆ ὁ ἐκκλησιαζόμενος λαός, στενοχωριέται κι ἀπογοητεύεται, καὶ μοναχὰ οἱ ἐχθροί της Ἐκκλησίας μας μᾶς ἐμπαίζουν καὶ χαίρονται.
            Ἐκεῖνοι πάλι ἀπὸ τοὺς ἱερωμένους μας ποὺ γνωρίζουνε κάποια μουσική, οἱ περισσότεροι νοθεύουν τὴν ψαλμωδία μὲ τὰ εὐρωπαϊκὰ τραγούδια, ποὺ τὰ μάθανε δυστυχῶς σὲ κάποιες ἱερατικὲς σχολὲς ἢ στὰ ὠδεῖα.
            Τελειώνοντας, παίρνω τὸ θάρρος νὰ μιλήσω καὶ γιὰ κάποιο ἄτοπο ποὺ γίνεται κατὰ τὶς ἱεροτελεστεῖες, καὶ ποὺ σκανδαλίζει πολλοὺς χριστιανούς. Θέλω νὰ πῶ γιὰ ἐκεῖνα τὰ ἀτελείωτα «Εἰς πολλὰ ἔτη, Δέσποτα». Οἱ ψάλτες ἀφήνουνε στὴ μπάντα τὸν Χριστό, κι’ ἀντὶ νὰ ποῦνε «Δόξα σοί, Κύριε, δόξα σοί», κολακεύουνε τὸν δεσπότη σὰν νὰ εἶναι κανένας πολυχρονεμένος πασάς. Αὐτὰ κι’ ἄλλα στραβὰ δίνουνε ἀφορμὴ στοὺς ἄπιστους γιὰ νὰ ἐμπαίζουνε τὴ θρησκεία μας, κ’ οἱ ρασοφόροι μας καλὸ θᾶνε νὰ φροντίσουνε νὰ τὰ διορθώσουνε. Ὑπάρχει καλὴ παράδοση, ὑπάρχει ὅμως καὶ κακὴ παράδοση.


Αναδημοσιεύεται πρώτη φορά από το ιστολόγιό μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: