Παρασκευή 15 Αυγούστου 2014

Ορθόδοξη πίστη


Η ταυτόχρονη Ανάστασις και Ανάληψις της Υπεραγίας Θεοτόκου


Ἀπό ὅλες τίς Θεομητορικές ἑορτές, ἀγαπητοί μου προσκυνηταί, ἀναμφισβήτητα ὑπερδεσπόζει ἡ σημερινή τοιαύτη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἡ ὁποία ἑορτή περιλαμβάνει δύο τμήματα.

Τό πρῶτο τμῆμα της εἶναι ἡ Κοίμησις καί ἡ ταφή τῆς Παναγίας Μητέρας μας καί τό δεύτερο τμῆμα εἶναι ἡ ὁλόσωμος Μετάστασις Αὐτῆς εἰς τούς Οὐρανούς, τοὐτέστιν ἡ Ἀνάστασίς Της καί ἡ ταυτόχρονη Ἀνάληψίς Της. Ἔτσι, ἡ Παναγία εὑρίσκεται σωματικῶς μέ ἄφθαρτον σῶμα εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.

Στό σημεῖο αὐτό, νά διευκρινήσωμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή δέν εἶναι ἡ Ἀποκάλυψις τοῦ Θεοῦ αὐτή καθ᾽ ἑαυτή. Εἶναι ἡ θεωρία περί τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ Ἀποκάλυψις καί ἡ Πεντηκοστή τοῦ καθενός πιστοῦ εἶναι γεγονότα προσωπικά πού ἐξαρτῶνται ἀπό τήν πνευματική του προσωπική ἰδιοσυχνότητα καί χωρητικότητα.

Ὅμως ἡ Ἁγία Γραφή χωρίς τήν Ἱερά Παράδοσι δέν στέκεται ἀπό μόνη της. Χρειάζονται καί τά δύο. Ἡ Ἱερά Παράδοσις εἶναι ἰσόκυρη μέ τήν Ἁγία Γραφή. Ἄλλωστε, νά μή ξεχνᾶμε, ὅτι κάποια στιγμή ἦλθε ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καί καθώρισε συγκεκριμένα ποιά θά εἶναι ἀκριβῶς ἡ Καινή Διαθήκη, ποιά βιβλία δηλαδή εἶναι τά θεόπνευστα, ποιά εἶναι ἁπλῶς τά ὠφέλιμα καί ποιά εἶναι τά ψευδεπίγραφα.

Μέ αὐτά ὅλα θέλω νά τονίσω τήν ἀξία τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καί τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως ἐν πρώτοις, ἡ ὁποία φαίνεται σέ πάρα πολλά σημεῖα, ἀκόμη καί στήν σημερινή εὐαγγελική περικοπή (Κυριακή Η´ Ματθαίου), πού ὑπάρχει ἡ μεσολάβησις τῶν Ἀποστόλων μεταξύ Χριστοῦ καί πλήθους. Ὅπως λέγει ὁ Κύριός μας: «Δότε ὑμεῖς αὐτοῖς φαγεῖν». ”Ἐσεῖς νά τούς δώσετε νά φάγουν”.

Βλέπομε δηλαδή σέ ὅλο αὐτό τό θαῦμα, ἐκτός ἀπό φράσεις εὐχαριστιακῆς διαστάσεως πού μᾶς θυμίζουν καί μᾶς ἀνάγουν εἰς τήν Θεία Εὐχαριστία, καί τήν μεσολάβησι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού εἶναι βέβαια τό θεμέλιο τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως. Ὅπως λέγομε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ”…Εἰς μίαν Ἁγίαν Καθολικήν, δηλαδή Οἰκουμενικήν, καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν, πού σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία στηρίζεται στήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί στήν Ἱερά Παράδοσι.

Ἔτσι λοιπόν, σύμφωνα μέ τήν Παράδοσι, ἐφ᾽ ὅσον ἡ Καινή Διαθήκη σκοπίμως τίποτε δέν ἀναφέρει γιά τήν Κοίμησι τῆς Παναγίας, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ἐπληροφορήθη κατά τρόπον, μυστικόν μέν ὡς πρός ἐμᾶς σαφέστατον βέβαια ὡς πρός Αὐτήν, κατά τρόπον δηλαδή ἄρρητον, καί συγκεκριμένα ἐπληροφορήθη διά μέσου ἀγγέλου. Εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ὅτι οἱ τρόποι τῆς θεϊκῆς πληροφορίας πού παίρνουν οἱ πραγματικοί Ἅγιοι καί κατά μείζονα λόγον ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, εἶναι ποικίλοι, ἄρρητοι καί ἀπόρρητοι. Διότι, προφανῶς ἀπείρους τρόπους ἔχει ὁ Θεός γιά νά πληροφορῆ τούς πραγματικούς Ἁγίους Του. Ὅμως, ὅλοι αὐτοί οἱ θεϊκοί τρόποι εἶναι ὑπέρ πᾶσαν νόησιν καί αἴσθησιν. Ἄν τό θέλετε ἀκόμη καί οἱ ἴδιοι οἱ Ἅγιοι νά μᾶς τούς ἐξηγοῦσαν, πού δέν ἐπιτρέπεται βέβαια τίς πλεῖστες ὅσες φορές, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός νά μᾶς τά ἐξηγοῦσε – ἕνα σχῆμα ὑπερβολῆς καί φανταστικό, μέ τήν καλή τήν ἔννοια -, πάλι ἐμεῖς οἱ ἀμύητοι δέν θά μπορούσαμε νά καταλάβωμε τόν ἀκριβῆ τρόπο τῆς θεϊκῆς πληροφορίας.

Σημασία ὅμως ἔχει γιά τό ἐν λόγῳ θέμα μας, ὅτι ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος ὄντως ἐπληροφορήθη δι᾽ ἀγγέλου ὅτι σέ τρεῖς ἡμέρες θά ἀπήρχετο ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο. Κατά τρόπον δέ θαυμαστόν εὑρέθησαν ὅλοι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι δίπλα εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον ἀπό τά πέρατα τῆς οἰκουμένης πού τότε εὑρίσκοντο καταναλώνοντες ἑαυτούς εἰς τό κήρυγμα καί εἰς τήν διάδοσιν τοῦ Εὐαγγελίου.

Καί ὅταν λέμε ”εὑρέθησαν” ἐννοοῦμε ὅτι καί οἱ ἴδιοι δηλαδή δέν μποροῦσαν νά τό ἐξηγήσουν. Ἐδῶ φαίνεται πῶς μπορεῖ ὁ Θεός νά μεταθέτη, ὅταν θέλη νά μεταθέση, κάποιον Ἅγιό Του ἀπό τό ἕνα μέρος στό ἄλλο μέρος σέ μηδέν χρόνο. Ἡ ἀπάντησις εἶναι ἁπλῆ. Θεός εἶναι καί «ὅπου Θεός βούλεται νικᾶται φύσεως τάξις», νικᾶται φύσεως τοπική τάξις, καί χρόνου τάξις, κ.ο.κ.

Καί ἔτσι σέ μηδέν χρόνο θαυματουργικῶς εὑρέθησαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι εἰς ”Γεθσημανῆ τό χωρίον”, διότι τιμῆς ἕνεκεν καί ἀξίως καί δικαίως ἔπρεπε νά προλάβουν νά ἀσπασθοῦν καί νά εὐλογηθοῦν ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο πρίν Αὐτή ἀναχωρήση ἀπό αὐτόν τόν κόσμον. Ἔτσι ἡ Παναγία μας τούς εὐλόγησε καί ὅπως Ἐκείνη ἤθελε, ἤ μᾶλλον ὅπως ὁ Θεός ηὐδόκησε, ἁπλᾶ καί ταπεινά καί ἀθόρυβα, ἐκοιμήθη εἰς τό μικρό Της κρεββάτι.

Κατόπιν τούτου, μέ ὅλην τήν πρέπουσα καί δέουσα εὐλάβεια πού ἔτρεφαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι πρός τό πάνσεπτο Πρόσωπό Της, Τήν ἐκήδευσαν, εἰς ”Γεθσημανῆ τό χωρίον”, ὅπως ψάλλομε συνέχεια εἰς τίς Παρακλήσεις, ὅπου βέβαια καί ὁ τάφος Της σώζεται ἕως καί τῆς σήμερον. Ἐκεῖ ὑπάρχει καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας τῆς Ἱεροσολυμίτισσας, γιά τήν ὁποία ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέρων Παΐσιος ὅτι ὁμοιάζει πιό πολύ ἀπό τίς ἄλλες εἰκόνες τῆς Παναγίας μέ τήν μορφή τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Βέβαια, ἄν θέλωμε νά κυριολεκτήσωμε, ἡ μορφή τῆς ἀναστημένης Ὑπεραγίας Θεοτόκου εἶναι ἄρρητος, ὅμως ὁμοιάζει μέ τήν μορφή τῆς Παναγίας τῆς Ἱεροσολυμίτισσας, σύμφωνα δηλαδή μέ τίς γνωστές ἐμφανίσεις πού ἔκανε ἡ Παναγία Μητέρα μας.

Ἀλλά ἕνας ἀπό τούς δώδεκα Μαθητάς, κατ᾽ οἰκονομίαν καί κατά Θείαν Πρόνοιαν ἀπουσίαζε. Καί πάλιν αὐτός, ὄχι τυχαῖα, ἦτο ὁ Θωμᾶς, ὁ ὁποῖος ἀπουσίαζε καί ὅταν πρωτοενεφανίσθη ὁ Χριστός εἰς ὁλόκληρη τήν ὁμάδα τῶν Μαθητῶν. Εἶχαν προηγηθῆ, πρό αὐτῆς τῆς κοινῆς ἐμφανίσεως τοῦ Χριστοῦ στό σύνολο τῶν Μαθητῶν, καί ἄλλες πολλές ἐμφανίσεις, μέ πρώτη βέβαια ἐμφάνισι εἰς τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί εἰς τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή πού ἐδιαβάσαμε σήμερα στό ἑωθινό Εὐαγγέλιο, ἡ ὁποία ὅμως δέν ἐννόησε ἀμέσως τά τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού ἔκλαιγε καί ἐνόμισε ὅτι ὁ Κύριος ἦτο ὁ κηπουρός καί ἐζητοῦσε νά μάθη διάφορες πληροφορίες. Ἀλλά ὁ Χριστός τῆς εἶπε «μή μου ἅπτου». Ἐνῶ δηλαδή ὁ Κύριος ἀργότερα προκαλῆ τόν Ἀπόστολο Θωμᾶ νά τόν ἀγγίση, εἰς τήν Ἁγία Μαρία τήν Μαγδαληνή λέγει ”μή με ἀκουμπᾶς”.

Ὦδε ἡ διάκρισις τῶν Ἁγίων. Ὦδε ἡ διάκρισις τῆς Πηγῆς τῆς διακρίσεως, πού εἶναι ἡ Αὐτοαγιότης, ὁ Χριστός, πού τόν μέν ἕναν προκαλεῖ μέ τήν καλή ἔννοια νά τόν ἀκουμπίση, τόν Θωμᾶ δηλαδή, γιά νά πιστωθῆ ἡ Ἀνάστασις καλύτερα, ἀλλά εἰς τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή λέγει «μή μου ἅπτου» γιατί εἶχε ἄλλη ψυχολογία. Ἀπό ἄλλο ἔπασχε ὁ α´, ἀπό ἄλλο ἔπασχε ὁ β´.

Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή ἐνόμιζε ὅτι θά ἦταν ὁ ἀναστημένος Χριστός ὅπως ἡ παληά καλή ἁγία παρέα καί ἔπρεπε νά τῆς κάνη ἕνα πρῶτο μάθημα νά τήν ταρακουνήση καί νά τήν ξυπνήση ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ὅτι ”ναί μέν ἀναστήθηκα, ἀλλά ἀλλάζουν τά πράγματα καί γι᾽ αὐτό μή μέ ἀκουμπᾶς”.

Βλέπετε, πῶς οἱ Ἅγιοι, ἀναλόγως τοῦ προβλήματος καί τῆς θέσεως τοῦ κάθε ἀνθρώπου μέ διάκρισι συμπεριφέρονται. Ἀλλοιῶς στόν α´, ἀλλοιῶς στόν β´. Ἄς μή πᾶμε καί πολύ μακρυά. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν μέν Ἀπόστολο Τίτο πού ἦταν εἰς τήν Κρήτη λέγει νά μή περιτμηθῆ, ἐνῶ στόν Ἀπόστολο Τιμόθεο ὁ ἴδιος ὁ ”Γέροντας” – νά τό ποῦμε μέ τά σημερινά δεδομένα – ὁ ἴδιος Ἀπόστολος Παῦλος σέ ἄλλο του πνευματικό παιδί, κι αὐτό ἐξ ἴσου ἄξιο καί ἅγιο, ἐπειδή εὑρίσκετο σέ ἄλλη περιοχή ὅπου ὑπῆρχαν ἄλλα ρεύματα πνευματικά, προκειμένου νά περάση τό κυριώτερο, πού ἦταν ἡ διάδοσις τοῦ Εὐαγγελίου καί νά μή σκαλώσουν σέ κάποιες προλήψεις πού μέχρι τότε δικαιολογημένα εἶχαν, τοῦ ἐπιβάλλει νά περιτμηθῆ. Κλείνει αὐτή ἡ παρένθεσις ”περί διακρίσεως”, πού βλέπομε ἐδῶ καί στόν Χριστό, πῶς ἐνήργησε ἀλλοιῶς στήν Μαρία τήν Μαγδαληνή καί ἀλλοιῶς στόν ἅγιο Ἀπόστολο Θωμᾶ.

Καί ἐπανερχόμεθα εἰς τό κύριό μας θέμα. Σκοπίμως τότε ἔλειπε ὁ Θωμᾶς ἀπό τόν ὅμιλο τῶν ἄλλων Μαθητῶν κατά τήν Κυριακή τῆς Ἀναστάσεως. Ὁ Θωμᾶς δέν ἦτο περισσότερο ἄπιστος ἀπό τούς λοιπούς Μαθητές, διότι κανείς Μαθητής δέν ἐπίστευσε ὅτι ὁ Χριστός ἀνεστήθη πρίν ὁ ἴδιος προσωπικά δῆ τόν ἀναστημένο Χριστό, ἔστω κι ἄν οἱ ἄλλοι τόν ἐπληροφοροῦσαν περί αὐτοῦ τοῦ γεγονότος. Θυμηθεῖτε τί εἶπαν γιά τήν Ἁγία Μαρία τήν Μαγδαληνή. «Ἐφάνησαν ὡσεί λῆρος τά ρήματα αὐτῆς». Τούς ἐφάνησαν δηλαδή σάν γυναικεῖες φαντασιώσεις τά λόγια τῆς Ἁγίας.

Λοιπόν τότε ἔλειπε ὁ Θωμᾶς γιά νά πιστωθῆ κατά τόν καλύτερο καί πιό ρεαλιστικό ἱστορικό τρόπο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ. Διότι, μέχρι τότε δέν εἶχε δοθῆ ἡ καθολική ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί εἶχαν τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες τους οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, πού καθόλου γι᾽ αὐτό βέβαια δέν μειώνονται. Ἔτσι, ὅπως τότε συνέβη αὐτό γιά νά πιστωθῆ κατά τόν καλύτερο τρόπο ἡ Ἀνάστασις τοῦ Χριστοῦ, ἔτσι καί τώρα, ὄχι τυχαῖα, εἰς τήν Κοίμησι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἔλειπε πάλι ὁ Θωμᾶς. Καί ὅταν πῆγε ἐκεῖ καθυστερημένα τόν ἔπιασε ἕνα λευκό ἅγιο παράπονο, ἕνα ἀπαθές παράπονο καί ἤθελε κι αὐτός νά ἀσπασθῆ τό νεκρό σῶμα καί νά εὐλογηθῆ, ἔστω καί ἀπό τήν νεκρά ὅπως ἐνόμιζαν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Γι᾽ αὐτό, ἀξίως καί δικαίως, μετά τρεῖς ἡμέρες οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἤνοιξαν τόν τάφον γιά νά πάρη τήν εὐλογία καί ὁ Ἀπόστολος Θωμᾶς, ἔστω κι ἄν εἶχε ἤδη κοιμηθῆ ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Καί ὅταν ἤνοιξαν τόν τάφον τῆς Παναγίας διεπίστωσαν ὅλοι, παρά πᾶσαν ἐλπίδα καί προσδοκίαν, ὅτι ἔλειπε τό σῶμα τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί εὑρίσκετο ἐκεῖ μόνον ἡ σινδόνα μέ τήν ὁποίαν εἶχε τυλιχθῆ, ὅπως δηλαδή ἀκριβῶς εἶχε συμβῆ μέ τόν Χριστό, πού εὑρέθησαν ἐκεῖ τό σουδάριον, κλπ., τυλιγμένα εἰς τήν ἐντέλειαν. Καί ὁ Χριστός βέβαια εἶχε ἀναστηθῆ.

Καί τότε διεπίστωσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι ὅτι ἡ Παναγία Θεοτόκος εἶχε ἀναστηθῆ. Αὐτή εἶναι ἡ ἱστορική κατοχύρωσις τοῦ γεγονότος, πού διασώζει ἀδιαμφισβήτητα ἡ Ἱερά Παράδοσις, γιατί πῶς εἶναι δυνατόν ἕνα σῶμα νά προλάβη νά λειώση σέ τρεῖς ἡμέρες δηλαδή.

Βέβαια, εἰς τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, σύμφωνα μέ τήν γνώμη ὅλων τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων, ταυτόχρονα μέ τήν Ἀνάστασίν Της ἔλαβε χώραν καί ἡ Ἀνάληψίς Της, ὅπως τό ἀναλύουν πάλιν καί πολλάκις, ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ὁ Ἁγιορείτης, ὁ Ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης καί πλεῖστοι ὅσοι Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ἠσχολήθησαν μέ αὐτό τό θέμα.

Καί ὅπως εἴπαμε ὑπάρχει κατ᾽ ἀρχάς ἡ ἱστορική κατοχύρωσις τήν ὁποία περιληπτικώτατα ἀναφέραμε εἰς τήν ἀγάπη σας. Ἀλλά ὑπάρχει καί σαφεστάτη προφητική πολλαπλῆ ποικίλη κατοχύρωσις. Ἁπλῶς, ἕνα-δύο σημεῖα θά ἀναφέρωμε γιά νά μή μακρύνωμε πολύ τόν λόγο.

Εἰς τούς Ψαλμούς, ὁ Προφητάναξ Δαυΐδ λέγει, μεταξύ τῶν ἄλλων: «Ἀνάστηθι Κύριε εἰς τήν ἀνάπαυσίν σου, σύ καί ἡ κιβωτός τοῦ ἁγιάσματός σου». Θά ἀναστηθῆς Κύριε Ἐσύ, ἀλλά ὄχι μόνον Ἐσύ – πού ἀναφέρεται προφανῶς εἰς τόν Χριστόν ἀπό τήν ὅλη συνάφεια τοῦ Ψαλμοῦ -, ἀλλά «καί ἡ κιβωτός τοῦ ἁγιάσματός σου». Εἰς τήν κιβωτό τοῦ ἁγιάσματος, ἐκεῖ εἰς τήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, ἐφυλάσσοντο οἱ πλάκες τῆς Διαθήκης, οἱ πλάκες πού εἶχε πάρει ὁ θεόπτης Μωϋσῆς εἰς τό ὄρος Σινᾶ.

Ἀλλά, κατά μείζονα λόγον ”κιβωτός τοῦ ἁγιάσματος” εἶναι ἡ ἰδία ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γιατί ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης ἦτο τύπος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ἐπειδή μέσα Της δέν εἶχε προφανῶς τίποτε πλάκες, ἀλλά εἶχε τόν Ἴδιο τόν Ἐντολοδόχο. Μάλιστα δέ τότε ἦτο ἐνεργῶν ὁ ἄσαρκος Λόγος, ὁ ἄσαρκος Χριστός. Ὁ Χριστός, πρίν γίνη ἄνθρωπος δηλαδή, γιατί ἕνα εἶναι τό πρόσωπο. Ὅπως λέγει ὁ Χριστός «πρίν Ἀβραάμ γενέσθαι ἐγώ – ἐγώ, ὡς πρόσωπο, ὡς ὕπαρξις – εἰμί», ὑπάρχω δηλαδή. Καί τότε τά ἔχασαν οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι καί ἤθελαν ἐκεῖ νά τόν λιθοβολήσουν, κλπ.

Λοιπόν, ἡ Παναγία ἐχώρεσε μέσα Της τόν ἴδιο τόν Ἐντολοδόχο, τόν Χριστό δηλαδή. Γι᾽ αὐτό ὅπως ψάλλομε ἐκεῖ τά Χριστούγεννα λέμε ἕνα ὡραῖο τροπάριο-προσόμοιο ”ὁ ἀχώρητος παντί πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί, ὁ ἐν κόλποις τοῦ πατρός πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός• πάντως ὡς οἶδε, ὡς ἠθέλησεν καί ὡς ηὐδόκησεν, ἄσαρκος γάρ ὤν ἐσαρκώθη ἑκών καί γέγονεν ὁ ὤν ὅ οὐκ ἦν δι᾽ ἡμᾶς». Δηλαδή, μέ ἁπλᾶ λόγια, πῶς Αὐτός πού δέν τόν χωροῦν τά σύμπαντα ἐχώρησε μέσα σέ ἀνθρωπίνη κοιλιά, μέσα σέ ἄχραντη κοιλιά, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου; Γι᾽ αὐτό καί ἡ Παναγία μας δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ ”σκηνή τοῦ ἁγιάσματος”, ἀλλά πολύ εὔστοχα ὀνομάζεται σύν πολλοῖς ἄλλοις ὀνόμασι καί ”Χώρα τοῦ Ἀχωρήτου”.

Τώρα, στηριζόμενοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες στήν ἱστορική καί προφητική κατοχύρωσι, πού ἐν ὀλίγοις ἀναπτύξαμε, κατέθεσαν, διεσαφήνισαν, ἀνέπτυξαν, ἑρμήνευσαν, περιχαράκωσαν γραπτῶς αὐτήν τήν διδασκαλία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ μυστικό δόγμα τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Αὐτό, προφανῶς καί δέν εἶναι ὑποδεέστερο ἀπό τά ἄλλα δόγματα, ἀλλά εἶχε καί ἔχει τήν ”πολυτέλεια” νά μήν ἀμφισβητηθῆ. Γι᾽ αὐτό εἶναι καί πιό ”ἔγκυρο” – ὅλα τά δόγματα βέβαια εἶναι ἐξ ἴσου ἔγκυρα -, διότι δέν εὑρέθηκε κανείς αἱρετικός εἰς τό διάβα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας νά τό ἀμφισβητήση. Τώρα, ἐάν κάποιοι σύγχρονοι θεολόγοι, ἤ ἄσχετοι, ἤ κάποιοι εὐλαβεῖς, ἀλλά ἀπό ἄγνοια ἤ ἐπηρεασμένοι ἀπό ἄλλες θέσεις δυτικοῦ τύπου λέγουν πράγματα τά ὁποῖα δέν εὐσταθοῦν, ἔ, τί νά κάνωμε; Ἐμεῖς πρέπει νά στηριζώμεθα εἰς τούς Ἁγίους Πατέρες, εἰς τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας μας, πού οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ πιό πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς, ὅπως ὁ Ἅγιος ὁ Παλαμᾶς, εἶχαν δεῖ καί ζωντανά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο.

Ἔτσι λοιπόν ὅλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό ἀναλύουν αὐτό καί εἶναι σεσιγημένον μυστήριον. Ἄλλωστε, τά τῆς Θεοτόκου ὅλα εἶναι σεσιγημένα εἰς τήν Ἁγία Γραφή. Ἐνῶ εἶχε μέσα Της τόν Θεόν Λόγον καί εἶχε τόν πρῶτον λόγον νά ὁμιλῆ, ὅμως ἄφησε τόν Χριστόν νά τά πῆ ἀργότερα καλύτερα μέ τά θαύματα καί μέ τήν διδασκαλία Του. Ἐνῶ εἶχε τόν πρῶτο λόγο, γιατί μέσα Της εἶχε τόν ἐνυπόστατο Λόγο, αὐτή νά εἶναι ἡ Γερόντισσα καί ἡ Διδασκάλισσα, ὅμως δέν εἶχε ἀρθρώσει καμμία λέξι. Καί ἄν βάλωμε καί κάποια καλή φαντασία, καί ἀπό κάποιους ἐκεῖ Γραμματεῖς καί Φαρισαίους, διδασκάλους, μέ καλή ἤ μέ ὄχι καλή διάθεσι, πιθανῶς νά ἐδέχετο καί κάποιες συμβουλές καί κάποιες διδασκαλίες. Ποιός; Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, πού εἶχε λάβει τό Ἅγιο Πνεῦμα σέ τέλειο βαθμό. Βλέπομε τί μεγαλεῖο ταπεινώσεως καί σιωπῆς εἶχε ἡ Παναγία Μητέρα μας.

Ἐπίσης, ἀναλύσαμε ὅτι ἡ Ἱερά Παράδοσις εἶναι ἰσόκυρος μέ τήν Ἁγία Γραφή καί ὅτι οἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι ἠσχολήθησαν μόνο μέ προβλήματα πού ἔτυχε νά ἀπασχολήσουν τήν Ἐκκλησία στό πέρασμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Ἀλλά εὐτυχῶς γι᾽ αὐτό τό θέμα κανείς αἱρετικός δέν εὑρέθηκε νά τό ἀμφισβητήση. Γι᾽ αὐτό καί δέν ὑπῆρξε ἀνάγκη συγκλίσεως Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἄλλωστε, ἐκτός ἀπό τήν διαχρονική Πατερική Γραμματολογία, αὐτό φαίνεται, σύν τοῖς ἄλλοις, καί στήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Μόνον δύο παραδείγματα θά ἀναφέρωμε.

Ὅπως ψάλλομε στό Κοντάκιο «τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησε», τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο δηλαδή. Ἤ, εἰς τό τελευταῖο τροπάριο τῆς πρώτης ὠδῆς τοῦ πρώτου Κανόνα τῆς ἑορτῆς, ἀναφερόμενος ὁ ὑμνογράφος εἰς τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, λέγει: Νά τό ποῦμε μέ ἁπλᾶ λόγια στήν ἀρχή. «Γι᾽ αὐτό ἀκολουθοῦσα τούς νόμους τῆς φύσεως» καί μετά λέγει στά ἀρχαῖα «δι᾽ ὅ θνήσκουσα σύν τῷ Υἱῷ ἐγείρῃ διαιωνίζουσα». «Γι᾽ αὐτό, ἀφοῦ ἐκοιμήθης, μετά, μαζί μέ τόν Υἱό Σου, ὅπως καί ὁ Υἱός Σου, ἐγείρεσαι διαιωνίζουσα».

Νομίζω αὐτά εἶναι ἀρκετά, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γιά νά πιστώσωμε τοῦ λόγου τό ἀληθές. Αὐτό πού πρέπει τώρα νά συνειδητοποιήσωμε εἶναι ὅτι ἡ Παναγία εἶναι ὁ μόνος ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀπό τώρα δέν εὑρίσκεται ἁπλᾶ εἰς τόν Παράδεισον, ὅπως ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί ὅλοι οἱ σεσωσμένοι, ἀλλά εὑρίσκεται ἀπό τώρα εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, γιατί ἔχει ἤδη πάρει τό ἄφθαρτο τελικό σῶμα, ὅπως δηλαδή καί ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος μέ τήν Ἀνάληψί Του ἀνέβασε τήν ἀνθρωπίνη φύσι σέ αὐτό τό ὕψος τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ἁπλῶς, γιά τόν Χριστό, ἔπρεπε νά μείνη σαράντα ἡμέρες πρίν ἀνεβῆ ἡ ἀνθρωπίνη σάρκα εἰς τόν Οὐρανό γιά τόν λόγο ὅτι ἔπρεπε νά πιστωθῆ πέρα γιά πέρα ἡ ἱστορικότητα καί ἡ ἀλήθεια τῆς Ἀναστάσεώς Του. Γι᾽ αὐτό καί στήν ἀρχή ἐνεφανίζετο ὅπως τόν ἤξεραν, ἐνῶ ὁ ἀναστημένος Χριστός ἦταν διαφορετικός καί ἄρρητος στήν θέα Του. Μετά ἐνεφανίζετο διαφορετικά καί τούς ἔκανε σταδιακά μαθήματα πίστεως ἕως ὅτου ἀνελήφθη. Ἐνῶ στήν Παναγία μας δέν ὑπῆρχε αὐτός ὁ λόγος. Ἄλλωστε, ὅπως εἴπαμε, ὅλα τά τῆς Παναγίας μας εἶναι σεσιγημένα μυστήρια.

Ἔτσι, ἡ Παναγία μας εἶναι ὁ μόνος ἄνθρωπος πού ἀπό τώρα εὑρίσκεται σωματικῶς μέ ἄφθαρτο σῶμα εἰς τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί πρέπει ἡ ἰδική Της Ἀνάστασις-Ἀνάληψις νά μᾶς χαροποιῆ πιό πολύ καί ἀπό αὐτήν τήν Ἀνάστασι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί ἐξηγούμεθα. Ὁ Χριστός, ὅπως ψάλλωμε εἰς τούς Αἴνους τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, ἀνεστήθη ”αὐτεξουσίως”, ἀπό μόνος του δηλαδή. Ἐπί πλέον, ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ”…ὁ Θεός ἀναστήσας τόν παῖδα Αὐτοῦ Ἰησοῦν” (Πράξ. γ´ 26). Καί τά δύο εἶναι σωστά, διότι ὅταν λέμε ”ὁ Θεός”, ὅταν λέμε ”ὁ Πατήρ”, ὑπάρχει κοινή ἐνέργεια στά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Πατήρ, ὁ Λόγος καί τό Ἅγιον Πνεῦμα δηλαδή ἀνέστησαν τήν ἀνθρωπίνη φύσι τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά ἐπειδή ὁ Χριστός ἦταν καί Θεός – λόγῳ τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως ἔχομε ἕνα Πρόσωπο στόν Χριστό, τοῦ Θεοῦ Λόγου -, γι᾽ αὐτό καί τά δύο εἶναι σωστά, δηλαδή καί τό ὅτι ὁ Χριστός ἀνεστήθη αὐτεξουσίως, καί τό ὅτι ὁ Θεός, ἡ Ἁγία Τριάς, ἀνέστησε τόν Χριστόν.

Ἐνῷ ἡ Παναγία Μητέρα, ναί μέν δέν ἀνεστήθη αὐτεξουσίως, διότι ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος. Ἀνεστήθη μέ ἄκτιστο θεία τριαδολογική ἐνέργεια, δηλαδή ἀνεστήθη ἀπό τόν Θεό. Ὁπότε, εἶναι ἡ πρώτη ἐγγύησις καί προκαταβολή, εἶναι ἡ πρώτη ἐκπλήρωσις τῆς προφητείας τοῦ Χριστοῦ, ὅτι ὅλοι θά ἀναστηθοῦμε. Διότι, νά, ἕνας δικός μας ἁπλός ἄνθρωπος, πού δέν διαφέρει ἀπό μᾶς ὡς πρός τήν φύσι ἀλλά μόνο ὡς πρός τήν ἁγιότητα, ἀπό τώρα ἔχει ἀναστηθῆ. Ὁπότε ἐμεῖς πρέπει νά χαιρώμεθα γι᾽ αὐτό, διότι ἀποτελεῖ τήν πρώτη ἐκπλήρωσι τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος εἶναι ἡ αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως, εἶναι ἡ σωτηρία καί τῶν ἀγγέλων, καί τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί ὁλοκλήρου τῆς κτίσεως. Εἶναι ἡ ”γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐγγύς πρός οὐρανόν”, γιατί καί ἡ κτίσις θά ἀνακαινισθῆ δυνάμει τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄρα δυνάμει τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἀπό τήν ὁποίαν δανείσθηκε σάρκα ὁ Θεός Λόγος.

Γι᾽ αὐτό, νά Τήν εὐγνωμονοῦμε αἰώνια καί νά τήν παρακαλοῦμε ἀδίστακτα, ἀφοῦ πρῶτα ὅμως ἐφαρμόζωμε τίς ἐντολές τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ Της. Γι᾽ αὐτό καί τιμῆς ἕνεκεν λέγομε «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς». Διότι, ἡ Παναγία δέν εἶναι ὀντολογικός μεσίτης. Εἶναι ἠθικός μεσίτης, ἀλλά ἐπειδή διαφέρει ἡ παρρησία Της πάρα πολύ ἀπό τήν μεγάλη παρρησία τῶν λοιπῶν Ἁγίων, γι᾽ αὐτό τιμῆς ἕνεκεν λέγομε ”Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς”. Ἐνῶ ὁ Χριστός εἶναι ὀντολογικός μεσίτης πρός τόν Πατέρα. Δηλαδή καί μόνον ἡ ἐνανθρώπισίς Του εἶναι μία πρεσβεία στόν Θεό Πατέρα, εἶναι ἡ αἰτία τῆς συμφιλιώσεώς μας μέ τήν Ἁγία Τριάδα.

Εὔχομαι λοιπόν νά Τήν παρακαλοῦμε ἀδίστακτα καί νά Τήν εὐγνωμονοῦμε αἰώνια, γιατί Αὐτή εἶναι ἡ αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως, τῆς ὁποίας θεώσεως εὔχομαι, διά πρεσβειῶν Της, ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως, ἀλλά καί ἀπό αὐτήν τήν ζωή, νά τύχωμε.
Ἀμήν. Γένοιτο!

Η ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (102-Ν-3)
Ἀρχιμανδρίτης Ἀρσένιος Κατερέλος
Ἡγούμενος Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Δίβρης Φθιώτιδος
(Ὁμιλία κατά τήν Θεία Λειτουργία στήν Ἱερά Μονή – 18/8/2013)

Πηγή: impantokratoros.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: